της Χριστίνας Ταχιάου
Σκέφτομαι τη γενιά μου και τη φουρνιά μου. Εμάς που γεννηθήκαμε στη δεκαετία του ’60. Τη γενιά “του ΠΑΣΟΚ”, όπως λέει το κλισέ. Που είδαμε το φως σε ταραγμένες εποχές, πήγαμε σχολείο λίγο πριν ή λίγο μετά από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, σπουδάσαμε στα χρόνια της Αλλαγής, αρχίσαμε να δουλεύουμε όταν ο βασικός μισθός ήταν κοντά στις 30.000 δραχμές. Μάθαμε ξένες γλώσσες επειδή το θέλαμε, όχι για να πάρουμε μόρια για διορισμό. Διαβάζαμε βιβλία και πολιτικά περιοδικά όχι για τα δείχνουμε στις παραλίες, αλλά επειδή είχαμε ανησυχίες. Δεν κάναμε Erasmus, δεν ξέραμε τι σημαίνει να ξημεροβραδιάζεσαι στα καφέ, δεν είχαμε ανάγκη από Prada και Burberry’s -για την ακρίβεια, χτυπούσε άσχημα στο μάτι η νεοπλουτίλα. Μιλούσαμε πολύ, σχεδιάζαμε οικογένειες ή συνέχιση των σπουδών, έχοντας να επιλέξουμε αν θα μείνουμε στην πόλη όπου σπουδάσαμε ή θα επιστρέψουμε στην γενέθλια πόλη ή -οι πιο τολμηροί κι ευκατάστατοι- στο εξωτερικό. Το δημόσιο παρέμενε κάτι το ανεπιθύμητο: ούτε καν το σκεφτόμασταν, θα αποτελούσε ταφόπλακα στις φιλοδοξίες μας. Η σύνταξη ήταν κάτι που δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας. Θέλαμε να δουλέψουμε, να δημιουργήσουμε, να αφήσουμε το στίγμα μας.
Πήραμε ο καθένας το δρόμο του. Στραβό, ίσιο, σε ευθεία ή τεθλασμένη γραμμή. Πετύχαμε, αποτύχαμε, ξαναπροσπαθήσαμε, ταξιδέψαμε, γυρίσαμε, χωρίσαμε, πέσαμε, σηκωθήκαμε, ανοίξαμε γραφεία, κλείσαμε πόρτες, τέλος πάντων κάπως σταθήκαμε όρθιοι.
Η αρχή της κρίσης μας βρήκε μεταξύ ανάμεσα στα 40 και τα 50 μας. Με υποχρεώσεις κι ανοιχτές πληγές. Χωρίς μεγάλες περιουσίες και μπάζες απ΄τις λαμογιές για τις οποίες όλοι μιλούν. Δεν ξέρω πολλούς μηχανικούς, δικηγόρους ή μαθηματικούς που να έγιναν εκατομμυριούχοι στα 40 τους. Κι η κρίση μας παρόπλισε. Μας άφησε να καθόμαστε και να κοιτάμε άδεια γραφεία, λίστες λογαριασμών, ερειπωμένες καριέρες.
Πρόσφατα βρέθηκα αντιμέτωπη με όλο το παρελθόν μου. Αναγκάστηκα -για τις ανάγκες μιας επαγγελματικής προοπτικής- να αναδείξω όλα τα δυνατά μου σημεία και να αξιολογήσω όλες τις αδυναμίες μου. Αν νομίζετε ότι είναι εύκολο, γελιέστε. Χρειάστηκε να αναζητήσω πολύ βαθιά στο παρελθόν μου όλα έχω κάνει. Έχοντας κολλήσει το πρώτο μου ένσημο το 1987 (!), είχα πολλή δουλειά να κάνω. Κι άρχισα να παρατηρώ και κοντινούς μου ανθρώπους της γενιάς μου. Να βλέπω την πορεία τους και να αναζητώ τα πιο καλές πτυχές τους. Εν αγνοία τους, εννοείται…
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι της γενιάς μου είμαστε πολύτιμοι. Έχουμε έναν τεράστιο πλούτο εμπειριών. Διατηρήσαμε μια αγνότητα που μπορεί εύκολα να ξεθαφτεί κάτω από τη σκόνη της λάμψης των ’00’ς. Οι ιδέες μας κατεβαίνουν αβίαστα, πόσο μάλλον αν πιεστούμε. Έχουμε μνήμες από πιο ανιδιοτελείς εποχές, τότε που δε θυσιάζονταν όλα στο βωμό του χρήματος. Θυμόμαστε τη χώρα χωρίς οικιακές βοηθούς να μας καθαρίζουν τα τζάμια. Ξέρουμε να δουλεύουμε πολύ. Δεν μας τρομάζουν τα ξενύχτια πάνω από χαρτιά και βιβλία. Είμαστε δυνατοί και ολοκληρωμένοι σαν προσωπικότητες. Μάθαμε να πέφτουμε αλλά και να σηκωνόμαστε. Μεγαλώσαμε σε αλάνες με χώματα, όχι σε παιδότοπους με αφρολέξ, και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Και ξέρετε τι κάνουμε όλη μέρα; Αναζητάμε απεγνωσμένα ψυχολογική στήριξη ο ένας απ’ τον άλλον. Ή, ακόμη χειρότερα, απομονωνόμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε. Βλέποντας την καταστροφή, βιώνοντάς την ο καθένας από τη σκοπιά του. Θάβουμε τα ταλέντα, τις δεξιότητες, τον επαγγελματισμό και τις ώρες δουλειάς που έχουμε ρίξει. Επειδή αυτή τη στιγμή είμαστε στα αζήτητα. Με τους λογαριασμούς του ο καθένας, και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις εφιαλτικές φιγούρες του μέλλοντος. Κυρίως, όμως, αντιμέτωποι με το φάσμα της αποτυχίας. Της προσωπικής αλλά και της συλλογικής αποτυχίας. Δεν ξέρω πολλούς που να πιστεύουν ότι τα πήγαν καλά στη ζωή τους. Όποιον ρωτώ, νιώθει αποτυχημένος. Κι εγώ πριν λίγο καιρό τα ίδια έλεγα στη φίλη μου, μέχρι που με χαστούκισε με τα λόγια της προκειμένου να συνέλθω και με ανάγκασε να της υποσχεθώ ότι δεν θα ξαναμιλήσω έτσι. Τι να κάνω, το υποσχέθηκα και η υπόσχεση είναι υπόσχεση.
Μου είναι αδιανόητο να δίνεται τόση έμφαση “στους νέους” και να μη μιλάει κανείς για εμάς που, στο κάτω κάτω, είμαστε και αρκετά μεγάλοι για να αναζητήσουμε την τύχη μας σε άλλη γη. Δεν υποτιμώ καθόλου “τους νέους”, το αντίθετο. Απλώς θεωρώ λίγο πιο εύκολο να αρχίσεις να πλάθεις τη ζωή σου όταν είσαι 23, 25, 30 ή 35 και πολύ πιο δύσκολο να το κάνουμε εμείς που είμαστε 40, 45 ή 50.
Είμαστε η γενιά στην οποία θα έπρεπε όλοι να υπολογίζουν για να αλλάξει το κλίμα, να βοηθήσει στην γέννηση μιας προοπτικής. Επειδή βρισκόμαστε στην πλέον δυναμική, δημιουργική, παραγωγική, συνειδητοποιημένη και ωραία περίοδο της ζωής μας. Και την περνάμε μελαγχολώντας για τις χαμένες ευκαιρίες και τις λάθος επιλογές.
Κακώς. Κάκιστα. Είναι εγκληματικό. Εναντίον του εαυτού μας αλλά και της χώρας. Είμαστε πολύτιμοι και TOO YOUNG TO DIE. Πρέπει να το αποδείξουμε. Μπορούμε. Το ξέρετε. Λίγο κουράγιο. Το έχουμε. Στο κάτω κάτω, μεγαλώσαμε ματώνοντας στις αλάνες, όχι παίζοντας σε αφράτους παιδότοπους.
Via : www.protagon.gr