Πριν λίγους μήνες, προς το τέλος του καλοκαιριού, εμφάνισα ένα πρόβλημα υγείας. Tην περιπέτειά μου αυτή την κατέγραψα και τη δημοσίευσα εδώ. Όσοι έτυχε να διαβάσουν αυτό που είχα γράψει, θα θυμούνται ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, απ’ όσα συνάντησα τότε τα περιέγραψα ως μια ευχάριστη έκπληξη.
Του Νίκου Αραπάκη*
Η αντιμετώπιση των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, η αρτιότητα των εγκαταστάσεων και των παρεχόμενων υπηρεσιών με εντυπωσίασαν. Κι αυτό όχι τυχαία. Οι περισσότεροι έχουμε –ιδίως αυτή την περίοδο που το Δημόσιο βάλλεται πανταχόθεν– ταυτίσει το δημόσιο με κακές υπηρεσίες, αδιάφορους εργαζόμενους κλπ. Με άλλα λόγια, ένιωσα την ανάγκη να δημοσιοποιήσω τα όσα έζησα, ως αντίβαρο στον ανηλεή πόλεμο που δέχεται το δημόσιο και οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και ως ένα τρόπο για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τους ανθρώπους του νοσοκομείου.
Ένα μήνα αφότου νοσηλεύτηκα πήγα πάλι στον Ευαγγελισμό, για να κάνω τις απαραίτητες εξετάσεις. Η διαδικασία σύντομη και ανθρώπινη. Σε λιγότερο από μια ώρα είχα δώσει αίμα, ο γιατρός που με παρακολουθεί με είχε εξετάσει και μου είχε γράψει τα απαραίτητα φάρμακα. Αφού τελείωσα, και βάσει των οδηγιών του γιατρού, πήγα στη γραμματεία του νοσοκομείου για να μου σφραγίσουν τη συνταγή. Φθάνοντας με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: δεκάδες άνθρωποι περίμεναν έξω από μια κλειστή πόρτα. Παίρνω χαρτάκι από το μηχάνημα και στήνομαι στην ουρά. Μια ώρα, περίπου, αργότερα ήρθε η σειρά μου. Μπαίνω μέσα, δίνω τη συνταγή μου στον υπάλληλο πίσω από τον γκισέ, ο οποίος της πατάει μια σφραγίδα και μου τη δίνει πάλι πίσω. Αυτό ήταν, ρωτάω. Αυτό, μου απαντάει.
Φεύγοντας, αναρωτήθηκα για τη χρησιμότητα της όλης διαδικασίας. Ο υπάλληλος που μου σφράγισε τη συνταγή δεν χρησιμοποίησε υπολογιστή, δεν κατέγραψε κάτι, ούτε καν σε κάποιο τεφτέρι. Απλώς πάτησε μια σφραγίδα.
Πριν λίγες ημέρες, μου τηλεφώνησε ο φαρμακοποιός μου και με ενημέρωσε ότι οι τελευταίες συνταγές που του πήγα δεν έχουν τη σφραγίδα του νοσοκομείου, και θα πρέπει να τις πάρω, να τις πάω πάλι στο νοσοκομείο ώστε να μου βάλουν, αλλιώς θα πληρώσω όλο το κόστος από την τσέπη μου.
Επικοινωνώ κατευθείαν με τον γιατρό που με παρακολουθεί, του λέω τι έχει συμβεί, ρωτώντας τον ταυτόχρονα εάν αυτή η διαδικασία έχει κάποια χρησιμότητα. Η απάντησή του ένα μεγαλοπρεπές ΟΧΙ. Απολύτως λογικό. Εφόσον οι συνταγές καταγράφονται ηλεκτρονικά, και ο γιατρός που τις καταχωρεί είναι άμεσα υπεύθυνος για αυτές, ποια χρησιμότητα θα μπορούσε να έχει μια στρογγυλή σφραγίδα; Καμία. Τότε;
Το θέμα το συζήτησα και με άλλους δυο φίλους γιατρούς οι οποίοι εργάζονται σε δημόσια νοσοκομεία. Κι αυτών η άποψη ήταν ταυτόσημη με αυτή του γιατρού που με παρακολουθεί: η πλέον άχρηστη διαδικασία. Όσο κι αν το ψάξαμε, όσο κι αν προσπαθήσαμε να βρούμε ένα ελάχιστο ψήγμα χρησιμότητας, δεν τα καταφέραμε.
Τέσσερα χρόνια τώρα βιώνουμε μια κρίση τεράστια, ισοπεδωτική, που έχει οδηγήσει στην ανέχεια και στην απόγνωση εκατομμύρια συμπολίτες μας. Σ’ αυτό το διάστημα έχουμε ακούσει απίστευτα πράγματα. Ότι είμαστε λαός τεμπέληδων, ότι έχουμε έναν τεράστιο δημόσιο τομέα και πολλά ακόμη παρόμοια.
Ευτυχώς για εμάς και δυστυχώς γι’ αυτούς που διακινούσαν αυτού του είδους τις θεωρίες, πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι όλα αυτά ήταν παραμύθια. Όλες οι έρευνες συμφωνούν ότι είμαστε ένας από τους σκληρότερα εργαζόμενους λαούς στην Ευρώπη, ότι ο δημόσιος τομέας μας δεν διαφέρει, ως προς το μέγεθος, από το μέσο όρο των Ευρωπαϊκών κρατών.
Όμως οι έρευνες αποδεικνύουν και κάτι άλλο: ότι ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι από τους πλέον αντιπαραγωγικούς. Οι λόγοι, μολονότι δεν είμαι ειδικός επί του θέματος, εικάζω ότι είναι πολλοί: κακή ποιότητα δημοσίων υπαλλήλων, πολλοί εκ των οποίων προσελήφθησαν με κριτήρια κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά, τεχνολογική υστέρηση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως η έλλειψη μηχανοργάνωσης, αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής.
Κι όταν λέω «αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής», εννοώ ότι ο κόσμος αλλάζει, πηγαίνει μπροστά. Αυτό που κάποτε ήταν απαραίτητο, όπως η σφραγίδα του δημοσίου, σήμερα, που όλα γίνονται ηλεκτρονικά, είναι παντελώς άχρηστο. Κι αυτό μπορούν να το αντιληφθούν όλοι. Ή σχεδόν όλοι…
Η λέξη μεταρρύθμιση κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια. Τόνοι μελάνης χύθηκαν για χάρη της. Κι αναρωτιέμαι: όλοι αυτοί που κόπτονται υπέρ των μεταρρυθμίσεων και έχουν αναλάβει να τις εφαρμόσουν δεν έχουν σκεφθεί ότι, καταργώντας αυτή την παντελώς άχρηστη διαδικασία, θα εξοικονομήσουμε κάποιες εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, δημοσίους υπαλλήλους, τους οποίους θα μπορέσουμε να τους χρησιμοποιήσουμε σε τομείς που έχουμε έλλειψη;
Δεν έχουν καταλάβει ότι υποβάλλοντας στο «μαρτύριο της σφραγίδας» τους ταλαιπωρημένους πολίτες δεν κερδίζουν παρά κατάρες και αναθέματα; Δεν αντιλαμβάνονται ότι η σφραγίδα είναι άμεσα υπεύθυνη για το χάσιμο χιλιάδων εργατοωρών;
Δυστυχώς, τα κόμματα που μας κυβερνούν, και παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες να μας πείσουν περί του αντιθέτου, δεν διακατέχονται από την κουλτούρα της μεταρρύθμισης. Το DNA τους είναι βασισμένο στο ρουσφέτι, στην πελατειακή λογική, στην εξυπηρέτηση των λίγων κολλητών και όχι των πολλών.
Απολύτως λογικό. Βάσει ποιας λογικής μπορείς να απαιτήσεις από τον πρωθυπουργό, ο οποίος ελάχιστα χρόνια πριν διόριζε το μισό νομό Μεσσηνίας στο μουσείο της Ακρόπολης, να προωθήσει ακόμη και τις πλέον οφθαλμοφανείς και απαραίτητες μεταρρυθμίσεις; Πώς να απαιτήσεις από τον συγκυβερνήτη Βενιζέλο, ο οποίος βαρύνεται με το νόμο-έκτρωμα «περί ευθύνης υπουργών», να προωθήσει μέτρα τα οποία θα διευκολύνουν τη ζωή των πολιτών;
Η λαϊκή σοφία λέει ότι «με παλιά υλικά δεν χτίζεις καινούργια σπίτια». Ακόμη και πράγματα αυτονόητα, όπως η κατάργηση της σφραγίδας, δεν μπορούν να υλοποιηθούν από ανθρώπους γαλουχημένους με τη νοοτροπία των κομμάτων που μας κυβερνούν. Ας ελπίσουμε ότι οι αντικαταστάτες τους θα διακατέχονται από διαφορετική νοοτροπία. Και για το δικό τους καλό, αλλά, κυρίως, για το δικό μας.-
*Ο Νίκος Αραπάκης είναι συγγραφέας
Via : tvxs.gr