Θέλει η κυβέρνηση να κρυφτεί και η θλίψη δεν την αφήνει. Ο ένας μετά τον άλλο από τους πρωτοκλασάτους υπουργούς υποβάλλουν τα θερμά τους συλλυπητήρια στην οικογένεια του Γκλίξμπουργκ που πέθανε σε ηλικία 83 ετών σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Προηγήθηκε βέβαια ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος νωρίς το πρωί χτες έδωσε τον τόνο με μια εντελώς απαράδεκτη δήλωση, στην οποία δεν αρκέστηκε να χαρακτηρίσει «πολυκύμαντη» τη «διαδρομή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου» που «σημάδεψε και σημαδεύτηκε από ταραγμένες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας του τόπου». Ούτε περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι «τα τραύματα» που προκλήθηκαν (από ποιους άραγε;) «τα επούλωσαν οι επιλογές, η ελεύθερη συνείδηση και η ωριμότητα του λαού μας».
Φρόντισε να πιστώσει στον Γκλίξμπουργκ και κάποια (ανύπαρκτη) «διακριτική στάση του ιδίου σε όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης». Λες και δεν είναι πασίγνωστη και καταγραμμένη από την Ιστορία όχι μόνο η προσπάθεια του Γκλίξμπουργκ να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του καθεστώτος της Μεταπολίτευσης, υποθάλποντας το πολιτικό ρεύμα των «βασιλοχουντικών», αλλά και η πολύχρονη δικαστική του διαμάχη με το ελληνικό δημόσιο, με στόχο να αποσπάσει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε έναντι των υπηρεσιών του.
Το εξοργιστικό, βέβαια, είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης στη δήλωσή του καταλήγει ότι «τον λόγο, πλέον, έχει η Ιστορία. Αυτή θα κρίνει δίκαια και αυστηρά τον Κωνσταντίνο της δημόσιας ζωής. Γιατί τον άνθρωπο Κωνσταντίνο τον συνοδεύει, ήδη, η θλίψη και ο σεβασμός μπροστά στην απώλεια της ίδιας της ζωής». Η κυβέρνηση περιμένει, λοιπόν, την κρίση της Ιστορίας. Και γράφει έτσι στα παλιά της τα παπούτσια το γεγονός ότι ο Γκλίξμπουργκ έχει ήδη κριθεί οριστικά και αμετάκλητα από τη συντριπτική πλειοψηφία τού «Οχι» στο δημοψήφισμα του 1974 (69,2%). Μάλλον όλα αυτά τα θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης «λαϊκά δικαστήρια» και περιμένει την… Ιστορία να κρίνει.
Στο ίδιο πνεύμα με τη δήλωση του κ. Μητσοτάκη και η απόφαση της ειδικής σύσκεψης που συγκλήθηκε στο Μαξίμου για να αποφασίσει τα περί της ταφής του Γκλίξμπουργκ. Αλλά από πού κι ώς πού είναι αρμοδιότητα του πρωθυπουργικού γραφείου η ταφή ενός ιδιώτη; Προφανώς χρειαζόταν άνωθεν έγκριση για την εκφρασμένη θέληση του τέως να ταφεί στο Τατόι. Και ναι μεν το Μαξίμου δεν τόλμησε να κάνει δεκτή την πρόταση για ταφή «με τιμές αρχηγού κράτους» ούτε καν «δημοσία δαπάνη», αλλά δεν παρέλειψε να ορίσει επίσημο εκπρόσωπο στην κηδεία την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία ήδη από χτες βρίσκεται στο Τατόι για να εποπτεύσει τον καλλωπισμό της περιοχής. Σε ρόλο γραφείου κηδειών, λοιπόν, η κυβέρνηση. Αλλά όταν εκπροσωπείται η κυβέρνηση σε κάποια κηδεία, αυτό σημαίνει ότι τιμά το πρόσωπο ή την ιδιότητα του πεθαμένου. Συμβαίνει άραγε κάτι από τα δύο;
Ενθαρρυμένοι από την υπόδειξη του πρωθυπουργού, άρχισαν και οι υπουργοί να εκδηλώνουν τα αισθήματά τους, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του αναπλ. υπουργού Εσωτερικών Στέλιου Πέτσα: «Τέλος εποχής. Υπήρξε Ολυμπιονίκης, Αξιωματικός, Βασιλιάς. Πάντα Ελληνας». Εσπευσαν για συλλυπητήρια και άλλοι υπουργοί, με πρώτους βέβαια τους αναμενόμενους Αδωνη Γεωργιάδη και Θάνο Πλεύρη. Ο δεύτερος, μάλιστα, επανέλαβε πρωί πρωί στο Mega τη γραμμή του πρωθυπουργού, ισχυριζόμενος ότι «η στάση του μετά το Δημοψήφισμα ήταν μια στάση επούλωσης των τραυμάτων».
Τα φαντάσματα του παρελθόντος
Πώς εξηγείται αυτή η επίδειξη φιλοβασιλικών αισθημάτων από την ηγεσία της Ν.Δ.; Στο μυαλό του ο κ. Μητσοτάκης είχε χτες το πρωί τρεις διαφορετικές σκέψεις: την αποκατάσταση της δικής του οικογενειακής ιστορίας (εξωραΐζοντας την ιστορία του Γκλίξμπουργκ), την ικανοποίηση μιας σημαντικής ομάδας στενών του συνεργατών που προέρχονται από την (και φιλοβασιλική) Ακροδεξιά, και, τελικά, τη διπλή «αξιοποίηση» (διάβαζε «εκμετάλλευση») του κτήματος στο Τατόι.
Το πρώτο που καταδιώκει βέβαια τον κ. Μητσοτάκη είναι η πολιτική του καταγωγή. Τα καλά λόγια για τον Γκλίξμπουργκ και η ανάθεση στην Ιστορία να κρίνει αν ο τέως πολιτεύθηκε σωστά ή όχι απαλλάσσει και τον ίδιο από το βάρος της ευθύνης του πατέρα του για τις ίδιες «ταραγμένες στιγμές», όπως λέει, που πέρασε ο τόπος. Γιατί το μεγάλο πολιτικό έγκλημα του Γκλίξμπουργκ υπήρξε βέβαια το 1965 η οργάνωση της πτώσης της εκλεγμένης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου με τη στενή συνεργασία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος ηγήθηκε στην περιβόητη «αποστασία» των φιλοβασιλικών στελεχών της Ενωσης Κέντρου από τον αρχηγό του κόμματος και τότε πρωθυπουργό.
Χωρίς την απαλλαγή του Γκλίξμπουργκ από το άγος του 1965 δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί και η μνήμη του ηγέτη των «αποστατών». Η επίσημη βιογραφία του πατέρα Μητσοτάκη στον ιστότοπο του ομώνυμου Ιδρύματος παρουσιάζει ως εξής την κρίσιμη αυτή ιστορική περίοδο: «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κρίση του Ιουλίου του 1965. Αφού κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποτρέψει την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, συμμετείχε στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου που διαφωνούσαν προς την πολιτική της ρήξης με τον Βασιλέα». Βέβαια ο εν λόγω ιστότοπος (http://www.ikm.gr) είναι ανενεργός χωρίς καμιά επίσημη δικαιολογία. Ισως περιείχε πολλά δυσάρεστα ιστορικά στοιχεία, τα οποία φρόντισε απλώς να βάλει κάτω από το χαλί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, την περίοδο που ήταν πρόεδρος στο Ιδρυμα. Η «Εφ.Συν.» έχει φροντίσει, πάντως, να τα αποθηκεύσει.
Επί χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης άφηνε να εννοηθεί ότι αδικήθηκε ο Γκλίξμπουργκ στη Μεταπολίτευση, εφόσον κι εκείνος υπήρξε θύμα της χούντας που τον έδιωξε. Μόνο που η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Πριν από το αντιπραξικόπημά του, στις 13.12.1967, ο Γκλίξμπουργκ γινόταν δεκτός σε όλο τον κόσμο με διαμαρτυρίες των δημοκρατών, που τις έχει διασώσει στις «Σημειώσεις» του ο τότε αυλάρχης του Λεωνίδας Παπάγος: «Ηταν πολλές οι αντιχουντικές εκδηλώσεις στον Καναδά. Προπάντων στο Μόντρεαλ πήραμε μια πικρή γεύση. Είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο ξενοδοχείο σημαντικό πλήθος οργανωμένων αριστερών διαδηλωτών, που φωνασκούσαν κατά της Χούντας και του Βασιλέως, ώστε η αναχώρηση έγινε από την πίσω πόρτα». Αλλά και μετά την αποτυχία του δικού του αντιπραξικοπήματος και την εγκατάστασή του στο εξωτερικό, ο Γκλίξμπουργκ είχε συνεχή ανταλλαγή μηνυμάτων με τη χούντα, έβλεπε κάθε λογής απεσταλμένους του καθεστώτος (τον Αγγελή, τον Ασλανίδη, τον Ρουφογάλη, τον Χατζηγιάννη, τον Πετραλιά) και εκλιπαρούσε για μια συνάντηση με τον Παπαδόπουλο «για να βρεθεί επιτέλους κάποιος τρόπος συνεννόησης».
Οσο για το αν υπήρξε «unfair» το Δημοψήφισμα του 1974, όπως υποστήριξε τον Φεβρουάριο του 1988 ο Κων. Μητσοτάκης, προκαλώντας μεγάλη κρίση στο κόμμα του, την απάντηση έδωσε ο ίδιος ο Γκλίξμπουργκ, αμφισβητώντας επί χρόνια την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα και υποθάλποντας κάθε λογής φιλοβασιλικές κινήσεις στο εσωτερικό της Ν.Δ. Με πρόσχημα συμμετοχή σε «κοινωνικές εκδηλώσεις», η φιλοβασιλική πτέρυγα της Ν.Δ. επισκεπτόταν συστηματικά τον Γκλίξμπουργκ στο Λονδίνο και εκφραζόταν υπέρ της βασιλείας, σε σημείο που ακόμα και ο διακηρυγμένων φιλοβασιλικών αισθημάτων αλλά νομιμόφρων Γεώργιος Ράλλης να σχολιάσει ως εξής την παρουσία δεκαμελούς ομάδας βουλευτών στη βάφτιση του «διαδόχου» Παύλου τον Ιούλιο του 1995: «Αψυχολόγητη ήταν η συμπεριφορά του πρώην βασιλέα να θελήσει να προσδώσει πολιτική χροιά στο γεγονός με την αποστολή 40 περίπου προσκλήσεων σε εν ενεργεία βουλευτές. Εξίσου άστοχη ήταν και η συμπεριφορά των βουλευτών που έκαναν δηλώσεις υπέρ της βασιλείας» («Εις ώτα μη ακουόντων», Αθήνα 1995, σ. 70).
Η ομάδα του ΛΑΟΣ
Το γεγονός ότι πρώτοι πρώτοι έσπευσαν να υποβάλουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια του Γκλίξμπουργκ οι υπουργοί που προέρχονται από το ΛΑΟΣ δεν μπορεί βέβαια να μας εκπλήσσει. Ο αρχηγός και δάσκαλός τους Γιώργος Καρατζαφέρης ήταν εκείνος που επιχείρησε ήδη από το 1974 να αναδειχτεί εκπρόσωπος του φιλοβασιλικού ρεύματος της Δεξιάς, εκδίδοντας πριν από το Δημοψήφισμα το «Στέμμα της Δημοκρατίας».
Μετά την αποτυχία στο Δημοψήφισμα και την απόλυτη επικράτηση του Καραμανλή, οι συνεργάτες της χούντας και οι νοσταλγοί του βασιλιά βρέθηκαν σιγά σιγά στο ίδιο στρατόπεδο. Τους ένωνε η αντίθεση στον «προδότη» της παρατάξεως, η προστασία των διωκόμενων συνεργατών της χούντας στον στρατό και τον κρατικό μηχανισμό, καθώς επίσης και η εμμονή σε όλο το ιδεολογικό πλαίσιο του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, με κύριο στοιχείο τον αντικομμουνισμό, την αντίθεση στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, την υποστήριξη των καταρρακωμένων αρχών ασφαλείας και του ανυπόληπτου στρατού κ.λπ.
Και μπορεί σήμερα να μοιάζει πολιτικά ουδέτερη και αδιάφορη η υποστήριξη του θεσμού της βασιλείας, αλλά την περίοδο της μεταπολίτευσης αποτελούσε κομβικό σημείο σύγκλισης και συσπείρωσης των πιο ακραίων αντιδημοκρατικών, κρυπτοχουντικών και αντικομμουνιστικών στοιχείων. Η έκφραση «βασιλοχουντισμός» υιοθετήθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή για να εκφράσει αυτό το κίνημα σύγκλισης υποστηρικτών της χούντας με τον Γκλίξμπουργκ, το οποίο προέκυψε ως ανάγκη επιβίωσης των πολιτικών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους και ως τρόπος άμυνας απέναντι στο παλλαϊκό αίτημα αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού.
Ο Καρατζαφέρης, καλούσε από το κανάλι του χουντικούς, φιλοβασιλικούς και χρυσαυγίτες να συσπειρωθούν στη «Νέα Ελπίδα» για να νικήσει η Δεξιά το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά. Πώς να αλλάξουν γνώμη τώρα οι μαθητές του;
Το φιλέτο στο Τατόι
Ολα αυτά δεν θα ήταν ωστόσο αρκετά για να προχωρήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια τόσο επιδεικτική κίνηση αμφισβήτησης όλων των κεκτημένων της μεταπολιτευτικής μας Ιστορίας. Στο βάθος αυτής της υπόθεσης βρίσκονται αυστηρά επιχειρηματικοί υπολογισμοί.
Γνωρίζουμε ότι ο Γκλίξμπουργκ από τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει τον θρόνο, εφόσον οι πολιτικοί του υποστηρικτές περιορίζονταν σε ομάδες ακροδεξιών του περιθωρίου και στην καλύτερη περίπτωση σε φιλοχουντικές οργανώσεις όπως το ΛΑΟΣ, έστρεψε όλες του τις δυνάμεις στις οικονομικές απολαβές που θα μπορούσε να εξασφαλίσει, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και τις πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων. Ετσι κατόρθωσε την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κων. Μητσοτάκη, το 1992, να εξασφαλίσει την ιδιοκτησία των ανακτόρων του Τατοΐου αλλά και τη μεταφορά με κοντέινερ στην Αγγλία όλων των πολύτιμων αντικειμένων που φυλάσσονταν εκεί, χωρίς βέβαια να αποτελούν προσωπική περιουσία.
Οταν ανατράπηκε αυτή η συμφωνία από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο Γκλίξμπουργκ διεκδίκησε ένα τεράστιο ποσόν ως αποζημίωση. Και ναι μεν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιούται αποζημίωση, αλλά το «εύλογο» ποσόν που του επιδικάστηκε ήταν μηδαμινό σε σχέση με όσα ζητούσε.
Η υπόθεση αναζωπυρώθηκε όταν έγινε πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ανάμεσα στα «αναπτυξιακά» σχέδιά του περιέλαβε και την αξιοποίηση του Τατοΐου. Με την ανάθεση του ρόλου συμβούλου στους σχεδιασμούς αυτούς στον Κάρολο Ουίνδσορ, ο κ. Μητσοτάκης έβαλε στην υπόθεση την οικογένεια Γκλίξμπουργκ από το παράθυρο. Γιατί δεν είναι μόνο οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί των δυο οικογενειών που μετρούν. Σημασία έχει ότι αν η αποκατάσταση των πρώην ανακτόρων ως ιστορικό μνημείο βασιστεί στο μοντέλο της έπαυλης Dumfries House, που αγόρασε και διαχειρίστηκε ο Κάρολος, αυτό σημαίνει ότι θα επανέλθει από το παράθυρο η ιστορική δικαίωση (ή τουλάχιστον ο εξωραϊσμός) της βασιλείας. Το ότι η ανακαίνιση της έπαυλης αυτής συνδέεται και με ένα ακραίο οικονομικό σκάνδαλο είναι βέβαια το τελευταίο που θα απέτρεπε τον κ. Μητσοτάκη να προχωρήσει.
Πηγή : https://www.efsyn.gr