του Νίκου Ξυδάκη
Το σαββατοκύριακο ο αττικός ουρανός έχασε τη γλαυκή του διαύγεια. Βαριά αιθαλομίχλη, διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακος σκέπασε την πόλη. Τζάκια, ξυλόσομπες και καυστήρες έκαιγαν κούτσουρα, κλαδιά, δαδιά, μπρικέτες πέλετ και πορτοπαράθυρα υλικά κατεδαφίσεων. Το αιθαλοσέντονο σιωπηλό, απειλητικό, πνιγηρό, πολυσήμαντο εσκέπαζε τη μητρόπολη των μικρομεσαίων, γυρνούσε τους επήλυδες κατοίκους της στις αγροτοποιμενικές τους ρίζες, στο λησμονημένο παρελθόν της σπάνης και τη ανάγκης.
Υπάρχει βεβαίως στοιχείο υπερβολής. Πλάι στους πράγματι αναγκεμένους με τη δεξαμενή του πετρελαίου άδεια, θα υπήρχαν και οι απλώς μεζονετούχοι που ανάβουν τζάκι τέτοια εποχή να νιώσουν γιορτές. Αλλά το νέφος που έκρυψε τα βουνά δεν εξηγείται, εκτός κι αν τις μεζονέτες των δανείων κατοικούν ήδη νεόπτωχοι, που είναι πιθανόν.
Πίσω από την υπερβολή, υπάρχει η πραγματικότητα. Στη μητρόπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων πάλλεται αγωνιώσα η καρδιά της Ελλάδας. Οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου βρίσκονται εγκλωβισμένοι σ’ ένα αχανές αστικό πεδίο, πρώην πεδίο εργασίας και ανάπτυξης, πεδίο εκπαίδευσης και πολιτισμού, αλλά τώρα μια ημιέρημος χωρίς δουλειές, χωρίς αποκούμπι. Οι περισσότεροι κάτοικοι των Αθηνών, παλαιοί και νέοι επήλυδες οι περισσότεροι, είναι αποκομμένοι από την ενδοχώρα: δεν έχουν πια ρίζες εκεί, δεν έχει απομείνει περιουσία. Αλλά κι αυτοί που έχουν κάποια περιουσία, ένα σπίτι, μερικά στρέματα γη, ολίγες εκατοντάδες λιόδεντρα, δεν παίρνουν εύκολα την απόφαση να πάνε στην επαρχία τους. Η ζωή πράγματι είναι φτηνότερη στην επαρχία, αλλά κι εκεί ο παραγωγικός ιστός έχει αποδιαρθρωθεί. Σε πολλούς τόπους, γεωργία και κτηνοτροφία έχουν ατονήσει, η μεταποίηση είναι αδύναμη· ζούσαν με οικοδομή και υπηρεσίες: Ο τουρισμός της ευκολίας και της αρπαχτής, απευθυνόμενος συχνότατα στην εσωτερική κατανάλωση, αντιπροσωπείες, κατανάλωση.
Μερικοί το αποφασίζουν. Μετακινούνται στην επαρχία. Αλλοι με πείσμα να ξεκινήσουν μια μικρή αγροτική ή μεταποιητική μονάδα, μια μικρή κυψέλη· άλλοι μεταφέροντας και το επαγγέλμά τους· όλοι χαμηλώνοντας τις απαιτήσεις τους και αλλάζοντας τρόπο διαβίωσης. Σε αρκετές περιπτώσεις περιοριζόμενοι στα απολύτως αναγκαία: δεν πληρώνουν νοίκι, κάνουν πέντε-έξι μεροκάματα το μήνα, στήνουν κοτέτσι και μπαξέ, υλοτομούν τα γύρω δάση.
Η αιθαλομίχλη του Δεκεμβρίου 2012 στο λεκανοπέδιο Αττικής μπορεί να σημαίνει, και αυτή μαζί με άλλα συμβάντα, μια ιστορική αλλαγή: από μια ιστορική πίστα σε μια άλλη, σε άλλο τρόπο διαβίωσης, σε άλλες σχέσεις κοινωνικής συμβίωσης και πολιτικής έκφρασης, σε άλλες σχέσεις με τη φύση. Η αιθαλομίχλη που σκέπασε τα βόρεια προάστια δείχνει αυτή τη νέα σχέση με τη φύση: σε κατάσταση φτώχιας, το περιβάλλον γίνεται παρανάλωμα της ανάγκης ― ή του πανικού. Ο λιγνίτης της ΔΕΗ φαντάζει πράσινος.
Στο κέντρο της πόλης, που δεν έχει τζάκια, οι νέοι περπατούν ζωηρά κάτω από τον γενναιόδωρο ήλιο. Φοράνε πολύχρωμα κασκόλ επιμελώς δεμένα, και ακουστικά. Ακούνε ένα πειραγμένο xριστουγεννιάτικο του Στέλιου Σπεράντσα: «Στη γωνιά μας κόκκινο / τ’ αναμμένο τζάκι / Τούφες χιόνι πέφτουνε / στο παραθυράκι » κ.λπ.
Via : vlemma.wordpress.com