Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς έφυγε έχοντας ζήσει μία ζωή γεμάτη μάχες, κυριολεκτικές ή μεταφορικές. Η μόνη που δεν κατάφερε να κερδίσει, είναι αυτή που μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει κανένας.

Σαν «βόμβα» έσκασε μεταξύ των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων και μη, η είδηση του θανάτου του Σίνισα Μιχαΐλοβιτς από λευχαιμία σε ηλικία μόλις 53 χρονών. Ταιριαστό σχήμα λόγου, για έναν άνθρωπο που η ζωή του σημαδεύτηκε από έναν διαρκή πόλεμο.

Γεννημένος το 1969 στο Βούκοβαρ, μια περιοχή της Κροατίας πολύ κοντά στα σύνορα της Σερβίας, ήξερε από μικρός τι σημαίνει πόλεμος ή έστω απειλή πολέμου. Ο πατέρας του ήταν Σέρβος, η μητέρα του από την Κροατία, ο ίδιος κάπως διχασμένος ανάμεσα στις δύο πλευρές, κάτι που θα τον ακολουθούσε για πάντα.

Μεγαλώνοντας, ανακάλυψε τη μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο, το οποίο ξεκίνησε σε μια τοπική ομάδα στην πόλη που μεγάλωσε, το Μπόροβο. Γρήγορα, μεγαλύτεροι σύλλογοι της Γιουγκοσλαβίας άρχισαν να τον παρατηρούν, ως ένα ακόμη μέλος της εκκολαπτόμενης χρυσής γενιάς της χώρας.

Παρά το έντονο φλερτ του με την Ντιναμό Ζάγκρεμπ, επέλεξε τη Βοϊβοντίνα, σε ηλικία μόλις 19 χρονών, αμφιλεγόμενη τότε επιλογή δεδομένου του ότι για πρώτη και όχι τελευταία φορά διάλεξε τη Σερβία από την Κροατία. Στη νέα του ομάδα και πάλι ξεχώρισε, κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, και γρήγορα βρήκε το δρόμο για τον Ερυθρό Αστέρα.

Σίνισα Μιχαΐλοβιτς: Ο τσαμπουκαλεμένος μπαλαδόρος

Παρόλο που γεννήθηκε στην Κροατία, με τους «ερυθρόλευκους» μετετράπη σε ήρωα της Σερβίας, κατακτώντας το πρώτο και μοναδικό Κύπελλο Πρωταθλητριών για ομάδα της Γιουγκοσλαβίας το 1991. Την ίδια χρονιά δηλαδή, που ξέσπασε ο Κροατικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας και χιλιάδες Κροάτες σφαγιάστηκαν από τον Γιουγκοσλαβικό Εθνικό Στρατό.

Σίνισα Μιχαΐλοβιτς: Ο τσαμπουκαλεμένος μπαλαδόρος

Ο ίδιος ήταν μεγαλωμένος στα σύνορα, σε μεικτή οικογένεια, πάνω στη διαχωριστική γραμμή του πολέμου. Ωστόσο, για πολλούς, το γεγονός πως είχε γίνει ήρωας για μια ομάδα της Σερβίας, σήμαινε πως είχε διαλέξει πλευρά. Το στάτους του αυτό, έθεσε σε κίνδυνο τους γονείς του όταν ο Κροατικός Στρατός απελευθέρωσε τη χώρα από τους Σέρβους το 1995. Πρόλαβαν όμως, να απομακρυνθούν με ασφάλεια.

Μπορεί η προσωπική του ζωή να ήταν σημαδεμένη από τον πόλεμο και την αγωνία, η καριέρα του όμως συνέχιζε σαν μια ευθεία, ανοδική γραμμή. Η παρουσία του στον Ερυθρό Αστέρα δεν πέρασε απαρατήρητη, αποτελώντας μια γέφυρα για το πέρασμα του στην άλλη χώρα που τον σημάδεψε, την Ιταλία.

Η Ρόμα ήταν η πρώτη ομάδα από το κορυφαίο τότε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, που διέκρινε σε αυτόν τις τεράστιες προοπτικές που διέθετε. Ακολούθησε η Σαμπντόρια, στη συνέχεια η Λάτσιο, και τελευταία η Ίντερ, η ομάδα στην οποία έκλεισε την καριέρα του, ως παίκτης. Φυσικά, αγωνίστηκε και στην εθνική Σερβίας και Μαυροβουνίου, κάτι που έριξε «λάδι στη φωτιά» όσων των κατηγορούσαν ότι πρόδωσε τη χώρα του, την Κροατία.

Ως ποδοσφαιριστής έγινε γνωστός για την επιμονή, τη μαχητικότητα και τις ηγετικές του ικανότητες. Στοιχεία που σίγουρα του εντυπώθηκαν από το δύσκολο μεγάλωμά του. Όταν έχεις μεγαλώσει και βιώσει συνθήκες πραγματικού πολέμου, αυτός μέσα στο χορτάρι σου φαίνεται πραγματικό παιχνίδι. Δεν έλειπε, βέβαια, και ο τσαμπουκάς. Ήταν γνωστός για τον «αλήτικο», πάντα σηκωμένο γιακά του, για τα σκληρά, άφοβα τάκλιν του, και τους συχνούς τσακωμούς του με άλλους παίκτες, οι οποίοι συχνά… συνεχίζονταν κι εκτός γηπέδου.


Στον τελικό του Γιουγκοσλαβικού Κυπέλλου του 1991, που έφερε αντιμέτωπο τον Ερυθρό Αστέρα με την κροατική Χάιντουκ Σπλιτ, ένας Κροάτης αντίπαλος του είπε κατά τη διάρκεια του αγώνα «εύχομαι οι δικοί μας να σφάξουν την οικογένειά σου στο Μπόροβο». Ο Μιχαΐλοβιτς παραδέχτηκε μετά από χρόνια «δεν είχα μιλήσει τότε με τους γονείς μου για πάνω μια εβδομάδα και ανησυχούσα. Από τη στιγμή που μου το είπε αυτό, προσπαθούσα σε όλο το υπόλοιπο ματς να τον τραυματίσω».

Αυτή την πειθαρχία και τη σκληράδα που τον χαρακτήριζε, προσπάθησε να εφαρμόσει και στις ομάδες που προπόνησε. Το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης καριέρας του, το πέρασε στο νέο του «παράδεισο», την Ιταλία. Ξεκίνησε ως βοηθός του Μαντσίνι στην Ίντερ, ενώ ακολούθησαν οι Μπολόνια, Κατάνια, Φιορεντίνα, εθνική Σερβίας, Σαμπντόρια, Μίλαν, Τορίνο, Σπόρτινγκ και ξανά Μπολόνια.

Σίνισα Μιχαΐλοβιτς: Ο τσαμπουκαλεμένος μπαλαδόρος

Σαν προπονητής δεν κατέκτησε κάποιον σπουδαίο τίτλο, όμως οι ομάδες του συχνά είχαν τη… σφραγίδα του. Σκληρές, στιβαρές, επίμονες και πειθαρχημένες, που έπρεπε να «φτύσεις αίμα» για να τις κερδίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογικής του, ένα περιστατικό του 2014, όταν βρισκόταν στη Σαμπντόρια.

Ο ίδιος ζητούσε πάντα από τους παίκτες του να μην διαμαρτύρονται κατά των αποφάσεων του διαιτητή, κάτι που θεωρούσε ως ένδειξη αδυναμίας. Όταν, κάποια στιγμή, ο ίδιος αποβλήθηκε για διαμαρτυρία, πήρε την απόφαση να επιβάλλει πρόστιμο στον εαυτό του, έτσι ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους παίκτες του.

«Ό,τι ζητάω από τους ποδοσφαιριστές, το ζητάω πρώτα από τον εαυτό μου. Θα είναι αυτοί που θα μου πουν πότε και πού. Θα πληρώσω γιατί αυτός είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις. Εξάλλου, αυτό που ζητάω από αυτούς, το ζητώ πρώτα από τον εαυτό μου, άρα είναι το σωστό».

Η τελευταία μάχη που έδωσε στη ζωή του, ήταν και η πιο δύσκολη. Η λευχαιμία μπήκε στη ζωή του το 2019, ωστόσο ακόμα κι αυτή τη νίκησε την πρώτη φορά, με τη σύμπραξη των παικτών του στην Μπολόνια που φρόντιζαν να τον επισκέπτονται συνεχώς στο νοσοκομείο ή το ξενοδοχείο και να τον εμψυχώνουν!
Λίγο καιρό μετά το πρώτο του συναπάντημα με τη λευχαιμία, ήρθε αντιμέτωπος με τον κορονοϊό, τον οποίο αντιμετώπισε με τρόπο… χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του.«Πέρασα τρεις μήνες κλειδωμένος σε ένα νοσοκομείο, τα μέτρα πρόληψης για τον κορωνοϊό είναι σαν μια… βόλτα για εμένα. Έχω ζήσει δύο πολέμους, έχω ζήσει βόμβες. Είναι δηλαδή πρόβλημα να μείνουμε στο σπίτι;»

Όταν λίγους μήνες πριν, δυστυχώς, η μεγάλη ασθένεια τον επισκέφθηκε ξανά, η μάχη πια έμοιαζε στημένη εναντίον του. Ο ίδιος πάντως, και πάλι δεν έριξε την ασπίδα. «Αυτή η αρρώστια είναι πολύ θαρραλέα για να έχει διάθεση να τα βάλει ξανά με κάποιον όπως εγώ. Εάν δεν της έφτανε ένα μάθημα, εγώ είμαι εδώ για να της δώσω και ένα δεύτερο. Μπορεί να πέσεις αλλά χρειάζεται να βρεις τη δύναμη για να σηκωθείς ξανά»

Η δύναμη δεν προκύπτει από τις νίκες. Οι μάχες που δίνεις είναι αυτό που μεγαλώνει τη δύναμή σου. Όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες και αποφασίζεις να μην παραδοθείς, αυτό είναι δύναμη. Και ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς ήταν ένας δυνατός άνθρωπος, που πάλεψε μέχρι το τελευταίο λεπτό με τον πιο δύσκολο αντίπαλο που αντιμετώπισε ποτέ. Μπορεί αυτή την φορά να μη νίκησε, αλλά έμεινε στην ιστορία! Και η δική του ιστορία γράφτηκε με χρυσά γράμματα!

Αντίο σπουδαίε Σίνισα!

Επιμέλεια: Αλέξανδρος Τσιριγώτης

Πηγή : https://www.sport-fm.gr