«Σχεδόν αόρατη» του Βασίλη Πέρρου
Φταίει το κακό το ριζικό μας; Το αίμα μας, μες στο οποίο σεργιανούν δεκάδες Κλέωνες; Φταίει η ροπή μας να μαχόμαστε με την πανοπλία των εξερεθισμένων αισθημάτων, όχι του σχετικά νηφάλιου στοχασμού, καθώς και η τάση μας να αποδίδουμε υψηλή συμβολική αξία και στο ταπεινότερο, και να αναβαθμίζουμε έτσι σε «ιερό πόλεμο» ακόμα και τις κατάφωρα συντεχνιακές ή τοπικιστικές αξιώσεις μας; Φταίει ο ανέκαθεν άγριος κομματισμός, που δεν ανέχεται μύγα στο μανιχαϊστικό σπαθί του και συμπαρασύρει στον εθελότυφλο ταλιμπανισμό ακόμα και πολλούς απ’ όσους θα προτιμούσαν να μείνουν με αθόλωτο από τη φανατίνη το μυαλό τους και αδογμάτιστη τη γλώσσα τους; Οι απαντήσεις είναι πολύ περισσότερες από τα ερωτήματα. Οταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι ερωτήσεις μένουν επί της ουσίας αναπάντητες.
Οποιο κι αν είναι το αντικείμενο μιας αντιπαράθεσης –η συνταγματική αναθεώρηση, το μακεδονολογικό, το γλωσσικό, τα αρχαία στην εκπαίδευση, τα σκάνδαλα στην Υγεία, το μισθολογικό των ιερέων κ.ο.κ.–, και όποιος κι αν είναι ο στίβος της αντιπαράθεσης –η Βουλή, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα αμφιθέατρα–, μάλλον με εκτόξευση ασύμπτωτων μονολόγων έχουμε να κάνουμε παρά με διάλογο και συζήτηση. Τα παράλληλα σύμπαντα δεν είναι απλή υπόθεση των αστρονόμων, αλλά δυσάρεστη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, που μόνο τη φιλαυτία ατόμων ή ομάδων εξυπηρετεί. Η συνεννόηση μπορεί να είναι διακηρυκτικός στόχος σχεδόν όλων, η κουλτούρα που απαιτείται όμως είναι είδος εν ανεπαρκεία. Και σίγουρα δεν αντικαθίσταται από το καμάρι ότι σε τούτον τον τόπο γεννήθηκε η τέχνη της πολιτικής αλλά και η τέχνη του λόγου και του διαλόγου. Και; Τέτοια δέντρα το θέλουν το νεράκι τους για ν’ αντέξουν. Δεν αρκεί το καλό χώμα.
Οσα λέγονται υπό μορφήν ισχυρισμών ή επιχειρημάτων στον εκθεατρισμένο δημόσιο διάλογο, ξεδιπλώνονται σε τέσσερα επίπεδα, τα οποία σπανίως τέμνονται. Κι ακόμα πιο σπάνια αλληλοεπηρεάζονται προς θετική κατεύθυνση. Με εντελώς συμβατική ορολογία, τα επίπεδα αυτά είναι: α) το επιστημονικό· β) το πολιτικό (ή μάλλον το κομματικό, αφού η κομματική ρητορική καταβροχθίζει τον πολιτικό λόγο και μόνο τον στρατευμένο αποδέχεται σαν θεμιτό)· γ) «των θιγομένων», είτε για κάποια επαγγελματική κατηγορία πρόκειται είτε για μια πόλη ή περιφέρεια· δ) το «λαϊκό», με τη χαλαρότερη δυνατή σημασία της λέξης, χαλαρός είναι άλλωστε και ο όρος «λαός», χαλάρωσε δε ακόμα περισσότερo αφότου οι πολιτικοί μας άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη αντιλαϊκισμός (για να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους) με τη συχνότητα που λέγεται το «μομέντουμ» σε περιγραφή ποδοσφαιρικού ή μπασκετικού παιχνιδιού.
Στο επιστημονικό επίπεδο, οι γνώστες κάθε θέματος (η γνώση, παρεμπιπτόντως, δεν ισούται με την κατοχή πτυχίων ή αξιωμάτων) αναπτύσσουν τις απόψεις τους μαχητικά μεν, με λογικά επιχειρήματα δε, με ιστορικές αναφορές, διύλιση της βιβλιογραφίας, μεθοδική αντίκρουση των αντίθετων ισχυρισμών. Δεν συμβαίνουν σε πολιτικό κενό όλα αυτά. Πολιτικά όντα είναι και οι συνταγματολόγοι, οι θρησκειολόγοι, οι ιστορικοί, οι φιλόλογοι, οι γιατροί, και οι δημοσιογράφοι βέβαια. Μας ενδιαφέρει λοιπόν ο λόγος εκείνων των ειδημόνων που φανερώνει εξαρχής την αμερόληπτη επιστημοσύνη του και τον απεγκλωβισμό του από δόγματα και κόμματα. Οχι «ο δικός μας».
Τέτοιας ποιότητας λόγος παράγεται πολύς. Και εξαιρετικά ενδιαφέρων. Το είδαμε λ.χ. με τα εμπεριστατωμένα, μετριοπαθή κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά το «προσύμφωνο» πρωθυπουργού – αρχιεπισκόπου. Οποιος είχε όρεξη να διαβάσει και να μάθει, έμαθε. Διάβασαν κι έμαθαν άραγε τα κομματικά στελέχη, όσα κυκλοφορούν στο δεύτερο επίπεδο της όλης αντιπαράθεσης, απολαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο; Δεν φαίνεται πιθανό, παρότι πάντα υπάρχουν πολιτικοί που βγαίνουν και λίγο έξω από το καβούκι της ιδιότητάς τους, από περιέργεια ή φιλομάθεια, ή επειδή τέτοιο είναι το ποιόν τους, και κομίζουν στη δημόσια αντιπαράθεση κάτι ουσιωδέστερο από την ισχυρογνώμονα εγωλατρία τους ή τον κομματικό τους σωβινισμό.
Η ομιλία των περισσότερων εντούτοις αποστρέφεται παγίως τα επιχειρήματα. Ατάκες χρειάζεται. Λογοπαικτικές ή μη. Κι αυτές τούς τις δωρίζει η προκατάληψή τους, η απόλυτη σιγουριά τους. Γιατί ν’ ακούσεις τον ιστορικό, τον γλωσσολόγο, τον θρησκειολόγο και να εκθέσεις σε κίνδυνο τις βεβαιότητές σου; Γιατί να διαβάσεις με προσοχή όσα καταλογίζουν σε στελέχη σου οι αντίπαλοί σου, στα πορίσματά τους, ώστε να ξηλώσεις μία προς μία τις κατηγορίες τους, όταν νιώθεις βέβαιος ότι σου αρκεί να πεις για μυριοστή φορά το κλισέ περί «λάσπης στον ανεμιστήρα»;
Στο επίπεδο «των θιγομένων», αρχισυντάκτης του δημόσιου υπερασπιστικού λόγου τους είναι η οργή, πάντα ιερή. Οποιοι κι αν θίγονται –όντως ή κατά φαντασίαν–, είναι απολύτως βέβαιοι ότι τα αισθήματά τους πρέπει να εκληφθούν σαν αδιάσειστα τεκμήρια, σαν αμάχητα επιχειρήματα. «Αφού εμείς νιώθουμε ότι αδικούμαστε, τι χρεία άλλων μαρτύρων έχουμε;» Η στάση είναι παρόμοια, μα για τους εφημέριους πρόκειται, μα για τους αγρότες κάποιου νομού, μα για πανεπιστημιακούς καθηγητές που καλούνται να πληρώσουν αναδρομικά στην εφορία όσα απέφευγαν να πληρώσουν στην ώρα τους, μα για ιδιοκτήτες κέντρων νυχτερινής ή παραθαλάσσιας διασκέδασης που συλλαμβάνονται να κόβουν μία στις πενήντα αποδείξεις («πιες ένα ποτό ρε αδερφέ κι άσε μας στον καημό μας, το βλέπεις, δεν βγαίνουμε»), μα για «στρατηγικούς κακοπληρωτές», μπαταχτσήδες εξ επαγγέλματος δηλαδή. Ακόμα και κόμματα που τον καιρό της σαθρής ακμής δανείστηκαν από τράπεζες, κυριεύονται από ιερή αγανάκτηση όταν τους υπενθυμίζεται το χρέος τους και αξιώνουν «κούρεμα» ή και ολική διαγραφή των δανεικών.
Στο τέταρτο επίπεδο, «του λαού», διαπιστώνεται ότι μία και μόνη «συμβολή» του στον διάλογο είναι ανεκτή: η παρουσία του δίκην σφήνας στα δελτία ειδήσεων, με την προϋπόθεση ότι θα απαντήσει αυτό ακριβώς που του υπαγορεύει σιωπηρώς ο ερωτών δημοσιογράφος: «χάλια», «δεν πάει άλλο» κ.ο.κ. Περισσεύουν πάντως τα πειστήρια ότι η «κοινή γνώμη» είναι ένας θρύλος, ένα βολικό δημοσκοπικό ή στατιστικό πλάσμα. Με αναρίθμητους πλέον τους πομπούς πληροφοριών, αλλά και με σωρεία τις πλαστές ειδήσεις, που δεν χαλκεύονται για διαδικτυακό καλαμπούρι αλλά για να υπηρετήσουν τη σκληρή προπαγάνδα, ο «μέσος πολίτης», ένα πλάσμα των θρύλων επίσης, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να διακρίνει το ουσιώδες και το γνήσιο μέσα στον θόρυβο που τον κυκλώνει, εξουθενώνοντάς τον ψυχικά και πνευματικά. Για να βρει κάποιο νόημα, κάποια λογική, υιοθετεί –για οτιδήποτε– το σενάριο που του προτείνει το ΜΜΕ της προτίμησής του. Ταυτίζει έτσι το μέρος με το όλον, την εκδοχή με την αλήθεια, τη δανεική άποψη με την προσωπική γνώμη. Πολιτογραφείται σ’ ένα από τα παράλληλα σύμπαντα, με την πίστη πως είναι το μοναδικό. Προσερχόμαστε στην πολιτική όπως στη θρησκεία. Ο,τι απολιτικότερο.
Via : www.kathimerini.gr