Ο Πάνος Δημητρίου, το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς που έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 100 ετών, ήταν ένα από τα σημαντικά πρόσωπα με τα οποία συνομίλησε ο Στέλιος Κούλογλου στην έρευνα του για το έπος, την προδοσία και την τραγωδία της Ελληνικής Αριστεράς και του Εμφυλίου.
Μπήκε στην ΟΚΝΕ το 1933 σε ηλικία 16 ετών όταν τον στρατολόγησε ο Τάκης Νικολαϊδης. Το 1938 συνελήφθη από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά και τα τα βασανιστήρια που υπέστη “ανέβασαν τα αγωνιστικά του προσόντα”. Ποτέ του δεν μίλησε, δεν έδωσε κανέναν, δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας και τελικα εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.
Το Σεπτέμβριο του 1955, στην κοινότητα των πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης ξέσπασαν πρωτοφανείς ταραχές ανάμεσα σε «ζαχαριαδικούς» και «αντιζαχαριαδικούς». Ένας από τους πρωταγωνιστές, που ανήκε στο δεύτερο στρατόπεδο, ήταν ο Πάνος Δημμητρίου. Μάλιστα στις συγκρούσεις που ξεκίνησαν το χάσμα στο ΚΚΕ, ένας οπαδός του Ζαχαριάδη του δάγκωσε και του έκοψε το αυτί.
Στη μεγάλη ρήξη του 1968 στο ΚΚΕ, ο Πάνος Δημητρίου ηγήθηκε της ανανεωτικής πτέρυγας, αρχικά στο εξωτερικό και μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα, το 1974, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ εσωτερικού, ως μέλος της Κ.Ε. και του Ε.Ε. Παρέμεινε ενεργός στο χώρο της Αριστεράς και τα επόμενα χρόνια ως μέλος του Συνασπισμού.
Η μαρτυρία του Πάνου Δημητρίου περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την Ελληνική Αριστερά» (εκδόσεις Εστία).
Το Τvxs δημοσιεύσει σήμερα το τρίτο απόσπασμα.
Έγινε ένα ακτίβ μετά, που πήγε να με διαγράψει. Μαζεύτηκαν 500-1.000 άνθρωποι στην αίθουσα ενός μεγάλου θεάτρου και ο Ζαχαριάδης μου έδωσε το λόγο να κάνω αυτοκριτική. Εγώ αρνήθηκα να κάνω αυτοκριτική και τότε είπε: «Τον ακούσατε τον κύριο Δημητρίου και την άρνησή του να παραδεχθεί το λάθος του για το άρθρο που έγραψε. Προτείνω τη διαγραφή του. Ποιος είναι υπέρ;» Και ήταν το 1/3. «Ποιος είναι κατά;». Δάσος τα χέρια.
«Τι γίνεται;» σκέφτηκα, «είναι δυνατόν να βλέπω τον Ζαχαριάδη σε τέτοια κατάπτωση;» Γιατί εγώ καθόμουν _το γράφω και στο βιβλίο μου_ μπροστά, στις πρώτες γραμμές και μετά την ψηφοφορία, ο Ζαχαριάδης είχε βάλει το κεφάλι του στα χέρια και είπε: «Τελείωσε η συνεδρίαση». Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε έτσι, αποσβολωμένος. Αλλά όσοι τον γνώρισαν ξέρουν ότι δεν ήταν ο τύπος του να το βάλει κάτω. Απλώς κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και συνεπώς έπρεπε να μεταχειριστεί σοβαρότερα μέσα, μη εξαιρουμένης και της βίας βέβαια.
Εκεί πια κατέληξε όλη η υπόθεση. Δεν έγινε ιδεολογικός αγώνας μετά. Έγιναν ξυλοκοπήματα, ξυλοδαρμοί, καταγγελίες ότι όσοι ήταν εναντίον του ήταν εχθροί του λαού και εχθρούς της Σοβιετικής Ένωσης σε τέτοιο βαθμό που και οι Σοβιετικοί αργότερα έφτασαν να πουν: «Και ποιος του έδωσε το δικαίωμα του Ζαχαριάδη να εκφραστεί για το ποιοι είναι φίλοι μας και ποιοι είναι εχθροί μας; Από πού κι ώς πού;».
Άρχισαν τα επεισόδια λοιπόν. Στην αρχή ήταν μικροσυγκρούσεις. Γίνονταν συζητήσεις και κουβέντα την κουβέντα τα πράγματα αγριεύανε αλλά μικροπράγματα. Έμπαιναν στη μέση άλλοι, πιο ψύχραιμοι, και χωρίζανε τους θερμόαιμους. Ήρθε όμως η μοιραία βραδιά. Το είχαν πάρει απόφαση, ήταν παρών ακόμα ο Ζαχαριάδης όταν πήραν αυτή την απόφαση από το κλιμάκιο, γιατί συνεδρίασε ολόκληρο κλιμάκιο της Κεντρικής Επιτροπής εκεί πέρα. Η απόφαση ήταν, αφού δεν μπόρεσαν να πάρουν την πλειοψηφία στην Επιτροπή Πόλης (είχαμε εμείς την πλειοψηφία, ήμαστε 36 κι αυτοί ήταν 3-4 λιγότεροι) να τη διαλύσουν διά της βίας, να την καθαιρέσουν δηλαδή.
Το έργο αυτό το ανέλαβε ο Βλαντάς. Ο Ζαχαριάδης έφυγε για τη Μόσχα και το ίδιο βράδυ ο Βλαντάς πήγε να καταλάβει τα γραφεία. Κινητοποίησε τους μπράβους να καταλάβουν τα γραφεία της οργάνωσης. Εγώ εκείνο το βράδυ είχα φύγει και συνόδευα τη γυναίκα μου, την προηγούμενη γυναίκα μου η οποία πέθανε, να κάνει εγχείρηση καρδιάς στη Μόσχα. Και μάλιστα καθώς έφευγα, ο Βλαντάς έρχεται και μου λέει: «Πού πας;» «Τι θέλεις;» «Θα γυρίσεις;» με ρώτησε. «Θα γυρίσω», του είπα. Δεν ήξερα ότι ήθελε να γυρίσω για να με βάλει κι εμένα στην παγίδα.
Όταν επέστρεψα είχε γίνει το κακό. Είχαν αρχίσει οι ξυλοδαρμοί, είχε μαζευτεί κόσμος, οπαδοί της Επιτροπής Πόλης από τη μια και οπαδοί της ηγεσίας από την άλλη, αλλά μέσα στο πλαίσιο μιας πολύ….., σ’ αυτό το πλαίσιο. Είχαμε εμείς μεγαλύτερη επιρροή σ’ αυτή την πολιτεία, που ήταν και η έδρα της κομματικής επιτροπής. Οι άλλοι μάλιστα τη λέγανε και «Φορμόζα» και την παραλλήλιζαν με τη Φορμόζα που δεν ήταν υπάκουη στην ηγεσία, στην Κίνα. Ο Βλαντάς λοιπόν είχε ειδοποιήσει όλες τις οργανώσεις, τους δικούς του ανθρώπους, και από κάθε οργάνωση όσους μπορούσαν τους κινητοποίησαν και ήρθαν με ξύλα και ό,τι είχαν πρόχειρο. Εγώ είχα γυρίσει εκείνη τη στιγμή, όταν γίνανε αυτοί οι ξυλοδαρμοί. Είχα παρέμβει και τράβηξα τους δικούς μας και τους είπα: «Τι κάνετε;» Ήταν ο Υψηλάντης και αυτοί οι θερμόαιμοι στρατιωτικοί. Είχαν ειδοποιήσει (ποιοι;) εν τω μεταξύ, τους Σοβιετικούς, εκεί στις τοπικές οργανώσεις, ότι κάτι γίνεται εδώ πέρα και μπορεί να γίνουν σοβαρά επεισόδια, ελάτε να διώξουμε τον κόσμο, να υποχωρήσουν. Οι δικοί μας όμως είχαν υποχωρήσει.
Εγώ έμενα στο σπίτι που ήταν τα γραφεία της οργάνωσης, της κομματικής Επιτροπής Πόλης. Είχα εκεί ένα δωματιάκι. Αλλά πού να έμπαινα εκεί μέσα; Δεν μπορούσα, το είχαν καταλάβει αυτοί. Και ζήτησα από τον πρόεδρο της πολιτείας να φιλοξενήσει εμένα, τον Υψηλάντη, την ηγετική ομάδα τη δική μας, ας πούμε.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Δεν πέρασε καμιά ώρα, γίνεται ο χαλασμός. Ορμάει όλος αυτός ο συρφετός, εκατοντάδες άνθρωποι. Μάθανε, πληροφορηθήκανε από τους δικούς τους πού ήμαστε εμείς (οι ηγέτες, ας πούμε), σπάσανε την πόρτα, μπήκαν μέσα και μας τραβήξανε από τα κρεβάτια μας. Μας σύρανε έξω στην αυλή κι εκεί πέσανε πάνω μας σαν τους λύκους. Χτυπούσαν, κλοτσούσαν, έβριζαν. Την ώρα που μας χτυπούσαν, κάποιος από πίσω μου, από τη μανία του, μου δάγκωσε το αυτί και μου έκοψε ένα κομμάτι. Φαίνεται και τώρα, αλλά έχω κάνει εγχείρηση. Σε τέτοιο βαθμό δηλαδή! Πέσαμε κάτω αιμόφυρτοι, χάσαμε τις αισθήσεις μας, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Εγώ πάντως δεν είχα χάσει εντελώς τις αισθήσεις μου, ήταν ο Υψηλάντης δίπλα μου και του είπα: «Υψηλάντη, μην κουνιέσαι, γιατί θα μας αποτελειώσουν χειρότερα».
Εν τω μεταξύ, οι Σοβιετικοί κινητοποίησαν ένα μεγάλο τμήμα από τη Σχολή Αξιωματικών του στρατού και ήρθε και μας πήρε. Μας απέσπασε από τα χέρια τους και ήρθαν τα αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού και μας πήγαν στο νοσοκομείο. Έτσι τελείωσε αυτή η υπόθεση. Τώρα μερικοί λένε γιατί ήταν στα νοσοκομεία μονάχα από τη δική μας παράταξη. Κι εγώ τους λέω: «Είναι αφελές το ερώτημα. Διότι εμάς κοπανήσανε». Τα άλλα επεισόδια που είχαν γίνει ήταν μικροεπεισόδια. Ο ένας ριχνόταν στον άλλο και τα λοιπά. Εκεί έγινε χαμός. Ήταν διακόσια άτομα στα νοσοκομεία.
Αφού αυτή η νύχτα ονομάστηκε «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου»!