Σταδίου, από την Παπαρρηγοπούλου έως τη Χρήστου Λαδά.
Αν ανεβεί κανείς λίγο πιο ψηλά από τη στάθμη των πρώτων ορόφων των κτιρίων, δεν είναι μόνο το φως που αλλάζει αλλά και ο ήχος. Τα πουλιά της Αθήνας φτερουγίζουν πάνω από τη Σταδίου και αυτό το θέαμα, από ένα παρατηρητήριο στη γωνία με την Κοραή, μου έδωσε την εικόνα όσων συμβαίνουν και όσων ακούγονται στην κορυφογραμμή της πόλης. Εστίασα το βλέμμα μου στην καρδιά της οδού Σταδίου, με την πεποίθηση ότι μπροστά μου απλωνόταν ο πιο πυκνός σε αθηναϊκότητα δρόμος. Ενιωσα για λίγο ένας πέτρινος γρύπας, σαν αρχιτεκτονικό ακρωτήρι, σε μια σκεπή. Ακίνητος παρατηρητής.
Ωστόσο, η ακινησία δεν μπορούσε να διαρκέσει, καθώς η ανυπομονησία να διακρίνω από ψηλά τις διάφορες λεπτομέρειες κάθε αγαπημένου κτιρίου με κρατούσε σε εγρήγορση. Η Σταδίου, σαν μια αστική κοιλάδα, φαράγγι της αθηναϊκής ζωής, έρεε και θάμπωνε. Η πλατεία Κλαυθμώνος ανοιγόταν σαν γέφυρα πλοίου. Αριστερά, η Παπαρρηγοπούλου με τις σκεπές του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών. Δεξιά, η Δραγατσανίου, που από ψηλά μού έδωσε την καθαρή εικόνα μιας συμπαγούς Αθήνας του 1955-1960, με πλήρη μέτωπα.
Αλλά το βλέμμα επέστρεφε ανάμεσα στην Παπαρρηγοπούλου και τη Χρήστου Λαδά. Το κάδρο περιέκλεινε τρία ιστορικά κτίρια της Αθήνας, σε παράταξη. Το μεσοπολεμικό που στέγαζε το κατάστημα «Στρογγυλός», με την κάθετη νεωτερική γραμμικότητα του 1925, δίπλα το εκλεκτικιστικό του 1910-1915 που στέγαζε τη Marfin και ακριβώς μετά –από τα τέλη του 19ου αιώνα– το ασκεπές νεοκλασικό διώροφο με το «Αττικόν» και τον «Απόλλωνα». Απέναντι, βεβαίως αν και δεν τα έβλεπα, ένιωθα το «Εσπέρια Παλάς» και το βιβλιοπωλείο «Κάουφμαν». Αχνόφεγγαν ως σκιές. Από ψηλά, δεν μπορούσα να νιώσω την ερημιά των κτιρίων, δεν τα έβλεπα κλειστά, πυρπολημένα ή περιφραγμένα, δεν έφτανε επάνω ο απόηχος όσων συνέβησαν εκεί το 2010 και το 2012. Από ψηλά, οι αιχμηρές γωνίες στρογγύλευαν και γυάλιζαν, σαν αθηναϊκή πατίνα, που ξεγελούσε και που έδινε ένα θέαμα θερμό και οικείο.
Αυτή την Αθήνα αντίκριζα, μια πόλη που τα άλεθε όλα και τα αντανακλούσε σε συνειρμούς και θραυσματικές εικόνες. Είναι ο ιδρυτικός μύθος κάθε πόλης. Η ικανότητα να συντηρεί αυτόνομη σχέση με κάθε κάτοικο, διαβάτη ή περαστικό, να τον αποσπά από το πεζοδρόμιο και να τον τυλίγει με γάζες αναμνήσεων και φαντασιώσεων. Αυτή η άυλη διάσταση της οδού Σταδίου συντηρεί τον μύθο της. Γιατί, αν την περπατήσει κανείς, ουρανοκατέβατος, δίχως τις χωνεμένες καταβολές της κουρνιασμένες σε κόγχες και πόρους, ενδεχομένως να την προσπεράσει σχετικά αδιάφορος και βιαστικός.
Αλλά, ο δρόμος με τις κεραμιδένιες πλαγιές του και τα λοφία του, τις ταράτσες του και την Ακρόπολη σαν στέμμα, «γωνία Παπαρρηγοπούλου και Πραξιτέλους», με έδεσε και πάλι με κάτι που είναι μεγαλύτερο και πιο βαθύ από τη συγκυρία της στιγμής. Ακανόνιστα τα σχήματα των κτιρίων από ψηλά: επταώροφα του 1960, κακογερασμένα αλλά σμιλεμένα πλέον στο ανάγλυφο της Αθήνας, θύμιζαν εικαστικές εγκαταστάσεις. Βυθιζόταν το βλέμμα για να φθάσει τα πιο χαμηλά κεραμοσκεπή νεοκλασικά σπίτια και ανέβαινε και πάλι για ακόμη μία ταράτσα σε κτίριο γραφείων. Αυτή η Αθήνα, ασύντακτη και ατίθαση, μέσα σε έναν κομφορμισμό που συχνά βάραινε και σκοτείνιαζε, ανάσαινε, όμως, με έναν πολύ οικείο ρυθμό. Ηταν κάτι σαν οικογένεια. Σαν κυριακάτικο τραπέζι με μερικές καρέκλες άδειες και μερικά σερβίτσια μείον.
Via : www.kathimerini.gr