του Γεράσιμου Γεωργάτου
Ένα από τα πολιτικά σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό, αφορούσε στο σχηματισμό μιας μεγάλης «ευρωπαϊκής παράταξης», σε αντιπαράθεση με το «λόμπι της δραχμής», δηλαδή μιας παράταξης αποτελούμενης κυρίως από δυνάμεις που αντιτίθενται στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, τη Χρυσή Αυγή και τους ΑΝ.ΕΛΛ, αν και οι τελευταίοι φρόντισαν να διαλυθούν νωρίς.
Το συγκεκριμένο σενάριο θέτει αμέσως τρία ερωτήματα:
Πρώτο: Σε μια τέτοια υποτιθέμενη σύμπραξη, αναιρείται ή όχι η διαχωριστική γραμμή Δεξιάς/Αριστεράς, η οποία δεν έχει πάψει να ισχύει ακόμα και στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης;
Δεύτερο: Ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά στο λόμπι της δραχμής; Χρειάζεται τουλάχιστον συζήτηση.
Τρίτο: Αρκεί η διαχωριστική γραμμή «παραμονή στο ευρώ και την ευρωζώνη, ή έξοδος από την Ευρώπη και το ευρώ» για να θεμελιωθεί η διάκριση και η σύγκλιση των αντίστοιχων δυνάμεων;
Μάλλον όχι.
Η επιλογή παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη, δεν συνεπάγεται αυτονόητα και συναντίληψη του συνόλου των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας και εν γένει της κεντροαριστεράς, για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και το επιδιωκόμενο ευρωπαϊκό μοντέλο. Και επ’ αυτού χρειάζεται ακόμα περισσότερη συζήτηση, που χρήσιμο είναι να την ανοίξουμε, εν όψει και των ευρωεκλογών, το 2014.
Η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ζωτικής σημασίας για κάθε έθνος-κράτος που συμμετέχει σ’ αυτήν, εφόσον θέλει να διασωθεί και να συνεχίσει να υπάρχει ως αναπτυγμένη κοινωνία σε έναν όλο και πιο παγκοσμιοποιούμενο και μεταβαλλόμενο κόσμο. Το παγκόσμιο σύστημα μεταβάλλεται, οι ισορροπίες και οι σχέσεις αναδιατάσσονται και δεν είναι μακριά ο καιρός που, αν η Ευρώπη συνεχίσει να πορεύεται όπως σήμερα, στους G8 δεν θα συμπεριλαμβάνεται καμιά ευρωπαϊκή χώρα, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης. Μόνο μεγάλες ενοποιημένες πολιτικά οντότητες, όπως θα μπορούσε να είναι η Ε.Ε, θα έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν με αντίστοιχα μεγέθη, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία, ο Καναδάς και η Αυστραλία.
Επ’ αυτού, δύο είναι τα υπαρκτά σχέδια και οι κατατεθειμένες προτάσεις, οι οποίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπερβαίνουν την κλασική διαχωριστική γραμμή Δεξιά/Αριστερά και χαράσσουν μιαν άλλη, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, μεταξύ συντηρητικού και προοδευτικού ευρωπαϊσμού.
Ο συντηρητικός ευρωπαϊσμός εμμένει στο διακυβερνητικό μοντέλο της διακρατικής συνεργασίας του οποίου η ανεπάρκεια φάνηκε ήδη από τη Συνθήκη της Νίκαιας, το 2000. Προκρίνει μια Ευρώπη των εθνών-κρατών, αντιστέκεται στην αναγκαία μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικά κοινοτικά όργανα, αντιλαμβανόμενος την Ε.Ε ως διεθνή και όχι ως υπερεθνικό οργανισμό. Συντηρεί έτσι το δημοκρατικό έλλειμμα με την ενίσχυση θεσμικών οργάνων, που αποφασίζουν χωρίς να εκλέγονται και συνεπώς να ελέγχονται δημοκρατικά, με κίνδυνο να οδηγήσουν την Ένωση σε μια «τεχνοκρατική δικτατορία», ευνοώντας έτσι τον ευρωσκεπτικισμό και τις φυγόκεντρες τάσεις, όπως φάνηκε τώρα, την περίοδο της κρίσης. Στο διακυβερνητικό μοντέλο εμμένουν ωστόσο δυνάμεις τόσο της Δεξιάς, όσο και της Αριστεράς, που δεν έχουν απαλλαγεί από το σύνδρομο του εθνοκρατισμού. Επί παραδείγματι, στη χώρα μας, η εντός και εκτός ΝΔ λαϊκή δεξιά και το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ.
Ο προοδευτικός ευρωπαϊσμός προκρίνει το ομοσπονδιακό μοντέλο, δηλαδή μια Ευρώπη των πολιτών, όπου τα έθνη κράτη μεταβιβάζουν μεγάλο μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας προκειμένου να συνεχίσουν να υπάρχουν ως αναπτυγμένα στο σύγχρονο κόσμο. Κατανοώντας ότι το πρόβλημα της Ευρώπης είναι πρωτίστως πολιτικό, προτάσσεται έναντι του οικονομικού.
Η συμμετοχή, ο έλεγχος και το ενδιαφέρον των πολιτών, είναι ζωτικής σημασίας, συνεπώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να μετεξελιχθεί σε εκλεγμένη Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση, οι Επίτροποι σε Υπουργούς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να αποκτήσει το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας, ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή οι Σύνοδοι Κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, δεν θα έχουν ρόλο σε ένα μη διακυβερνητικό μοντέλο.
Επιπλέον και πολύ σημαντικό, η Ένωση θα εκπροσωπείται με μία ενιαία και ισχυρή φωνή στους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει. Ο δε Πρόεδρος της Ε.Ε θα πρέπει να εκλέγεται, ανάλογα με την πλειοψηφία, από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ή με καθολική ευρωπαϊκή ψηφοφορία, οι δε ευρωεκλογές να διεξάγονται με διεθνικές λίστες ευρωπαϊκών κομμάτων, με συγκεκριμένα και αντιπαρατιθέμενα προγράμματα, ώστε να μην αποτελούν επανάληψη της εγχώριας κλοτσοπατινάδας.
Έτσι αποφεύγεται και ο κίνδυνος της «τεχνοκρατικής δικτατορίας» αφού ο κοινός προϋπολογισμός, η κοινή φορολογία, η κοινή αντιμετώπιση του χρέους, οι μηχανισμοί στήριξης, κ.λπ., τίθενται υπό δημοκρατικό έλεγχο, ως στοιχεία μιας κοινής ομοσπονδιακής πολιτικής και όχι ως μέσο άσκησης εξουσίας των ισχυρότερων επί των πιο αδύναμων κρατών, όπως συμβαίνει σήμερα.
Το ομοσπονδιακό μοντέλο προκρίνεται και αυτό τόσο από δυνάμεις της Δεξιάς, όσο και της Αριστεράς, που δεν διακατέχονται όμως από τα συντηρητικά αντανακλαστικά του εθνοκρατισμού και έχουν αντιληφθεί τα σύγχρονα και παγκόσμια διακυβεύματα. Επί παραδείγματι, στη χώρα μας, η εντός και εκτός ΝΔ φιλελεύθερη κεντροδεξιά και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ.
Το γεγονός ότι ο σοσιαλιστής Ολάντ παραμένει υπέρμαχος του διακρατικού μοντέλου, σύμφωνα με τη γαλλική γκωλική παράδοση, ενώ ο συντηρητικός Σόιμπλε προκρίνει το ομοσπονδιακό μοντέλο διευκολυνόμενος από τη γερμανική παράδοση, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπέρβασης των κλασικών διαχωριστικών γραμμών, όταν πρόκειται για την ευρωπαϊκή κλίμακα.
Συνεπώς και στη χώρα μας, οποιαδήποτε σύγκλιση και συμπόρευση πολιτικών δυνάμεων στη βάση του ευρωπαϊσμού, δεν μπορεί να αποφύγει τη συζήτηση με το συγκεκριμένο ερώτημα: «Με τον διακρατικό ή με τον ομοσπονδιακό ευρωπαϊσμό;» Η ΔΗΜ.ΑΡ., με βάση τα συνεδριακά της κείμενα, έχει ήδη τοποθετηθεί. Φυσικά, υπέρ του ομοσπονδιακού μοντέλου.
Οι περισσότερες από τις παραπάνω σκέψεις δεν διεκδικούν κάποια πρωτοτυπία. Καταγράφονται ή απορρέουν από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο των Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και Γκυ Φερχόφσταντ, «Ξύπνα Ευρώπη», που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε 14 ευρωπαϊκές χώρες και εδώ από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ένα μανιφέστο όχι απλώς για την Ευρώπη που θα θέλαμε, αλλά για την Ευρώπη που έχει καταστεί αναγκαία, όπως τονίζουν και οι ίδιοι.
*Ο Γεράσιμος Γεωργάτος είναι μέλος της Ε.Ε της ΔΗΜ.ΑΡ, υπεύθυνος για την ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική.
Via : www.metarithmisi.gr