Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τον καπιταλισμό, όχι όπως μας παρουσιάζεται, ως ένα παντοδύναμο οικονομικό σύστημα, αλλά, αντίθετα, ως ένα σύστημα εκμετάλλευσης ανάμεσα σε άλλα, και ως ένα φαντασιακό που συσκοτίζει οτιδήποτε διαφορετικό μπορεί να εμφανίζεται στην οικονομία και την κοινωνία;
Οι Κάθριν Γκίμπσον και Τζούλι Γκράχαμ, δυο φεμινίστριες οικονομικές γεωγράφοι, έγιναν γνωστές ερευνώντας και γράφοντας μαζί, ως μία, με το ψευδώνυμο J. K. Gibson-Graham, σχετικά με οικονομικές ιδέες και πρακτικές, οι οποίες είναι εναλλακτικές του καπιταλισμού.(*)
Η Γκίμπσον-Γκράχαμ ξεκινάει από την παραδοχή ότι η λειτουργία της οικονομίας δεν στηρίζεται μόνο στην υλική παραγωγή των αγαθών που έχει ανάγκη μια κοινωνία, αλλά και σε μια αντίληψη για την οικονομία και την κοινωνία: σύμφωνα με αυτήν, έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τον καπιταλισμό ως τον κυρίαρχο τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, σχεδόν ως φυσικό φαινόμενο, και από την άλλη τις μη καπιταλιστικές δραστηριότητες, όπως αυτές που για παράδειγμα κυριαρχούν σε ένα νοικοκυριό, στην άτυπη οικονομία, ή σε εναλλακτικά εγχειρήματα, ως κατώτερες και αδύναμες να επιβιώσουν.
Το επιχείρημά της είναι ότι οι εναλλακτικές οικονομικές πρακτικές δεν είναι καθόλου ασήμαντες, το αντίθετο μάλιστα: είναι παντού γύρω μας και μάλιστα παράγουν τουλάχιστον το μισό παγκόσμιο προϊόν! Εάν καταφέρουμε να τις αναγνωρίσουμε στο σύνολό τους, τότε κάνουμε ένα πρώτο βήμα προς μια διαφορετική οικονομία.
● Σε όλα σας τα βιβλία, ήδη από το 1996 και την έκδοση του «Το τέλος του καπιταλισμού –Οπως τον ξέραμε», μετά με το «Μια μετακαπιταλιστική πολιτική» μέχρι και το «Take Back the Economy» («Ανακτήστε την οικονομία», 2013), αναπτύσσετε τη θεωρία των ποικίλων οικονομιών. Τι μπορούμε να μάθουμε από μια τέτοια ερευνητική πορεία, 20 χρόνια μετά την αφετηρία της, και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει δυναμικά την εμφάνισή τους μια σειρά από εναλλακτικά εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας;
Το επιχείρημά μας ήταν να αναπτύξουμε στρατηγικές που να μπορούν να «αναγνωρίσουν» την εναλλακτική οικονομία και να αναπαραστήσουν την ποικιλία στην οικονομική δραστηριότητα και, με βάση αυτή τη νέα πραγματικότητα που θα αποκαλυφθεί, να αποφασίσουμε τι είδους οικονομία θέλουμε να χτίσουμε και με ποιο τρόπο θα το καταφέρουμε.
Στην Ελλάδα αυτή η λογική θα χρησίμευε ως ένα πλαίσιο που θα μας έκανε να καταλάβουμε όλα αυτά τα πειράματα, τις στρατηγικές επιβίωσης και τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας όχι απλώς ως αντιδράσεις στην κρίση, αλλά ως την αφετηρία μιας διαφορετικής δραστηριότητας σχετικά με την οικονομία. Η πρόκληση θα είναι μετά να τα συνδέσουμε μεταξύ τους.
● Πολλοί αναρωτιούνται, ωστόσο, μήπως η επιστροφή στην «κανονικότητα» και σε ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας σήμαινε και την επιθυμία των ανθρώπων να επιστρέψουν σε συνήθειες που είχαν πριν.
Ναι, συμφωνώ. Η δική μας λογική είναι ότι ακόμα και σε μια κοινωνία στην οποία δεσπόζει ο καπιταλισμός, ήδη υπάρχει οικονομική διαφορετικότητα, η οποία όμως παραμένει αόρατη, δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε.
Κάτι επίσης χρήσιμο, λοιπόν, θα ήταν να κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο, και να δούμε τι από όλα αυτά που αναδύθηκαν υπήρχε ήδη, και παρ’ όλα αυτά, μας το παρουσίασαν ως «κρίση» του καπιταλισμού, και να προσπαθήσουμε να τα καταλάβουμε καλύτερα.
Τώρα που άλλαξε η αντίληψή μας για το τι είναι πιθανό να συμβεί και τι μπορούμε να καταφέρουμε εμείς οι ίδιοι, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε πέρα από τομές και κρίσεις και, αντίθετα, να εστιάσουμε την προσοχή μας στις συνέχειες και τι από ό,τι συνέβη επιθυμούμε να διατηρήσουμε και, με βάση αυτό, να οικοδομήσουμε κάτι διαφορετικό.
Αλλά να δημιουργήσουμε και την επιθυμία γι’ αυτό – δεν αμφισβητεί κανείς ότι με όσα επέφερε η «κρίση» πολλές ομάδες ανθρώπων άλλαξαν γιατί αναγκάστηκαν, όχι γιατί το θέλησαν. Αλλά συνδέθηκαν μεταξύ τους με έναν διαφορετικό, κοινό τρόπο ζωής, κι έτσι αντιστάθηκαν στην αποξένωση που είναι η κανονική συνθήκη για τους ανθρώπους μέσα στον καπιταλισμό. Ετσι, μπορεί να γίνουν το όχημα προς ένα διαφορετικό μέλλον.
● Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά το 2015, παρατηρήθηκε μια στροφή της κινηματικής δραστηριότητας από διαμαρτυρίες στον δρόμο –όπως μαζικές πορείες και απεργίες– σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε γειτονιές, όπως συλλογικές κουζίνες και κοινωνικά ιατρεία, οι οποίες ανέπτυξαν δραστηριότητες με άξονα τη φροντίδα και τα κοινά. Πολλοί θεωρούν, ωστόσο, πως αυτή η στροφή σημαίνει και μια ύφεση του «κινήματος», αφού συνδέεται με μια αίσθηση των πολιτών ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν.
Ολα αυτά είναι μέρος της κινηματικής διαδικασίας, δεν θεωρώ ότι το ένα είναι πιο αναγκαίο από το άλλο. Το βασικό είναι να βρούμε ποιο από αυτά στη δεδομένη στιγμή μπορεί να ενσωματώνει όλο και περισσότερους ανθρώπους και πρακτικές που δεν χωρούν αλλού.
Γιατί ακόμα και η αλληλέγγυα οικονομία καμιά φορά μπορεί να λειτουργήσει σαν σύνορο και να θέσει πολύ αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα, π.χ., στις κολεκτίβες και τις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Δεν χρειαζόμαστε πια μια τέτοιου είδους λογική, που να αποκλείει και να βασίζεται σε δίπολα. Αυτό αναφέρεται σε μια αριστερή πολιτική που ανήκει στο παρελθόν, η οποία μπορεί να ξεκαθαρίζει κάποια πράγματα και να μας κάνει να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς δίπλα στους «δικούς μας» ανθρώπους, αλλά τελικά μας αποσπά την προσοχή από την κοινωνική αλλαγή, είναι αποθαρρυντική. Γιατί ορίζει τον εαυτό σου ενάντια στον άλλον. Ενώ εν τέλει δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος να φτάσουμε στον σοσιαλισμό ή σε όποιο είναι το μέλλον που επιθυμούμε.
Αναγκαστικά θα υπάρξουν πολλές διαφορετικές στρατηγικές και δράσεις για να το καταφέρουμε. Αρα, μέλημά μας, πρέπει να είναι να χτίσουμε παραγωγικές συνδέσεις μεταξύ αυτών των δράσεων και να φτιάξουμε ένα κοινό λεξιλόγιο, αντί να αναλωνόμαστε σε προστριβές για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να γίνονται τα πράγματα.
● Υπάρχει, ωστόσο, μια αλήθεια στην παραδοχή ότι βιώνουμε μια πτώση της διαμαρτυρίας: ο κόσμος έχει κουραστεί, και συγκεκριμένα οι άνθρωποι αυτοί που εμπλέκονται σε κινήματα. Ακόμα κι αν κατανοούμε ότι η «κρίση» δεν άρχισε μια συγκεκριμένη μέρα ούτε τελείωσε μια άλλη, στην καθημερινότητα η αίσθηση είναι ότι βιώνουμε κάτι επείγον που πρέπει να αντιμετωπιστεί και κάποια στιγμή θα τελειώσει. Και εξαντλούμαστε περιμένοντας να φτάσει στο τέλος του.
Αυτό είναι το πρόβλημα με την αφήγηση για την κρίση, ότι συνδέεται με μια αφήγηση σωτηρίας, που προϋποθέτει μια αρχή κι ένα τέλος: θα διεκδικήσουμε αυτή την αλλαγή, έτσι θα γιατρευτούμε, και μετά δεν θα υποφέρουμε άλλο.
Αυτή είναι μια παγίδα του δυτικού πολιτισμού, αφού πάντα μεταθέτει για την επόμενη μέρα τη φροντίδα για τον εαυτό και τη διόρθωση πραγμάτων που δεν λειτουργούν πια, αντί να ενσωματώνει αυτές τις διαδικασίες μέσα στην καθημερινότητα όλων των ανθρώπων.
Αλλά δεν μπορεί να γίνει έτσι, πρέπει όλοι, και πόσο μάλλον όσοι εμπλέκονται σε κινηματικές δραστηριότητες, να υιοθετήσουμε τελετουργίες που να είναι γενναιόδωρες προς τους εαυτούς μας, δηλαδή πρακτικές που να επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και όπου οι άνθρωποι θα μοιράζονται ιστορίες και εμπειρίες με τρόπο που δεν θα είναι επικριτικός· δεν θα κρίνουν ούτε θα κρίνονται και, έτσι, θα ξεκουράζονται.
Αν νιώσεις την ανάγκη να κάνεις κάτι να αλλάξουν τα πράγματα γύρω σου, τότε πρέπει να είσαι συνεχώς δραστήριος και η πίεση μπορεί να γίνει αφόρητη.
Πώς φροντίζουμε τους εαυτούς μας σε τόσο εξαντλητικές συνθήκες; Είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να εξαντλούνται και να περιμένουν έπειτα από κάποιο σημείο πότε θα επιστρέψουν στα σπίτια τους.
● Στα βιβλία σας μαθαίνουμε για όλα αυτά τα παραδείγματα μη καπιταλιστικών οικονομιών σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, αλλά μοιάζει να απουσιάζει κάθε φορά ο ρόλος του κράτους. Δεν είναι σημαντικό να αναπτύσσουμε συγκεκριμένες στρατηγικές απέναντι, για παράδειγμα, σε έναν κρατικό μηχανισμό που ενσωματώνει προσπάθειες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και άλλες σε έναν που τις καταστέλλει;
Αυτή είναι μια ανοιχτή ερώτηση που οφείλουμε κάθε στιγμή να θέτουμε και να διερευνούμε. Μου φαίνεται ουσιοκρατικό να θεωρούμε προκαθορισμένο ότι το κράτος θα αφομοιώσει οποιοδήποτε εγχείρημα και θα το μετασχηματίσει σε κάτι ζοφερό. Αντίθετα, αν δούμε το κράτος σαν μια αρένα μάχης και διαπραγμάτευσης, τότε εμφανίζονται μια σειρά από ανοιχτές πιθανότητες και διαφορετικές στρατηγικές κινήσεις που οφείλουμε να κάνουμε.
Αν δούμε το κράτος από μια queer οπτική, τότε θα πάψουμε να το καταλαβαίνουμε ως ένα κλειστό, συμπαγές πράγμα, αλλά θα το δούμε όπως είναι, σαν μια ρευστή κατάσταση, που εμπερικλείει ένα σωρό ετερογενή πράγματα, διαφορετικές πολιτικές, τμήματα, διοικήσεις, υπαλλήλους, πολιτικούς.
Γιατί ακόμα κι αν σκοπός μας είναι οι αποκεντρωμένες οικονομίες της κοινότητας που δεν θα θέλουν να έχουν καμία σχέση με το κράτος, την ίδια στιγμή μπορεί να επιθυμούμε κι ένα κράτος που να μπορεί να σκεφτεί, να αντιπροσωπεύσει και να μην παλεύει καθημερινά ενάντια σε τέτοιες πρωτοβουλίες – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμείς θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε ενάντια στους θεσμούς, που καταλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό από λόμπι και ομάδες συμφερόντων.
Αλλά και η αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να είναι μια ομάδα συμφερόντων που να θέλει να επηρεάσει μέρος των θεσμών για να πετύχει όσα θέλει.
* Το ερευνητικό πρόγραμμα της Γκίμπσον-Γκράχαμ βασίζεται στα βιβλία των δύο γυναικών «The End of Capitalism – As We Knew It» (Το τέλος του καπιταλισμού – Οπως τον ξέραμε, 1996) και «A Postcapitalist Politics» (Μια μετακαπιταλιστική πολιτική, 2006). Για μια παρουσίαση του έργου τους στα ελληνικά, δείτε το βιβλίο των Κ. Ι. Καβουλάκου και Γ. Γριτζά (2015), «Εναλλακτικοί οικονομικοί και πολιτικοί χώροι». Η Γκράχαμ πέθανε το 2010, ενώ η Γκίμπσον συνεχίζει να ερευνά και να γράφει.
** Η Χαρά Κούκη είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Durham, διδάσκουσα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και μέλος του Open Lab Athens (https://www.olathens.org/el/).
Via : www.efsyn.gr