Θανάσης Γκότοβος
Το να ανεβαίνεις στο λεωφορείο και να αποφεύγεις να καθίσεις σε άδεια θέση δίπλα σε κάποιον με ασιατική ή αφρικανική προέλευση, μόνο λόγω προέλευσης, είναι ρατσισμός. Το να μη συγκινείσαι ερωτικά από κάποιο πρόσωπο ασιατικής ή αφρικανικής καταγωγής μόνο επειδή το σώμα του δεν ταιριάζει στο «δυτικό πρότυπο», είναι ρατσισμός. Το να διαλύεις τη σχέση σου με κάποιο πρόσωπο που αγάπησες μόνο επειδή έμαθες ότι έχει τσιγγάνικη ή τούρκικη καταγωγή, είναι ρατσισμός. Το να πιστεύεις ότι οι Τούρκοι, οι Τσιγγάνοι, οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες έχουν ο καθένας διαφορετικό αίμα ή DNA, είναι «επιστημονικός» ρατσισμός.
Το να πιστεύεις, ακόμα, ότι μέσα στο διαφορετικό «αίμα» των Ελλήνων, των Τούρκων ή των Τσιγγάνων κρύβονται διαφορετικοί εθνικοί χαρακτήρες, είναι προωθημένος επιστημονικός ρατσισμός. Το να πιστεύεις ότι ορισμένοι από τους τύπους αυτούς ανθρώπων, όπως λ.χ. οι Τσιγγάνοι και οι Εβραίοι, πρέπει να μεταφερθούν στη Μαδαγασκάρη ή να «εξουδετερωθούν» μαζικά στο Άουσβιτς, είναι διοικητικός ρατσισμός τύπου Χίμλερ.
Υπάρχει, λοιπόν, ο ρατσισμός λόγω διαφορικής προτίμησης ερωτικού συντρόφου, όπου από τη σκοπιά που προσώπου που έλκεται δεν έχουμε όλοι οι υποψήφιοι την ίδια αξία, λόγω οικονομικής θέσης, ηλικίας, σωματικής κατασκευής, χαρακτήρα, φυλής, θρησκείας, εθνότητας ή φύλου ή κάποιου συνδυασμού όλων αυτών. Αυτός είναι ο συνηθισμένος ρατσισμός, “seen but unnoticed” όπως θα έλεγε ο αμερικανός κοινωνιολόγος Harold Garfinkel. Πολύ διαδεδομένος και κοινός, για να καταγραφεί στη συνείδησή μας ως τέτοιος.
Υπάρχει μετά ο υπόγειος, ο εσωτερικός ρατσισμός, που δεν εκφράζεται παρά μόνο συμβολικά απέναντι στο θύμα: απαξιωτικά βλέμματα, αλλαγή θέσης στο μετρό, εσωτερικοί μονόλογοι και μουρμουρίσματα για το πόσοι ξένοι έχουν έρθει στην πόλη, έκφραση ενόχλησης για τις πολλές ξένες γλώσσες που ακούγονται στη multi-kulti πρωτεύουσα, αλλά μόνο σε στενό κύκλο προσώπων στο σπίτι ή στο καφενείο.
Υπάρχει, βεβαίως, και ο πρωτόγονος ρατσισμός. Αυτός είναι κοινωνικά ορατός και κατά κανόνα εκφράζεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ο παράνομος αποκλεισμός κάποιου προσώπου από κάτι που δικαιούται, όπως λ.χ. η άρνηση εγγραφής στο σχολείο ενός μαθητή με τσιγγάνικη προέλευση, από το φόβο μήπως η εγγραφή δημιουργήσει προηγούμενο να εγγραφούν και άλλοι μαθητές από τον καταυλισμό. Ο άλλος είναι η απειλή χρήσης βίας ή η άσκηση βίας με σκοπό την παρεμπόδιση της απλής φυσικής παρουσίας κάποιου «ανεπιθύμητου ξένου» σε μια περιοχή ή για την παρεμπόδιση μιας δραστηριότητας, νόμιμης ή παράνομης, χωρίς όμως να παρεμποδίζεται η ίδια δραστηριότητα όταν αυτή εκδηλώνεται από «δικούς μας».
Ας πάμε τώρα στους ρατσισμούς που είναι ενσωματωμένοι στο ίδιο το σύστημα και που, για το λόγο αυτό, σπάνια διακρίνονται ως τέτοιοι. Και αν βρει κάποιος μια χώρα και μια κοινωνία όπου τέτοιοι ρατσισμοί δεν υπάρχουν, ας ετοιμαστούμε για την αντιγραφή του μοντέλου εις τα καθ’ ημάς το συντομότερο…
Το καλύτερο είναι να ξεκινήσουμε με τον ταξικό ρατσισμό, σύμφωνα με τον οποίο αν ανήκεις στην οικονομική και την πολιτική ελίτ, δικαιούσαι να κρατάς το πόπολο – τους κατώτερους και τους παρακατιανούς από τη σκοπιά της τάξης σου – μακριά από τον πλούτο (σε αγαθά και υπηρεσίες) που παράγει η κοινωνία και να ρυθμίζεις τη ροή και την κατανομή του προς όφελος της κάστας ή της τάξης σου. Το αποτέλεσμα είναι άλλοι να αποκτούν αμύθητες περιουσίες και αγαθά, και άλλοι να πεθαίνουν της πείνας, άλλοι να απολαμβάνουν χωρίς αναστολές ή ενοχές τη χλιδή που τους εξασφαλίζει η ταξική τους θέση, και άλλοι να κοιμούνται στο πεζοδρόμιο ή να αυτοκτονούν από ντροπή. Πώς λέγεται, πάλι, αυτή η διάκριση των golden boys της golden κάστας; Ρατσισμός, μήπως; Όχι, επισήμως ονομάζεται αξιοκρατία – η αξιοκρατία του 1% – και προστασία της περιουσίας. Ο καθένας ανεβαίνει με τα προσόντα του και η κοινωνική πυραμίδα διαμορφώνεται με «φυσικό» τρόπο. Οι πολύ ικανοί στην κορυφή, οι σκάρτοι στη βάση.
Περνάμε μετά στο ρατσισμό της στρατιωτικής ισχύος, όπου οι έξυπνες βόμβες των έξυπνων στρατών που ρίχνονται στο Βελιγράδι, τη Βαγδάτη, την Καμπούλ ή την Τρίπολη δολοφονούν μη-έξυπνους αθώους ως παράπλευρες απώλειες, πριν βρουν τους Μπιν Λάντεν, αλλά και μετά. Για να μην πάμε στα ατομικά όπλα που είναι η πεμπτουσία του ρατσισμού. Εκεί, στη Χιροσίμα και στις Χιροσίμες του μέλλοντος, όχι απλώς απορρίπτεσαι ως φίλος ή ερωτικός σύντροφος επειδή είναι Ιάπων ή κάτι τέτοιο, όχι απλώς δεν εγγράφεσαι στο σχολείο για τον ίδιο λόγο, όχι μόνο χάνεις την πραμάτεια σου επειδή ο πάγκος όπου την εκθέτεις είναι παράνομος, όχι μόνο οφείλεις να εγκαταλείψεις την περιοχή που μένεις για να γίνει «καθαρή» από τους ομοίους σου, αλλά εκτελείσαι χωρίς προειδοποίηση επειδή είσαι αυτός που είσαι, και ως τέτοιος ανήκεις στους εχθρούς του κράτους που στέλνει εναντίον σου το βομβαρδιστικό.
Και τι πιο επίκαιρο, από το να κλείσουμε με τον διακρατικό πολιτικό, οικονομικό και δημοσιογραφικό ρατσισμό. Για κάποιο λόγο η δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική ελίτ της χώρας σου υπήρξε για μεγάλο διάστημα ως συλλογικότητα ανίκανη ή διεφθαρμένη ή και τα δύο. Με αποτέλεσμα η χώρα να συρθεί από τις «αγορές» ένα βήμα πριν την οικονομική καταστροφή και να είναι απαραίτητη μια εξωτερική παρέμβαση – δάνεια – προκειμένου να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική, κοινωνική και πολιτική τραγωδία. Η παρέμβαση γίνεται, όμως είναι τέτοια που εξοντώνει όχι την ελίτ, αλλά το πόπολο, αυτούς που υποτίθεται ότι «τα φάγανε» μαζί με την ελίτ. Για παιδαγωγικούς λόγους. Κάτι σαν την τιμωρία που επέβαλαν παλιά οι δάσκαλοι, όταν δυο-τρεις φασαριόζοι δημιουργούσαν επεισόδιο στο σχολείο και έπρεπε μετά να τιμωρηθεί όλη η τάξη προς παραδειγματισμόν…
Καλές οι πρωτοβουλίες για την ανάσχεση του ρατσισμού, αλλά φοβούμαι μάταιες. Διότι δεν υπάρχει «ο ρατσισμός», με συγκεκριμένο πρόσωπο και συγκεκριμένο φορέα, ώστε να απομονωθεί και να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά. Υπάρχουν πολλοί ρατσισμοί. Η απόφαση να γίνει ο μέσος Έλληνας πιο ανταγωνιστικός δια της μεθόδου της φτώχειας, είναι ένας από αυτούς. Και όποιος είναι ολίγον αντιρατσιστής, δύσκολα θα μπορέσει να πείσει για την ειλικρίνεια της πρωτοβουλίας του. Διότι, όπως υπάρχουν ρατσιστικές προκλήσεις για να δημιουργηθεί δημοσιότητα και μέσω αυτής πολιτικό ρεύμα, έτσι υπάρχουν και αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες με συγκεντρώσεις υπογραφών και τα συναφή που στοχεύουν, πρωτίστως, στη φιλοτέχνηση του προφίλ του φορέα τους σε καιρούς χαλεπούς για φορείς. Αλλά, αν μέσα στην πρωτόγνωρη κρίση που περνά ο τόπος δεν αφήσουμε τα παλιά κόλπα και δεν μάθουμε να μιλάμε με ειλικρίνεια, δεν ξέρω πότε θα το μάθουμε.
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.
Via : www.aixmi.gr