Τα επόμενα χρόνια ο Μελάς είναι μια μάλλον γραφική φιγούρα της αθηναϊκής καλής κοινωνίας. Ακρως ευέξαπτος, παρελαύνει στις εφημερίδες ως πρωταγωνιστής δύο τουλάχιστον μονομαχιών, στις οποίες κάλεσε ο ίδιος τους αντιπάλους του: τον φοιτητή της Νομικής Δ.Κ. Λεόντιο (3/7/1903) και τον συνάδελφο και συνταξιδιώτη του στη Μακεδονία, Γεώργιο Κολοκοτρώνη (27/5/1904). Η νευρικότητά του εξηγείται πιθανόν από τα οικονομικά προβλήματά του μετά τον θάνατο του πατέρα του, που τον εξόρισαν από το Κολωνάκι στην Κηφισιά.
«Η Νάτα έχει πολλάς χρηματικάς δυσκολίας και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα», ενημερώνει επ’ αυτού τον Ιωνα η Εφη Καλλέργη (21/10/1903). «Οπερ δύσκολον διότι ήτο πάντοτε συνηθισμένη, καθώς και ο Παύλος, να εξοδεύουν χωρίς να σκέπτονται. Τους λυπούμαι και τους δυο διότι δεν φαντάζεσαι πόσον ο Παύλος είναι απελπισμένος με τον εαυτόν του και ρίπτει όλα τα σφάλματα εις την ράχην του»(Αρχείο Ι. Δραγούμη, φ.ΙΒ/5, εγγρ.4).
Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, Μελάς και Δραγούμης με μια παρέα πρώην εταίρων της «Ε.Ε.» βάζουν τα θεμέλια για την ένοπλη ελληνική επέμβαση στη Μακεδονία κατά του αντιοθωμανικού αντάρτικου των κομιτατζήδων. Η αλληλογραφία τους δεν αφήνει ωστόσο την παραμικρή αμφιβολία ότι πραγματικό κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός τους δεν ήταν τόσο ο αλύτρωτος Ελληνισμός όσο οι υπουργικοί διάδρομοι της Αθήνας. Τα σχετικά τεκμήρια έχουν δημοσιευθεί σε παλιότερο «Ιό» (9/11/2013), οπότε δεν χρειάζεται ν’ αναπαραχθούν εδώ.
Υπενθυμίζουμε, απλά, πως ο Ιων αποκαλεί τον τελικό στόχο τους «πραξικόπημα», με σκοπό την απαλλαγή από τη «σιχαμερή λάσπη [του] κοινοβουλευτισμού» και την κατάληψη της εξουσίας (με την πλάτη του στρατού) από «την δική μας Κυβέρνησιν». Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν, σε τελική ανάλυση, παρά το όχημα για τον αυταρχικό μετασχηματισμό των εθνικών μετόπισθεν: «πρέπει να κάνωμε ένα πραξικόπημα τη στιγμή που θα είναι αναγκαίο, είτε να ριχτούμε επί των Βουλγάρων, είτε να καταλάβωμεν την χώραν που μας ανήκει».
Αδιερεύνητη παραμένει η ακριβής εμπλοκή της Γερμανίας, την οποία υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς στις δικές του αναμνήσεις ο βενιζελικός ήρωας της Πηνελόπης Δέλτα, καπετάν Νικηφόρος («Ο ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας», Αθήναι 1964, σ.24). Η ανάληψη από το ελληνικό κράτος «αστυνομικής δράσης» στην οθωμανική επικράτεια, με σκοπό την προσωρινή σταθεροποίηση του εκεί καθεστώτος που είχε κλονιστεί από την πρόσφατη εξέγερση του Ιλιντεν, ταίριαζε πάντως γάντι με τη γερμανική πολιτική εκείνων των χρόνων.
Ο μηχανισμός που οργάνωσε και καθοδήγησε τον Μακεδονικό Αγώνα ταυτιζόταν επίσης σε επίπεδο προσώπων με τις τότε άκρες του Βερολίνου στο ελληνικό βασίλειο: συντονιστής της όλης προσπάθειας ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος, το δε ημιεπίσημο όργανο του Μακεδονικού Κομιτάτου («Εμπρός») μνημονεύεται από τον Γερμανό πρέσβη ως «η εφημερίδα της [πολεμικής βιομηχανίας] Κρουπ».
Σ’ ένα οικογενειακότερο επίπεδο, διερεύνηση χρειάζεται επίσης ο ρόλος της Ναταλίας ως αφανούς καθοδηγήτριας τόσο του συζύγου όσο και του μικρού της αδερφού, όπως διαπιστώνουμε από τη μεταξύ τους αλληλογραφία.
«Η Νάτα απαιτεί ξεμπέρδεμα Τσακαλάρωφ», ενημερώνει λ.χ. στις 26/4/1903 από την Αθήνα ο Μελάς τον Ιωνα, υποπρόξενο τότε στο Μοναστήρι· ο λόγος για τον Βασίλ Τσακαλάροφ, τον επίφοβο οπλαρχηγό της ΕΜΕΟ που αποτελούσε το τοπικό (και τοτεινό) ισοδύναμο του δικού μας Βελουχιώτη.
Η απάντηση του παραλήπτη (13/5/1903) είναι ακόμη πιο εύγλωττη: «Διά τον Τσακαλάρωφ προσπαθώ να εκτελέσω την επιθυμία της Νάτας, που είναι και δική μου. Είχαμε μάθει πως τον σκότωσε ο στρατός αλλά δεν είναι αλήθεια. Θα εξοδέψω χρήματα για τον φόνον του» («Τα Τετράδια του Ιλιντεν», σ.87 & 113).
Το «έπος» του Μίκη Ζέζα
Η δράση του Μελά στη Μακεδονία, που κατέληξε στον θάνατο και την ηρωοποίησή του, περιλαμβάνει δύο «εισβολές», συνολικής διάρκειας 10 εβδομάδων, από τα σύνορα μέχρι την Πρέσπα και μια ολιγοήμερη ενδιάμεση «ιδιωτική» επίσκεψή του στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα − όλες μέσα στο 1904. Οσο για την πολεμική του δράση, αυτή περιορίστηκε σε μία και μοναδική, άδοξη συμπλοκή.
◈ Στην πρώτη, διερευνητική αποστολή (29/2-30/4) μετείχαν 4 αξιωματικοί μ’ επικεφαλής τον Αναστάσιο Παπούλα, μετέπειτα αρχιστράτηγο στη Μικρασία. Ο Μελάς ήταν το νεότερο και λιγότερο σημαντικό μέλος της· στη μέση της διαδρομής ανακλήθηκε μάλιστα στην Αθήνα (23/3), καθώς με την ενθουσιώδη φλυαρία του είχε καρφωθεί στην τουρκική πρεσβεία. (Η επαγρύπνηση δεν ήταν το φόρτε του: στις 19/9 θα εγκαταλείψει την κάπα του με ενοχοποιητικές επιστολές του προξένου στο Μοναστήρι -και μπατζανάκη του- Δημητρίου Καλλέργη, προκαλώντας την ανάκλησή του στην Αθήνα.) Με οδηγούς τον πρώην κομιτατζή Κότε Ρίστοφ Σάροφσκι («καπετάν Κώττα») και τους συντρόφους του, οι αξιωματικοί περιόδευσαν σε πέντε ασφαλή σλαβόφωνα χωριά των Κορεστίων και της Πρέσπας, επιδόθηκαν σε αντεπαναστατικά κηρύγματα, μοίρασαν δεξιά κι αριστερά 400 λίρες και κατέληξαν σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Η διαφωνία τους επισφραγίστηκε με τη μονομαχία Μελά-Κολοκοτρώνη, ύστερα από εκατέρωθεν αλληλοδιαβολές στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας.
◈ Η δεύτερη και τελευταία αποστολή ξεκίνησε με τον διορισμό του από τον πρωθυπουργό Θεοτόκη ως «γενικού αρχηγού» των μακεδονομάχων στο βιλαέτι Μοναστηρίου (14/8). Επικεφαλής 30 ενόπλων πέρασε στις 27/8 τα σύνορα με κατεύθυνση την περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας. «Διά καλό και διά κακό», σημειώνει στην ημιτελή απολογιστική έκθεσή του, «έγραψα εις τον καϊμακάμην Φλωρίνης επιστολήν, εν η τω εδήλωσα ότι σκοπός μου μόνον ήτο η τιμωρία των δολοφόνων Βουλγάρων και η προστασία των αδελφών μας από τας ορδάς αυτών. Οτι ουδένα άλλον θα πειράξω, ότι σέβομαι την κυβέρνησιν των Οθωμανών και τον στρατόν προ του οποίου θα παραμερίζω, εκτός εάν κυκλωθώ υπ’ αυτού» (ΔΙΣ 1979, σ.336).
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το πρώτο σκέλος της δράσης του αφορούσε την οργάνωση του χώρου, με «διευθύνον κέντρο» τη Νέβεσκα (σημ. Νυμφαίο) και στηρίγματα σε πέντε γειτονικά χωριά. Διόρισε έμμισθους αγγελιοφόρους και φρουρούς κι ανέλαβε τη μισθοδοσία των «αρματολικών» σωμάτων που δρούσαν ήδη στο Λέχοβο και τη Νεγκοβάνη με την άδεια των αρχών. Χρήμα διέθετε άφθονο: στην Αθήνα είχε παραλάβει «επί αποδείξει» 1.400 χρυσά φράγκα και 2.100 ασημένιες δραχμές (Καραμπάτη 2005, σ.155).
Το δεύτερο σκέλος της δράσης του ήταν επιθετικό: «ένοπλη προπαγάνδα» σε εξαρχικά χωριά, κλείσιμο των ρουμανικών σχολείων στα βλάχικα κι εκκαθάριση των στελεχών της ΕΜΕΟ. Τα τελευταία αλλού δολοφονούνται (Πρεκοπάνα), αλλού εξαναγκάζονται να δηλώσουν υποταγή (Σρέμπενο) κι αλλού εγκαταλείπουν τα χωριά τους για ασφαλέστερα μέρη.
Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη αγιοποίησή του, η εικόνα που αποτυπώνει στην έκθεσή του ελάχιστα αποκλίνει από τις τρομοκρατικές πρακτικές των επιγόνων του:
«Διηυθύνθην εις Πρεκοπάναν, όπου εφονεύθησαν αμέσως οι διαβόητοι Βούλγαροι ιερεύς και διδάσκαλος. […] Συγκαλέσας τους χωρικούς, ιδία τους δημογέροντας, συνέστησα εις αυτούς πρώην Ορθοδόξους (διά της βίας αποσκιρτήσαντας) διά θερμοτάτης ομιλίας να επανέλθωσιν εις την Ορθοδοξίαν. Τους ηρώτησα να μοι είπωσιν ελευθέρως εάν η συνείδησίς των είναι Βουλγαρική και αι πεποιθήσεις των σχισματικαί, δηλών ότι θέλω σεβαστή αυτούς, αλλ’ ότι δεν θα επιτρέψω εις κανένα να πιέζη τους Ελληνας προς αποσκίρτησιν. Οι δυστυχείς ούτοι, άλλοι υπό το κράτος του φόβου, του εκ του φόνου των συγχωριανών των, άλλοι με αγαθήν διάθεσιν με εβεβαίωσαν ότι η ψυχή των ουδέποτε ησπάσθη ούτε το σχίσμα ούτε τας Βουλγαρικάς αρχάς και ότι προθύμως θα έκαμνον ό,τι τους διατάξω. Τότε τοις είπον ότι απαιτώ πρώτον να ορκισθώσιν πίστιν και αφοσίωσιν εις την Ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων. Εδήλωσα δε εις αυτούς ότι τον τυχόν δυστροπούντα εις τα ανωτέρω, μετά τον όρκον ον μοι έδωσεν, θέλω θεωρήσει ως Βούλγαρον και επίορκον και τιμωρήσει αναλόγως» (σ.332).
Στα λογοκριμένα αποσπάσματα των επιστολών του παραθέτει διαδοχικά σχέδια εκκαθαρίσεων: στην Μπελκαμένη ένας κομιτατζής «πρέπει να φονευθή» κι ένας «ρουμανίζων και βουλγαρίζων» κάτοικος «να φάγη ξύλο και να εκδιωχθή»· προγραμματίζει επίσκεψη «εις Νεγοβάνι όπως καθαρίσωμεν αυτό και το πλησίον αυτού κείμενον Λέσκοβετς από τα βουλγαρικά τέρατα»· συζητά με τον ηγούμενο της μονής Τσιριλόβου «περί του τρόπου εξαφανίσεως ενός όστις μόνος τρομοκρατεί ολόκληρον το Τσιρίλοβον, ενός ιερέως και διδασκάλου -φοβερών κακούργων- εν Κομανιτσόβω και ενός ομοίου ιερέως εν Χολίστη», αποφαινόμενος ότι «φόνος Βουλγάρων = έργον δικαιοσύνης».
Στην τελευταία επιστολή προς τη γυναίκα του (2/10/1904) καμαρώνει, τέλος, πως «έγινε ο φόβος των Βουλγάρων» κι ότι οι χωρικοί «φοβούνται να έβγουν εις το κλαρί»εναντίον του (σ.405-6).
Ο τελικός απολογισμός ήταν ωστόσο μάλλον απογοητευτικός. Ακολουθώντας την κλασική συνταγή του αντάρτικου, οι κομιτατζήδες απέφυγαν τη μετωπική αναμέτρηση με τον Μελά, που περιφερόταν κυριολεκτικά στο κενό. Αξιοποιώντας το δίκτυό τους στα χωριά, ήταν άλλωστε σε θέση να προχωρούν σ’ επιλεκτικά χτυπήματα, εξαλείφοντας τις περιορισμένες προσβάσεις των μακεδονομάχων στις διαφιλονικούμενες κοινότητες. Τα ντόπια πάλι στελέχη της ελληνικής παράταξης δεν φαίνονταν ιδιαίτερα διατεθειμένα να στηρίξουν μια ολομέτωπη σύγκρουση.
«Δυστυχώς από το πρόγραμμά μου το εκατοστόν μόνον έκαμα», ομολογεί έτσι ο Μελάς στο ίδιο γράμμα του. «Ερχονται και μου προτείνουν μ’ ενθουσιασμόν πλήθος ωραίων και μεγάλων σχεδίων. Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιόν μου, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με πείναν και, όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεώς του, ή δεν έρχονται ή με γελούν παντοιοτρόπως ή και ειδοποιούν τους Βουλγάρους να κρυφθούν» (σ.404-5).
Η απογοήτευση τον ωθεί να τα παρατήσει: ανακοινώνει στους άντρες του πως αποφάσισε «να αφήση μικράς φρουράς ανά 3-4 άνδρας εις τα χωριά της περιφερείας προς άμυναν αυτών μέχρι Μαρτίου», αυτός δε με τους υπόλοιπους «θα ανεχώρει εις Αθήνας και θα επανέρχετο τον Μάρτιον με νέο σώμα»· ζητά ως εκ τούτου να δηλώσουν «ποίοι δεχόμεθα να παραμείνουμε» (Ιωάννης Καραβίτης, «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1994, σ.104).
Η απρόσμενη άφιξη ενισχύσεων από την Ελλάδα στις 9/10 θ’ αναβάλει προσωρινά αυτή την άδοξη φυγή − με μοιραίο αποτέλεσμα για τον ίδιο τον Μελά, η πρώτη μάχη του οποίου στη Μακεδονία (ουσιαστικά: σε όλη τη ζωή του) αποδείχθηκε και η τελευταία.
Στις 11/10 επιτίθεται με 60 ενόπλους στο Νέρετ (σημ. Πολυπόταμος) της Φλώρινας, με στόχο χωρικούς προγραμμένους ως κομιτατζήδες. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του συμπολεμιστή του Λάκη Πύρζα, ενημέρωσε προηγουμένως γραπτά τον Ιζέτ Μπέη της Φλώρινας για να καθυστερήσει η επέμβαση των αρχών· σε αντίθετη περίπτωση, ορμήνεψε τους άντρες του να υποδεχθούν τους στρατιώτες με τη δήλωση «μπεν Γιουνάν» (είμαι Ελληνας).
Ακολούθησε δίωρη συμπλοκή, με μοναδικό αποτέλεσμα τον φόνο ενός εξαρχικού χωρικού και τον τραυματισμό ενός Κρητικού. Οταν οι άντρες του δεν μπόρεσαν να βρουν αρκετό πετρέλαιο για να κάψουν το σπίτι που πολιορκούσαν, ο Μελάς διέταξε ν’ αποχωρήσουν «για να μην τους πάρει η μέρα», παρά την αντίθετη γνώμη των υπολοίπων (Αρχείο Μελά, φ.3, εγγρ.221).
Η χήρα του λογοκρίνει όλα τα παραπάνω, επινοώντας ανύπαρκτους ανθρωπιστικούς λόγους: ο άντρας της, διαβάζουμε, δεν θέλησε να κάψει το σπίτι «γιατί άκουσε πως ήταν γυναίκες μέσα και παιδιά» (σ.409).
Εξω από το χωριό, οι μακεδονομάχοι δέχονται όμως επίθεση κομιτατζήδων και το σκάνε κακήν-κακώς. Οι μισοί αποχωρούν και οι υπόλοιποι με τον Μελά περιφέρονται στα δάση, για να καταλήξουν το επόμενο πρωί στη Στάτιτσα, χωριό «που διετέλει υπό κομιτατζηδική οργάνωση».
Οι χωρικοί τούς υποθάλπουν κι εν συνεχεία τους καρφώνουν, σαν δήθεν κομιτατζήδες, στις κοντινότερες τουρκικές αρχές. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Ηρωας του παλαιοκομματισμού
Τον θάνατο του Μελά ακολούθησε ένα επικοινωνιακό ξεσάλωμα, όχι μόνο του αθηναϊκού αλλά και του επαρχιακού Τύπου· με κάποια δόση υπερβολής, το «Εμπρός» θα ισχυριστεί μάλιστα πως «η αρχαία Ελλάς και η Ρώμη δεν έσχον ήρωα αγνότερον και μεγαλοφρονέστερον» (19/10).
Ακολούθησαν πανηγυρικά μνημόσυνα σε δεκάδες πόλεις με συμμετοχή των πολιτικών, στρατιωτικών κι εκκλησιαστικών αρχών, των σχολείων, κάθε λογής σωματείων και κλείσιμο των καταστημάτων με διαταγή της αστυνομίας.
Η συμβολή των παραδοσιακών μικροκομματικών πρακτικών και πελατειακών δικτύων σ’ αυτή την πανεθνική, «υπερκομματική» κινητοποίηση είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού.
Οπως προκύπτει από το αρχείο του Στέφανου Δραγούμη, πάμπολλοι τοπικοί παράγοντες και κομματάρχες έσπευσαν να του γνωστοποιήσουν τα υμνητικά αφιερώματα ή την όποια άλλη συμβολή τους στο συλλογικό πένθος για τον ένδοξο πλέον γαμπρό του. Ο φάκελος των συλλυπητηρίων περιλαμβάνει 521 τεκμήρια, ενώ αυτός των συνημμένων δημοσιευμάτων άλλα 93.
Ο,τι δεν είχε καταφέρει εν ζωή, ο αριστοκράτης ανθυπολοχαγός το πέτυχε με την κοινωνική εμβέλεια του θανάτου του.
Διαβάστε:
► Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς (Αθήνα 1964). Η επίσημη βιογραφία που έθεσε τον κανόνα για την ιστοριογραφική πραγμάτευση των απαρχών του Μακεδονικού Αγώνα. Παρά την παραποίηση ουκ ολίγων σημείων τους από τη βιογράφο και χήρα του, ενδιαφέρουσες αποδεικνύονται κυρίως οι εκτενέστατες επιστολές του Μελά με την καθημερινή αναφορά των πεπραγμένων του − αρχικά στον πατέρα και κατόπιν στη σύζυγό του.
► Ιων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα (1η έκδοση, με το ψευδώνυμο Ιδας, Αθήναι 1907). Η πρώτη βερσιόν της επίσημης εκδοχής για τη δράση και τον θάνατο του Μελά, από τον κουνιάδο και στενό συνεργάτη του, που αποτελεί και τον (ψευδώνυμο) ήρωα του βιβλίου.
► Γιώργος Πετσίβας (επιμ.), Ιωνος Δραγούμη. Τα Τετράδια του Ιλιντεν (Αθήνα 2000, εκδ. Πετσίβα). Το πλήρες αρχείο του κουνιάδου του Μελά για την περίοδο 1902-1904, με το σύνολο της αποκαλυπτικής αλληλογραφίας τους κατά την εκκόλαψη του Μακεδονικού Αγώνα.
► Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα (Αθήναι 1979). Συνταγμένη επί χούντας, η επίσημη στρατιωτική ιστορία της ελληνικής εξόρμησης περιλαμβάνει ως παράρτημα (σ.331-8) την εξαιρετικά εύγλωττη απολογιστική έκθεση του Μελά προς το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας.
► Περσεφόνη Καραμπάτη (επιμ.), Αγώνας και διλήμματα. Η Μακεδονία του Παύλου Μελά μέσα από τα σημειωματάριά του (Θεσσαλονίκη 2005, εκδ. Ερωδιός). Το προσωπικό ημερολόγιο του Μελά κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του.
► Ο Ιός, «Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά; Το άγνωστο εθνικό θρίλερ» (εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 10/10/2004, σ.53-55). Οι δέκα αντιφατικές εκδοχές που προβλήθηκαν από οικογένεια, συμπολεμιστές, αντιπάλους και αυτόπτες μάρτυρες για τον θάνατο του ιδανικού ήρωα της εθνικοφροσύνης.
► Βασίλης Γούναρης, «Το μοιραίο δεκαήμερο» (εφ. Καθημερινή/ένθετο «Επτά Ημέρες», 17/10/2004, σ.14-19). Η ίδια ακριβώς υπόθεση με διαφορετική, χρονολογική διάταξη των διαθέσιμων στοιχείων − και ταυτόσημα, επί της ουσίας, συμπεράσματα.
► Γιάννης Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα 1999, έκδ. Βιβλιόραμα). Απομυθοποιητική ανατομία της κρίσιμης εικοσιπενταετίας που ξεκίνησε με τον «ατυχή» πόλεμο της Θεσσαλίας και κατέληξε στις στάχτες της Σμύρνης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η πρωτότυπη ματιά στα πεπραγμένα της «Εθνικής Εταιρείας».