«Θάψτε με στην Ανατολία./ Σ’ ένα κοιμητήρι χωριού./ Κι αν γίνεται ένα πλατάνι/ να ‘ναι πάνω απ’ το κεφάλι μου./ Αυτό μου φτάνει».
55 χρόνια πριν, κι ήταν Ιούνιος, πέθαινε ο άνθρωπος που στάθηκε αντίπαλον δέος σε κάθε ψωνισμένο σουλτάνο και σε κάθε μονοπολιτισμό. Ο Ναζίμ Χικμέτ, που πολύ αγάπησε τους λαούς της Ανατολίας. Τόσο πολύ που οι κρατικοί ειδήμονες στον υπερπατριωτισμό τού στέρησαν την ιθαγένεια γι’ αυτό.
Θεσσαλονικιός από τη γέννα του, κοσμοπολίτης από επιλογή, πατριώτης από συναίσθημα (γιατί τι άλλο είναι η κορωνίδα του αληθινού πατριωτισμού από την πρόθεση να θυσιαστείς για όλους και όλες όσους ζουν στον τόπο σου;), κομμουνιστής από ιδεολογία, έκανε την ουσιαστική είσοδό του στα γράμματα με εκείνον τον συμβολικό τίτλο «Η πόλη που έχασε τη φωνή της».
Και δεν έπαψε ποτέ αυτήν τη φωνή να την ψάχνει και να τη διαλαλεί με μολύβια και νύχια, ανάμεσα από λεωφόρους κατάφωτες και μονοπάτια λησμονημένα, ανάμεσα σε φυλακές και κάτεργα, σε τιμές μα και στην χλεύη που οι ρεαλιστές επιφυλάσσουν για τους ρομαντικούς του είδους του, συνήθως (αν και όχι πάντα) αδίκως.
Εγραψε πολλούς και εμβληματικούς στίχους ο ποιητής αυτός. Αλλά εκείνη η τελευταία φράση του για το πλατάνι δεν έπαψε να τριβελίζει το μυαλό.
Το δέντρο, τοτέμ για τους λαούς της Ανατολής, που φιλοξενεί μέσα του κατά πώς λένε οι μύθοι ψυχές ανθρώπων και ζώων, ρίζα που στηρίζει τον κόσμο στο πρώτο του φως, μα και στα στερνά του.
Κι εκείνο το «κι αυτό μου φτάνει» των κυνικών (βγαλμένη φράση θα ‘λεγες από τον Αντισθένη, που ήξερε όπως ίσως όλοι οι κυνικοί της αρχαιότητας πως ο αληθινά «σοφός» είναι αυτάρκης, αφού έχει -ακριβώς επειδή είναι τέτοιος- τον πλούτο όλων των ανθρώπων) πόσο εκκωφαντικά δεν ειρωνεύεται τους κορδωμένους νάνους που χειραγωγούν και καπηλεύονται και ρημάζουν τους λαούς τους, όπως συμβαίνει τώρα (και) στη χώρα του;
Αλλωστε ο Χικμέτ είχε φροντίσει να το γράψει καθαρά, προξενώντας το μίσος των γυμνών βασιλιάδων του γνωστού «παιδικού;» παραμυθιού:
«Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα./ Θα πείτε: τ’ άστρα είναι μακριά/ κι η γη μας τόσο δα μικρή. Ε, το λοιπόν ό,τι και να είναι τ’ άστρα εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω./ Για μένα το λοιπόν πιο εκπληκτικό και πιο επιβλητικό/και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο/ είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει/ είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν», έγραψε μιλώντας γι’ αυτήν τη μυστήρια φύση του δίποδου που είναι και γίγαντας και νάνος, που φαντάζεται όνειρα από ουρανό και αποπειράται να τα φτάσει με φτερά από λασπωμένο χώμα.
Κι όμως, παρά τα λάθη, τις επικίνδυνες ιδεοληψίες στο όνομα του «ρομαντισμού» ή των κυνικών συμβιβασμών στο όνομα του «ρεαλισμού», ισχύει πάλι και πάλι, περνώντας σαν επίμονο ποτάμι ανάμεσό τους: «Ενας χάρτης του κόσμου δίχως τη χώρα της ουτοπίας είναι ένας χάρτης που δεν αξίζει ούτε να τον κοιτάξει κανείς. Γιατί του λείπει η μόνη χώρα προς την οποία η ανθρωπότητα πορεύεται πάντοτε…», όπως έγραψε ευφυώς ο Οργουελ, μιλώντας για το παντοτινό ανθρώπινο ταξίδι.
Κι ο άνθρωπος που πέθαινε εκείνον τον Ιούνη θέλοντας να γίνει δέντρο σ’ ένα χωριό της Ανατολίας δεν έπαψε ποτέ να μας το θυμίζει.
Via : www.efsyn.gr