του Νίκου Γραικούση *
ΜΕΡΟΣ 3ον
Θα αναφέρουμε δυο παραδείγματα της καθημερινότητας μας.
Πρώτο:
Θεωρούμε ότι η ανεργία είναι μια δυσμενής συνέπεια του σημερινού τρόπου παραγωγής.
Και με δεδομένο τον σημερινό τρόπο παραγωγής είναι αναπόφευκτη.
Κι όμως, δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο παραγωγής για να κάνουμε την έννοια ανεργία κενή περιεχομένου.
Αυτό που απαιτείται είναι η ανακατανομή του χρόνου εργασίας.
Η αύξηση της παραγωγικότητας οφείλει να είναι αντιστρόφως ανάλογη του χρόνου εργασίας.
Αφού όλοι μας, θέλουμε δεν θέλουμε, καταναλώνουμε μια ελάχιστη ποσότητα αγαθών για να ζήσουμε, ο άνεργος εξ’ ορισμού καταναλώνει αγαθά που παράγει κάποιος άλλος.
Γιατί λοιπόν με έναν διαφορετικό καταμερισμό της εργασίας να μην παράγουν όλοι όσα έχουν ανάγκη να καταναλώνουν;
Τα ανεκτά επίπεδα ανεργίας, λόγο αλλαγής επαγγέλματος, εποχιακή κλπ, λένε οι ειδικοί ότι είναι της τάξης του 3-5%. Ανεργία της τάξης του 15 και 25% γιατί να υπάρχει;
Ποσοστά ανεργίας πάνω από τα προαναφερθέντα, δεν είναι ούτε φυσικά ούτε αναγκαία.
Είναι όμως το αποτέλεσμα του σημερινού τρόπου πολιτικοοικονομικής διοίκησης μιας κοινωνίας.
Ενός τρόπου ο οποίος εξυπηρετεί τα συμφέροντα που θέλει να εξυπηρετήσει.
Δεύτερο παράδειγμα είναι ο δημόσιος δανεισμός και κατά συνέπεια το δημόσιο χρέος.
Ακούμε και διαβάζουμε ότι η χώρα μας δανείστηκε με πολύ καλό επιτόκιο και χαιρόμαστε και εμείς μαζί με τον αρμόδιο που ανακοινώνει την επιτυχία αυτή.
Καταρχήν ποιος μπορεί να χαίρεται επειδή βρέθηκε στην ανάγκη να χρειάζεται δανεικά!
Και γιατί ζητάει το Ελληνικό Δημόσια δανεικά σήμερα;
Για να αποπληρώσει τα περασμένα δανεικά.
Ας το κάνουμε όμως πιο απλό το παράδειγμα και ας πάρουμε την περίπτωση ότι ζητάμε για πρώτη φορά δανεικά.
Γιατί τα ζητάμε;
Για να δημιουργήσουμε δημόσιες και μη υποδομές οι οποίες στοιχίζουν περισσότερο από αυτά που έχει το δημόσιο ταμείο.
Με την ελπίδα ότι θα αποδώσουν σε φόρους περισσότερα από τα τοκοχρεολύσια των δανεικών.
Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, διότι αυτού του είδους οι υποδομές δεν αποδίδουν ούτε τόσο γρήγορα ούτε τόσο πολύ.
Ας θέσουμε δυο ακόμα ερωτήματα για την ανάγκη του παραδείγματος:
1. Με ποιον τρόπο αποπληρώνεται ένα δημόσιο χρέος.
2. Που βρίσκουν τους πόρους αυτοί που δανείζουν τα κράτη;
Κάθε δημόσιο χρέος αποπληρώνεται με τρεις τρόπους: με φορολογία κεφαλαίου, με πληθωρισμό και με λιτότητα.
Δεν χρειάζεται να πούμε ποιος τρόπος έχει επιλεγεί για την αποπληρωμή όχι μόνο του δικού μας χρέους αλλά και των χρεών όλων των κρατών.
Που βρίσκουν όμως τους πόρους αυτοί που δανείζουν τα κράτη;
Τα βρίσκουν από τον συσσωρευμένο πλούτο που κατέχουν, ο οποίος δεν μπορεί να επενδυθεί στην πραγματική οικονομία.
Γιατί αν μπορούσε να επενδυθεί εκεί σαφώς και θα ήταν προτιμότερο, αφού τα περιθώρια κέρδους στην πραγματική οικονομία είναι πολύ υψηλότερα.
Και γιατί υπάρχει συσσωρευμένος πλούτος (νομισματικός και χρηματοοικονομικός) σε ορισμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ο οποίος πλεονάζει και δεν μπορεί να επενδυθεί στην πραγματική οικονομία;
Γιατί απλά δεν έχει φορολογηθεί ή δεν έχει φορολογηθεί όσο έπρεπε.
Αν είχε φορολογηθεί, τα δημόσια ταμεία θα είχαν πολύ περισσότερους πόρους για τη δημιουργία υποδομών χωρίς να απαιτείται ο δημόσιος δανεισμός.
Ο δημόσιος δανεισμός μπορεί μεν να αποφέρει άμεσους πόρους και να επιταχύνει τη δημιουργία υποδομών, αλλά η αλόγιστη χρήση του δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει.
Και για ποιον λόγο μια κοινωνία να θέλει μια μεγαλύτερη επιτάχυνση της ανάπτυξης της αν είναι να το πληρώσει ακριβά στο μέλλον;
Το δημόσιο χρέος, σε μη πληθωριστική οικονομία, αποπληρώνεται αποκλειστικά από φορολογικά έσοδα.
Παρόλα αυτά οι φορολογικοί παράδεισοι καλά κρατούν όπως και χιλιάδες νόμοι που απαλλάσσουν νόμιμα τον μεγάλο πλούτο, με την φαιδρή πολλές φορές δικαιολογία ότι λιγότεροι φόροι σημαίνουν μεγαλύτερες επενδύσεις.
Ας μας πει κάποιος πότε και που έγινε αυτό.
Η όσο το δυνατό μικρότερη φορολογία αυξάνει τη συσσώρευση του πλούτου, ο οποίος κατευθύνεται αποκλειστικά προς τον δανεισμό των λαών και προς τις χρηματοοικονομικές φούσκες.
Η μεγάλη βόμβα που έχουμε βάλει στα θεμέλια των κοινωνιών και λέγεται παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα μπορούσε να απενεργοποιηθεί άμεσα και χωρίς συνέπειες, αν αντίστοιχα είχαμε τη βούληση να φορολογήσουμε πραγματικά αυτούς που πρέπει να φορολογηθούν.
Στο σημείο αυτό και για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην μακροοικονομία, θα πρέπει να διαχωρίσουμε την ανάγκη δημιουργίας ελλειμματικών προϋπολογισμών (παραγωγή δημόσιου χρέους) σε δυο κατηγορίες:
1. Για τη δημιουργία κάθε είδους υποδομών.
2. Για τη δημιουργία τεχνητής ενεργούς ζήτησης για την έξοδο από την ύφεση ή από ενδεχόμενη ύφεση.
Για την πρώτη κατηγορία δημιουργίας δημόσιου χρέους ισχύουν όσα είπαμε παραπάνω.
Για τη δεύτερη κατηγορία δημιουργίας δημόσιου χρέους, θεωρούμε ότι υπάρχουν πολύ καλύτερα νομισματικά και δημοσιονομικά εργαλεία για να βγεις από μια οικονομική ύφεση ή για να την προλάβεις, τα οποία ανήκουν στη σφαίρα άλλου πονήματος.
Αν συνεχίζαμε τα παραδείγματα, θα μπορούσαμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με κατεστημένες βεβαιότητες όπως ότι το μισθολογικό κόστος επηρεάζει αρνητικά τα επιχειρηματικά κέρδη, ότι οι ιδιωτικές τράπεζες είναι αναγκαίες σε μια ελεύθερη οικονομία και πυλώνας των αναπτυξιακών διαδικασιών, ότι η ποσοτική χαλάρωση δημιουργεί αναγκαστικά πληθωρισμό, ότι το βασικό-ατομικό-τακτικό και καθολικό εισόδημα μειώνει την παραγωγή και την ανάπτυξη και άλλα πολλά που δεν αφορούν το παρόν πόνημα.
Επίλογος
Όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω αποτελούν μόνο τίτλους αυτών που θα μπορούσαν να γραφούν και να αναλυθούν.
Σημασία έχει να καταλάβουμε ότι υπάρχει ζωή και έξω από το στενό πλαίσιο του σημερινού οικονομικού συστήματος.
Και μάλιστα αυτή η ζωή είναι σαφώς καλύτερη και απόλυτα εφικτή.
Ίσως ρωτήσει κάποιος και εύλογα: σε περίπτωση που υπάρξει πολιτικός φορέας ο οποίος εκπροσωπήσει κάτι σαν την παραπάνω πολιτική, πόση ‘’περίοδο χάριτος’’ θα χρειαζόταν για να δημιουργήσει αυτήν την υπέροχη κοινωνία που ευαγγελίζεται ;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν εξαρτάται από την πολιτική συλλογικότητα αλλά:
Από το πόσο έτοιμη είναι μια κρίσιμη μάζα πολιτών (κοινωνία) να πάρει πάνω της το βάρος της υλοποίησης.
Από το είδος και την έκταση του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού χώρου μέσα στην οποία θα βρίσκεται και θα ενεργεί αυτή κρίσιμη αυτή μάζα πολιτών.
Από το είδος της οργάνωσης που θα διαθέτει.
Ένα πολιτικό εγχείρημα τόσο μεγάλων δομικών αλλαγών, δύσκολα πραγματοποιείται μεμονωμένα και αποσπασματικά. Ειδικά στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο χώρο της οικονομίας, της επικοινωνίας και της πληροφόρησης.
Το εγχείρημα ή θα είναι διεθνιστικό και παγκοσμιοποιημένο ή δεν θα υπάρξει.
Και ένα ακόμα εύλογο ερώτημα:
Δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις εκ μέρους της παλαιάς καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, οι οποίες έχουν τη δύναμη και την εξουσία να αντιδράσουν βιαίως;
Φυσικά θα υπάρξουν. Είναι αναμενόμενες.
Κανείς δεν λέει το αντίθετο.
Ουδείς όμως μπορεί να αντισταθεί στη συλλογική βούληση μιας κοινωνίας.
Για το λόγο αυτό η δουλειά των πολιτικών συλλογικοτήτων-κομμάτων είναι διττή.
Η πολιτική δεν είναι μόνο η τέχνη του εφικτού αλλά και του επιθυμητού.
Δεν είναι μόνο η διαχείριση της καθημερινότητας, αλλά και η δημιουργία συνθηκών για την ανατροπή της καθημερινότητας.
Πολιτικός είναι αυτός ο οποίος εργάζεται σήμερα για να προβλέπεται αύριο αυτό που δεν προβλέπεται σήμερα.
Ας μη ρωτάμε λοιπόν σε πόσο χρόνο θα δημιουργήσουν κάποιοι άλλοι την τέλεια κοινωνία, αλλά ας αναρωτηθούμε πόσο έτοιμος είναι ο καθένας από εμάς να τη δεχτεί αλλάζοντας πρώτα από όλα τη δική του καθημερινότητα.
Τα πάντα ξεκινούν με μια αφύπνιση.
Μία δειλή και μικρή έξοδο από το ….matrix.
Αυτός είναι ο πρώτος λίθος, ο ακρογωνιαίος κάθε μεγάλης αλλαγής.
Το πρώτο βήμα.
Το αναγκαίο.
Η πρώτη προτεραιότητα.
Αν συνθηματοποιούσαμε ότι αισθανόμαστε θα λέγαμε:
Επανίδρυση της Δημοκρατίας – Κατάργηση της φτώχιας – Σωτηρία του πλανήτη
*Οικονομολόγος , Μέλος Πολιτικής Επιτροπής ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ