του Νίκου Γραικούση, Πολιτική Επιτροπή Πράσινης Αριστεράς
Η νομισματική πολιτική ενός άυλου παράλληλου νομίσματος
(Επικαιροποίηση παλαιότερου άρθρου)
Το νόμισμα είναι το εργαλείο με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ανταλλάξουν με ευκολία αγαθά και υπηρεσίες μεταξύ τους.
Η ύπαρξη και η ομαλή λειτουργία ενός νομίσματος προϋποθέτει έναν ενιαίο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χώρο μέσα στον οποίο το νόμισμα κυκλοφορεί και ανταλλάσσεται καθώς και μια εξουσία η οποία αποφασίζει για την μορφή, την ποσότητα και την αξία του νομίσματος.
Το ευρώ ενώ είναι το νόμισμα των συναλλαγών ενός ενιαίου γεωγραφικού και θα μπορούσε να πει κανείς και κοινωνικού χώρου αλλά δεν χρησιμοποιείται από μία μόνο οικονομία. Χρησιμοποιείται από πολλές και κυρίως ποιοτικά διαφορετικές μεταξύ τους.
Το ευρώ ενώ διαθέτει μία ‘’κοινή’’ τράπεζα η οποία αποφασίζει γι αυτό (ΕΚΤ), η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική αποφασίζεται κατ ουσία από μια συνομοσπονδία συμφερόντων, με τη Γερμανία να κινεί τα νήματα προασπίζοντας κυρίως τα συμφέροντα του Ευρωπαϊκού Βορρά.
Ύστερα από μια σχεδόν 20ετία ύπαρξης του ευρώ, έχει αποδειχτεί ότι το εν λόγο νόμισμα δεν εξυπηρετεί το ίδιο όλους τους χρήστες του.
Λειτουργεί περισσότερο σαν ένα εργαλείο μεταφοράς πλούτου από τους οικονομικά αδύναμους στους πιο ισχυρούς.
Άρα, θα συμπέραινε κάποιος ότι η απόφαση για την αποχώρηση από το ευρώ μιας οικονομίας σαν την Ελληνική, είναι όχι μόνο μονόδρομος αλλά και η ‘’σωστή’’ λύση.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα γιατί για τη μετάβαση από το ένα νόμισμα στο άλλο δεν υπάρχει κανένα μαγικό ραβδί.
Ιδιαίτερα μάλιστα αν η μετάβαση έχει φορά από ένα ισχυρό νόμισμα σε ένα σίγουρα πολύ πιο αδύνατο.
Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε μια τέτοια διαδικασία περιέχουν πολύ υψηλό ρίσκο και στο τέλος μπορείς να βρεθείς σε πολύ δεινότερη θέση από αυτή που είχες στην αρχή της διαδικασίας μετάβασης στο νέο νόμισμα.
Άλλωστε δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο μετάβασης από ένα σκληρό νόμισμα σε ένα αδύνατο και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια τι μπορεί πραγματικά να προκύψει σε μια διαδικασία, που ακόμα και η θεωρητική της διατύπωση έχει πολλές δυσκολίες.
Κατά τη δημιουργία του πανίσχυρου ευρώ, η οποία έγινε με έναν πανηγυρικό τρόπο, χρειάστηκαν δύο χρόνια προσομοίωσης με ένα παράλληλο νόμισμα, το ECU, για να εξελιχθεί ομαλά η διαδικασία της νομισματικής μετάβασης.
Η ιδέα για ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα το οποίο θα κυκλοφορούσε ταυτόχρονα και σε μόνιμη βάση με το εθνικό νόμισμα, δεν τέθηκε ποτέ στο τραπέζι γιατί ήταν έξω από τα σχέδια της κυρίαρχης τότε άποψης, αν και θα ήταν το πιο λογικό σενάριο.
Δεν λήφθηκαν υπόψη οι μεγάλες διαφορές του ευρωπαϊκού νότου με αυτές του προηγμένου βορρά, οι ενδεχόμενες διαφορές των εθνικών οικονομιών στο μέλλον και τα συμφέροντα των Λαών έναντι αυτών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Η πανδημία του κοροναϊού έδειξε ξεκάθαρα ότι η λήψη δημοσιονομικών αλλά και νομισματικών πρωτοβουλιών από τις χώρες που έχουν άμεση ανάγκη, δεν ‘’προβλέπεται’’, με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να γίνονται έρμαιο των διαφορετικών συμφερόντων που εκφράζονται ‘’παντί τρόπω’’ εντός των συλλογικών ευρωπαϊκών οργάνων.
Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού και οικονομικού χώρου σε όλα τα επίπεδα, ακόμα ακούγεται ως ανέκδοτο στα αυτιά των Ευρωπαίων πολιτών.
Ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθήσει μια χώρα σε μια τέτοια περίπτωση; Στην περίπτωση ακραίων και τόσο δυσμενών συνθηκών από τις οποίες μπορεί να κινδυνεύσει, αν όχι και να καταρρεύσει μια εθνική οικονομία;
Αφού λοιπόν η αλλαγή νομίσματος είναι μια ριψοκίνδυνη και επισφαλείς διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη είναι κατ’ ουσία ανύπαρκτη για όσους την έχουν άμεση ανάγκη, ενώ μια εθνική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική κρίνεται απολύτως αναγκαία, τι θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στο πρόβλημά;
Μία εκδοχή της λύσης θα ήταν η αντίστροφη πορεία από αυτή που επιλέχθηκε για τη δημιουργία του ευρώ, με τη δημιουργία ενός εθνικού, παράλληλου, άυλου, ηλεκτρονικού νομίσματος.
Για να αποφευχθούν τυχόν νομικά προβλήματα, το νέο κατ’ ουσία ‘’νόμισμα’’ θα μπορούσε να έχει τη μορφή των υποσχετικών, των ομολόγων ή των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου.
Μέχρι πριν λίγο καιρό η υλοποίηση ενός σχεδίου όπως περιγράφεται παρακάτω θα ήταν αδύνατη, αλλά η πρόοδος της τεχνολογίας και των δυνατοτήτων των νέων τραπεζικών λογισμικών προγραμμάτων το καθιστά απόλυτα εφικτό.
Η κυκλοφορία των νέων νομισματικών μονάδων θα είναι μόνο ηλεκτρονική, μέσα από ιδιαίτερους τραπεζικούς λογαριασμούς και απόλυτα υποχρεωτική σε κάθε είδους προβλεπόμενη συναλλαγή εντός της ίδιας οικονομίας.
Παρακάτω περιγράφονται τα τρία στάδια για την ομαλή και ασφαλή εξέλιξη της διαδικασίας:
Στο πρώτο στάδιο διάρκειας ενός έτους, το Δημόσιο θα καταθέτει σε μισθούς, συντάξεις και προμηθευτές, το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του, έστω 95%, στο κυρίαρχο νόμισμα (ευρώ), ενώ το υπόλοιπο, έστω 5%, θα καταθέτεται στην παράλληλη μορφή νομίσματος, σε ιδιαίτερους και απόλυτα διακριτούς τραπεζικούς λογαριασμούς που θα έχουν ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό.
Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα εντός αυτής της οικονομίας, υποχρεωτικά θα διαθέτει τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς στην παράλληλη νομισματική μορφή και υποχρεωτικά θα δέχεται αυτή τη μορφή νομίσματος για κάθε είδους συναλλαγή παράλληλα με το φυσικό και ‘’υλικό’’ ευρώ.
Το ποσό του χρήματος που δεν θα καταβάλλεται από το δημόσιο σε ευρώ, αλλά σε παράλληλο νόμισμα, θα παρακρατείται ως απόθεμα – εγγύηση για την ασφαλή επιστροφή του παράλληλου νομίσματος και πάλι σε ευρώ, σε χρονικό διάστημα ενός έτους από την παροχή του.
Κάθε ‘’ιδιοκτήτης – χρήστης’’ παράλληλου νομίσματος θα έχει τη δυνατότητα της αυτόματης μετατροπής των παράλληλων νομισματικών μονάδων του σε ευρώ, με την προϋπόθεση της παρακράτησης τους για ένα έτος.
Η τεχνολογική – λογισμική υποστήριξη μιας τέτοιας διαδικασίας είναι απόλυτα εφικτή.
Η παράλληλη αυτή νομισματική μονάδα θα χρησιμοποιηθεί και για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα με ανώτατο πλαφόν το ίδιο ποσοστό, έστω 5%, όπως και στις πληρωμές μισθοδοσίας από το Δημόσιο, με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θα διαθέτουν ηλεκτρονικό παράλληλο νόμισμα από προηγούμενες συναλλαγές τους με το δημόσιο.
Η κάθε είδους εμπορική συναλλαγή δεν θα έχει ανώτατο πλαφόν πληρωμής σε κανένα κυκλοφορούν νόμισμα, αφού έτσι κι αλλιώς η ποσότητα του νέου νομίσματος στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Εννοείται ότι και οι πληρωμές φόρων, τελών και κάθε είδους πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ θα διενεργείται ελεύθερα σε όποιο νόμισμα επιθυμεί ο καθένας, με το παράλληλο νόμισμα να κυκλοφορεί μόνο μέσα από ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Η αυτονόητη αποφυγή παρακράτησης του νέου νομίσματος από τους πολίτες τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του, θα βοηθήσει στην τάχιστη κυκλοφορία του παράλληλου νομίσματος σε όλο το μήκος και το πλάτος της οικονομίας.
Υπερβολική συσσώρευσή του παράλληλου νομίσματος σε κλάδους της οικονομίας δεν θα συμβεί, γιατί η ποσότητα του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος που θα δέχεται κάθε νοικοκυριό ή επιχείρηση θα είναι πάντα μικρότερη από τη μέση οφειλή των φόρων της. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις αυτές θα έχουν τη δυνατότητα της πληρωμής της μισθοδοσίας στους εργαζόμενους, με το πλαφόν του 5%.
Η μικρή αρχική ποσότητα εισαγωγής του παράλληλου νομίσματος, τα εγγυημένα αποθεματικά του σε ευρώ και η ηλεκτρονική και μόνο κυκλοφορία του, αποκλείει το φαινόμενο της μαύρης αγοράς και της υποτίμησής του από κέντρα της παραοικονομίας.
Κατ’ ουσία στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της εισαγωγής του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, δεν θα συμβεί καμιά νομισματική μεταβολή ούτε στην ποσότητα του χρήματος ούτε στην αξία του νέου νομίσματος.
Άλλωστε το ποσοστό των φόρων που αναλογεί στα εισοδήματα του καθενός φυσικού ή νομικού προσώπου είναι αρκετά υψηλότερο από το ποσοστό πληρωμών στο νέο νόμισμα. Με τον τρόπο αυτόν το παράλληλο νόμισμα θα γυρίσει γρήγορα από εκεί που προήλθε. Στο Δημόσιο Ταμείο.
Αυτό όμως που πραγματικά θα έχει συμβεί και είναι ανυπολόγιστης αξίας και σημασίας, θα είναι η δημιουργία και η λειτουργία της τεχνικής υποδομής για την κυκλοφορία ενός παράλληλου νομίσματος.
Ακόμα πιο σημαντικό θα είναι η ψυχολογική προετοιμασία των χρηστών του παραλλήλου νομίσματος, οι οποίοι θα το εντάξουν ομαλά και με ασφάλεια στην καθημερινότητα τους.
Στο δεύτερο στάδιο της λειτουργίας του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος, θα εισαχθεί νέο και περισσότερο ηλεκτρονικό νόμισμα στην αγορά με τη μορφή αυξήσεων στους μισθούς του Δημοσίου και στις συντάξεις, καθώς και στις ροές αποπληρωμών των προμηθευτών του δημοσίου, για το οποίο θα υπάρχει αντίκρισμα σε ευρώ σε μικρότερο ποσό από το κυκλοφορούν παράλληλο ηλεκτρονικό νόμισμα.
Διευκρινίζεται ότι το μέρος του παράλληλου νομίσματος για το οποίο δεν θα υπάρχει αντίκρισμα σε ευρώ θα είναι οι επιπλέον αυξήσεις και ροές προς τους προμηθευτές, ενώ για το ποσό του πρώτου σταδίου θα συνεχίζει να υπάρχει απόθεμα – εγγύηση στο κύριο νόμισμα (ευρώ).
Στο δεύτερο αυτό στάδιο αρχίζουμε και κάνουμε πραγματική νομισματική πολιτική, τα αποτελέσματα της οποίας θα κριθούν μετά το πέρας ενός έτους από την εισαγωγή του περίσσιου παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος χωρίς αντίκρισμα σε ευρώ.
Δηλαδή από την ικανότητα εξόφλησης και μετατροπής σε κύριο νόμισμα (ευρώ), όλης της ποσότητας του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος το οποίο θα κυκλοφορεί χωρίς αντίκρισμα – εγγύηση.
Το δεύτερο αυτό στάδιο της νομισματικής πολιτικής, συνοδεύεται και από την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μετατρεψιμότητα όλης της ποσότητας του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος στο κύριο νόμισμα.
Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, τότε το παράλληλο νόμισμα (υποσχετική, ομόλογο ή έντοκο) υποτιμάται και μετατρέπεται σε ευρώ σε δυσμενέστερη αναλογία από αυτή του 1 προς 1, γιατί διαιρείται η ποσότητα χρήματος που έχουμε σε ευρώ με τη μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος που έχουμε σε παράλληλο ηλεκτρονικό νόμισμα.
Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εισαγωγής παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος στην οικονομία, ξεκινά με την εμπέδωση από επιχειρήσεις και νοικοκυριά της νέας ισοτιμίας του παράλληλου ηλεκτρονικού νομίσματος προς το κύριο (επιθυμητή η αναλογία 1/1) και τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων με το νέο παράλληλο ηλεκτρονικό νόμισμα.
Αν μια οικονομία που έχει προσωρινή ανάγκη για ένα παράλληλο άυλο νόμισμα καταφέρει να κρατήσει την ισοτιμία των δύο νομισμάτων σταθερή σε βάθος χρόνου, τότε θεωρητικά η ύπαρξη του παράλληλου νομίσματος δεν έχει νόημα και λόγο.
Η ύπαρξη όμως ενός τρόπου ανάκτησης του νομισματικού και δημοσιονομικού ελέγχου από κάθε οικονομία, όταν και μόνο όταν επιβάλλεται από ακραίες και ασυνήθιστες συνθήκες, συνιστά ‘’υπαρξιακή’’ λύση.
Η δε ύπαρξη μηχανισμού ενεργοποίησης και κυκλοφορίας ενός παράλληλου άυλου νομίσματος, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους συμμετέχοντες στο κύριο κοινό νόμισμα από το να επιβάλλουν πολιτικές που εξυπηρετούν συγκεκριμένους από αυτούς και όχι όλους.
Η δυνατότητα νομισματικής αυτονόμησης από ένα κράτος μέλος, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης μια συναινετικής διαδικασίας για την αποφυγή της.
Μια νέα αντίληψη για την Ευρώπη θα έπρεπε να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση αυτή σχετικά με τη δυνατότητα δημιουργίας παράλληλων εθνικών νομισματικών μηχανισμών από όποιο χώρα μέλος τους έχει ανάγκη και για όσο τους έχει ανάγκη.
Είναι αυτονόητο ότι το ευρωπαϊκό κατεστημένο θα είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια πολιτική που τσαλακώνει τη φήμη του ευρώ και μειώνει τον πολιτικό έλεγχο των ισχυρών επί των αδυνάτων.
Όσο δε αφορά τη χώρα μας κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί με κυβερνήσεις που δεν έχουν το σθένος να αντιπαραταχθούν με τα συμφέροντα του Ευρωπαϊκού βορρά ή με κυβερνήσεις που ταυτίζονται ιδεολογικά με τα συμφέροντα αυτά.
Ο προσανατολισμός μιας σύγχρονης προοδευτικής πολιτικής οργάνωσης, οφείλει να είναι στραμμένος στην προετοιμασία ενός σχεδίου νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας, για να μην θρηνήσουμε εκ νέου θύματα με την επιβολή μελλοντικών μνημονίων ακόμα και αν αυτά είναι κοροναϊκής προέλευσης.