Οι σπουδαιότεροι Γερμανοί ηθοποιοί έπαιξαν σε μια ταινία που τους εκπροσώπησε, μάλιστα στα Όσκαρ και συχνά πυκνά προβάλεται και από τα ελληνικά κανάλια, για την επανάσταση, τον έρωτα, τον θάνατο, τα λευκά κελιά και την σύγχρονη Ιστορία της αιματοκυλισμένης Ευρώπης, στον απόηχο των ονομάτων: Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Εσλιν και Ουλρίκε Μάιχνοφ
Αλεξάνδρα Τσόλκα*
«Πόσες ποταπές πράξεις νοιώθει πως πρέπει να κάνει κάποιος προκειμένου να εξαφανίσει την ποταπότητα;» αναρωτιόταν ο Μπρετολ Μπρεχτ, στο περιθώριο του ιστορικού σκηνικού της Γερμανίας. Μιας Γερμανίας που έβγαινε από Παγκόσμιους Πόλεμους για να ξεσηκώσει άλλους, να πεινάσει και να βομβαρδιστεί, να γίνει η Χλωμή Μητέρα της Ιστορίας, λίγο μετά το κάψιμο των φούρνων, με ανθρώπινο προσάναμμα στο Άουσβιτς. Η Ουλρίκε Μάινχοφ και οι εραστές Αντρέας Μπάαντερ και Γκούντρουν Εσλιν κουβάλησαν όλη αυτή την βία και τον πόνο και την μετάφρασαν με τους δικούς τους κωδικούς. Το τέλος του ήταν προδιαγεγραμένο και αποτρόπαιο.
Η ταινία που τώρα παίζεται και στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί την επίσημη συμμετοχή της Γερμανίας στα Όσκαρ, με τον τίτλο «Το σύμπλεγμα Μπάαντερ – Μάινχοφ», κάνει και πάλι την τρομοκρατική δράση πεδίο προστριβής. Στην Γερμανία αλλά και σ’ όλο τον κόσμο πληθαίνουν οι φωνές που καταδικάζουν την ταινία γιατί ωραιοποιεί, εξιδανικεύει και μυθοποιεί τους κακούς, τους δαίμονες του περιθωρίου, τους εξουσιομανείς κακοποιούς. Και απ την άλλη κάποιοι άλλοι μιλάνε για άμυνα νέων όμορφων παιδιών, που δεν τρόμαζαν ακόμα και να πεθάνουν σε έναν εμπόλεμο κόσμο για ένα καλύτερο αύριο.
Πολλές φορές σημασία έχει από πού κοιτάζεις ακόμη και τον ίδιο καθρέφτη. Το είδωλο σου θα σου μοιάζει, η θα στρεβλωθεί. Και όμως έχουν περάσει ήδη, 30 χρόνια από τις «αυτοκτονίες» στα Λευκά Κελιά. Και η ανθρωπότητα ακόμα θυμάται… και ανατριχιάζει… Δεκαετία του 1960. «Ο θάνατος είναι ένας μάστορας από την Γερμανία», ή «Όποιος δεν αμύνεται πεθαίνει και εκείνος που δεν πεθαίνει θάβει ζωντανός». Η Ουρλίκε Μάινχοφ, ζούσε και πονούσε. Και έγραφε. Εφαγε για την αδικία, για την βαναυσότητα στις φυλακές, στην δουλειά, στην καθημερινότητα. Ένοιωθε πως απέναντι της ο εχθρός ήταν ίδιος. Ήταν οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι που είχαν δημιουργήσει κρεματόρια. «Η μυρωδιά της καμένης σάρκας δεν πλανιέται μόνο πάνω απ’ το Άουσβιτς» έγραφε «αλλά πάνω απ’ όλη την Γερμανία, που έχει ευθύνη». Κάποια στιγμή εντάσσεται στο Κομουνιστικό Κόμμα, που φυσικά ήταν παράνομο. Σύντομα, θα περάσει στην παρανομία, ανακαλύπτοντας τον ένοπλο αναρχισμό. Τα κείμενα της γίνονται πιο άγρια και μια ομάδα σχηματίζεται γύρω της έτοιμη να αναλάβει δράση.
Στο πλευρό της, η Γκούντρουν Εσλιν. Μια ξανθιά, ψηλή, παθιασμένη και αριστοκρατική γυναίκα, που στα 26 της χρόνια, ύστερα από την πιο σφοδρή στην ιστορία της αριστεράς σύγκρουσης των αστυνομικών με τους διαδηλωτές στο τείχος του Βερολίνου, αποφασίζει να περάσει στην ένοπλη δράση. Είναι κόρη ενός φιλήσυχου πάστορα και απόγονος του μεγάλου Γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου Χέγκελ. Είναι διδακτορική φοιτήτρια στην λογοτεχνία, σύζυγος και μητέρα δυο παιδιών. Πετάει εν μια νυκτί το ήρεμο σαν διαφήμιση οικογενειακό της περιβάλλον και γίνεται η πιο φανατισμένη μορφή δράσης της θεωρητικής Μάινχοφ.
Κάπου εδώ μπαίνει στην ιστορία και ο νεαρός φοιτητής Αντρέας Μπάαντερ, με το παρατσούκλι «Μάρλον Μπράντο» γιατί είναι πολύ όμορφος και πράγματι θυμίζει τον κινηματογραφικό αστέρα. Είναι γυναικάς, είναι κλεφτής αυτοκίνητων, είναι απρόβλεπτος και τον συντηρούν οικονομικά οι πόρνες της κακόφημης γειτονιάς που ζει. Οι πόρνες, σε αντίθεση με την τακτική τους, του προσφέρουν φαγητό και λεφτά με αντάλλαγμα τις σεξουαλικές του υπηρεσίες, μιας και κυκλοφορούν φήμες για το πόσο μεγάλες είναι οι επιδόσεις του και η φυσική του κατάσταση, αλλά και για να τον ακούνε να μιλάει για τον ρόλο τους ως δημόσιες γυναίκες στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος.
Η Γκούντρουντ αναλαμβάνει καθοδηγήτρια του στην οργάνωση που ονομάζεται πια Φράξια Κόκκινος Στρατός και σύντομα γίνεται ερωμένη του. Ανάμεσα από βιβλία των Μαρξ, Νιτσε, Μαρκουζε και κάπου κάπου του «παππού» Χέγκελ, οι δυο νέοι ερωτεύονται παθιασμένα. Ο Μπάαντερ δείχνει να αναπνέει για αυτήν και κάνει ότι του πει. Ανάμεσα σ’ αυτά, ως πρώτη τους κοινή κίνηση, ως αρραβώνας ίσως, είναι η ανατίναξη δυο τεράστιων πολυκαταστημάτων. Πίνοντας ποτά στο γνωστό επαναστατικό στέκι Κλαμπ Βολτέρ, θα φιλιούνται και θα παρακολουθούν τις πυροσβεστικές να τρέχουν με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν. Θα τους συλλάβουν και θα τους φυλακίσουν.
Η Μάινχοφ οργανώνει με δεκάδες νέους μια σειρά ανεξέλεγκτων βομβιστικών επιθέσεων. Χιλιάδες νέοι διαδηλώνουν την αφοσίωση τους στον όμορφο, παθιασμένο, φανατισμένο και σιγά σιγά μυθικό ζευγάρι. Οι αρχές της χώρας αναγκάζονται να τους αποφυλακίσουν. Θα καταφύγουν στο Παρίσι, θα κάνουν παρέα με διανοούμενους, θα κυκλοφορούν με Μερσεντές. Η Μάινχοφ τους εγκαλεί στην επαναστατική τάξη και στην Γερμανία. Ο Αντρέας θα φυλακιστεί. Η Ουρλίκε Μάινχοφ έχει αφήσει πίσω της την πληγωμένη ευαίσθητη έφηβη που ήταν και έχει γίνει μια δυναμική, αμείλικτη γυναίκα. Χωρίς να διστάσει θα σχεδιάσει και θα καταφέρει να απελευθερώσει το Μπάαντερ απ τις φύλακες. Ένα ταξίδι στην Παλαιστίνη. Επιστροφή στην Γερμανία, Κρησφύγετα σε Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Ψευδώνυμα. Πλαστά χαρτιά. Δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις. Επιθέσεις σε πρώην Ναζί, σε πράκτορες των ΗΠΑ, σε αστυνομικούς και σε όσους δεν τύχαιναν συμπάθειας στον γερμανικό λαό, τους κάνουν σχεδόν λαϊκούς ήρωες κάποιες στιγμές. Συλλαμβάνονται.
Τον Μάιο του 1975 μέσα στις ίδιες τις φυλακές ύψιστης ασφάλειας του Στονχάιμ της Στουτγάρδης αρχίζουν οι δικές των Μπάαντερ, Μαινχοφ, Ελσιν και Γιον Καρλ Ρόσπελ. Η λέξη Στομχάιμ έκτοτε σημαίνει για την Γερμανία κρατικός υπερθωρακισμός. Τους έχουν φυλακισμένους σε ειδικά κατασκευασμένα κελιά. Είναι ολόλευκα και ίσα που τους χωράνε όρθιους, ενώ δεν μπορούν να απλώσουν στα πλάγια ούτε τα χέρια τους. Τα λευκά αυτά κελιά τρελαίνουν. Ένα ένα τα μέλη της πρώτης γενιάς της RAF θα αυτοκτονήσουν, μέσα σ αυτά τα κελιά. Από πολλούς οι αυτοκτονίες δεν θα θεωρηθούν μέρος μιας ψυχολογικής τακτικής που οδηγεί σε αυτοχειρίες, αλλά εν ψυχρώ και σκηνοθετημένες δολοφονίες για να ξεμπερδεύουν οι μηχανισμοί απ αυτούς τους ενοχλητικούς, ονειροπόλους νέους. Ο θάνατος τους, λοιπόν, τους μυθοποιεί ακόμα περισσότερο. Ο Αντρέας και η Γκέρτρουντ θα «αυτοκτονήσουν» την ίδια μέρα.
Λίγο αργότερα η δεύτερη γενιά της RAF πραγματοποιεί μια αεροπειρατία σε συνεργασία με τους μαχητές των Παλαιστίνιων. Ακολουθεί και τρίτη γενιά δράσης ώσπου ο μηχανισμός της Φράξιας Κόκκινος Στρατός εξολοθρεύεται. Χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια, να γράφουν 11.000.000 σελίδες από το κράτος που να καταγράφουν τη δράση της ομάδας, να μετρηθούν 67 νεκροί και 230 βαριά τραυματίες, να γίνουν 31 ληστείες τραπεζών, δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις, να ξοδευτούν δεκάδες εκατομμύρια μάρκα για την σύλληψη και 7.000.000 μάρκα ως κέρδη από τις ληστείες της, να χρησιμοποιηθούν 180 κλεμμένα αυτοκίνητα, άπειρα εκρηκτικά, πλαστές ταυτότητες και όπλα και ο κόσμος να μη μπορεί ακόμη να ξεπεράσει πως αυτά τα παιδιά κάποτε υπήρξαν.«Το να κανείς σεξ και να πυροβολείς είναι το ίδιο πράγμα» είπε κάποτε στους Παλαιστίνους, σοκάροντας τους, ο Αντρέας Μπάαντερ.
«Το κράτος έψαχνε σ΄ αυτά τα παιδιά την απόκλιση» λέει σήμερα ο Χορεστ Χέραλντ, ο αστυνομικός που τους κυνήγησε ανελέητα, «έψαχνε να βρει αν έχουν ταραγμένους ψυχισμούς, διαλυμένες οικογένειες, αν έπαιρναν ναρκωτικά και ξέχναγε να δει πως ήταν παιδιά της Γερμανίας, μεσοαστικών οικογενειών, νέοι άνθρωποι που δεν άντεξαν κάποτε την σκληρότητα για να χαθούνε μέσα της». Ο άνθρωπος αυτός είναι πλέον απολυμένος από την αστυνομία, έχει εμμονή με την RAF και θεωρεί τον εαυτό του τελευταίο κρατούμενο, ζώντας σε κάποιο μικρό βαυαρικό εχθρό. Ο ίδιος άνθρωπος που τους συλαμβανε τους θυμάται πιο πολύ απ όλους! Μια φωτογραφία το ζευγάρι να φιλιέται, ασπρόμαυρο. Σε μια άλλη η Ουρλικε Μάινχοφ έφηβη. Η χαμένη αδελφή της Πρισίλα Πρίσλει, με φουντωτό μαλλί, λευκό δέρμα και λεπτή μέση. Η ίδια γυναίκα αργότερα με κοντοκουρεμένα όρθια μαλλιά και αγριότητα στο βλέμμα. Ένα βλέμμα κυνηγού και θηράματος μαζί. Μια σκιά απ το παρελθόν της Ευρώπης. Ένας μύθος για κείνους που δεν γέρασαν, δεν συμβιβάστηκαν, δεν κουράστηκαν, δεν χάθηκαν σε λογαριασμούς, προαγωγές, ψεύτικες σχέσεις, δήθεν καριέρες και χαυνωμένη κούραση. Ένας μύθος για κείνους που ερωτεύτηκαν κρατώντας βόμβες και όνειρα. Ένας μύθος, για κείνους που σκότωσαν και πλήρωσαν για αυτό, που στο όνομα της δικής τους αλήθειας συνέθλιψαν κάθε διαφωνία, που κοίταξαν τον καθρέφτη απ΄ την πλευρά του ειδώλου τους, που έδειχνε φανατισμό. Και η Ευρώπη δεν μυρίζει μόνο την καμένη σάρκα πάνω απ το Άουσβιτς, αλλά την βουρκώνει και η καυτερή πυρίτιδα απ τις βόμβες…
*Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι Δημοσιογράφος, Συγγραφέας