του Τάσου Παππά
Ο Μάριο Μόντι είπε στη συνέντευξη, που όλοι στην Ιταλία και στην Ευρώπη ανέμεναν, ότι «δεν πρόκειται να θέσω υποψηφιότητα σε καμία εκλογική περιφέρεια, ωστόσο είμαι διατεθειμένος να αναλάβω εκ νέου πρωθυπουργός, με όποιον στηρίξει την ατζέντα μου και τους όρους μου».
Τι λέει μ’ άλλα λόγια ο «σούπερ Μάριο» στους Ιταλούς πολιτικούς;
«Κατεβείτε εσείς στην εκλογική αρένα, τσακωθείτε, βγάλτε τ’ άπλυτα σας στη φόρα, χρησιμοποιείστε όποιο μέσο θεωρείτε πρόσφορο για να κερδίσετε την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος και μετά φωνάξτε με να κυβερνήσω με όποιον εγώ διαλέξω ως συνέταιρο». Τι λέει, επίσης, στους Ιταλούς ψηφοφόρους; «Ψηφίστε όποιον θέλετε, αλλά για πρωθυπουργό θα έχετε εμένα».
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ότι για τύπους σαν τον Μόντι , δηλαδή για τεχνοκράτες που πλασάρονται ως σωτήρες, τα κόμματα είναι δευτερεύοντες και συμπληρωματικοί μηχανισμοί, οχήματα για ανάδειξη στην κορυφή της εξουσίας ανθρώπων που δεν έχουν ή που δεν θέλουν να έχουν σχέση μ’ αυτά και ότι οι εκλογές είναι μια αναγκαστική και, εν πολλοίς, πολυτελούς χαρακτήρα διαδικασία, την οποία δεν μπορούμε βεβαίως να καταργήσουμε, μπορούμε όμως να την παρακάμψουμε, προσαρμόζοντας το αποτέλεσμα της κάλπης στις ανάγκες της συγκυρίας.
Αν όμως είναι έτσι, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να διεξάγονται εκλογές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να λειτουργούν τα κόμματα. Ας αντιμετωπίζουμε τα θέματα διακυβέρνησης με δημοσκοπήσεις. Θα μας έρχονται και πιο φθηνά.
Ας σοβαρευτούμε: Η άποψη Μόντι δεν είναι καινοφανής. Είναι δεσπόζουσα στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και στους ισχυρούς οικονομικούς και τραπεζικούς κύκλους. Προβάλλεται ως αντίπαλο δέος στη φαυλότητα των κομμάτων και στις ατυχείς επιλογές των μαζών, οι οποίες άγονται και φέρονται από επιδέξιους δημαγωγούς. Εφόσον, λοιπόν, τα παραδοσιακά κόμματα δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό του λαϊκισμού και οι ψηφοφόροι δεν είναι σε θέση να διαγνώσουν τις πραγματικές προθέσεις των ηγετών και παρασύρονται σε δρόμους επικίνδυνους, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την (από πάνω διόρθωση) των πραγμάτων, με την τοποθέτηση στις κατάλληλες θέσεις των κατάλληλων ανθρώπων. Αυτών, δηλαδή, που δεν έχουν δεσμεύσεις, που δεν φοβούνται το πολιτικό κόστος και προωθούν αντιδημοφιλείς, πλην όμως απαραίτητες, μεταρρυθμίσεις.
Το ερώτημα είναι, πάντως, γιατί οι λαοί δεν μπορούν να πειστούν για τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων και για την αναγκαιότητα των αλλαγών με τους κλασικούς τρόπους- διάλογος, διαβούλευση, αντιπαράθεση – και χρειάζεται μια εξωθεσμική παρέμβαση προκειμένου να επιβληθούν αυτές οι πολιτικές.
Μήπως γιατί οι φερόμενοι ως ουδέτεροι τεχνοκράτες δεν είναι και τόσο ουδέτεροι; Μήπως γιατί οι περιλάλητες διαρθρωτικές αλλαγές δεν είναι τόσο ισορροπημένες και δίκαιες, όσο δηλώνουν ότι είναι αυτοί που τις εκπονούν; Μήπως γιατί τα προγράμματα που εφαρμόζονται οδηγούν σε ανθρωπιστική καταστροφή και όχι στην έξοδο από την κρίση; Μήπως γιατί οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με οργανωμένη επιχείρηση κατεδάφισης όλων των κοινωνικών δικαιωμάτων, με στρατηγική που έχει ως στόχο την αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των πολλών; Μήπως γιατί πρέπει να σφηνωθεί στα μυαλά των ανθρώπων η αντίληψη ότι η θηριώδης ανισότητα που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες είναι μια φυσική κατάσταση και πως είναι μάταιο να αγωνίζεσαι να την ανατρέψεις; Λέμε, μήπως…
Via : www.aixmi.gr