του Βασίλη Παπαστεργίου *
Για πολλά χρόνια έκανα κάμπινγκ, συνήθως ελεύθερο.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια ως την γέννηση των παιδιών μου, σχεδόν 25 χρόνια, έχω στήσει σκηνή σε δεκάδες νησιά, κυρίως της άγονης γραμμής.
Όλα αυτά τα χρόνια οι Ιταλοί ήταν οι καλύτεροι φίλοι μου. Γνώρισα, χωρίς υπερβολή, εκατοντάδες Ιταλούς και Ιταλίδες τουρίστες κατασκηνωτές. Ήταν αδέξιοι και ανοργάνωτοι σαν κι εμένα και τα Αγγλικά τους ήταν αρκούντως άσχημα έτσι ώστε να συνεννοούμαστε τέλεια. Όχι τόσο καλά όπως των Σκανδιναβών, των Ολλανδών και των Γερμανών που με έκαναν πάντα να αισθάνομαι μειονεκτικά, όχι όμως και τόσο άθλια όπως των Άγγλων και ιδίως των Σκωτσέζων.
Δεν ξέρω βέβαια γρυ Ιταλικά, αλλά με κάποιον τρόπο όλοι ξέρουμε κάποια Ιταλικά, έτσι δεν είναι;
Ήξερα τους στίχους από το Bella Ciao, την Bandiera Rosa, τους έλεγα και «Κε κόζα» και όλα γινόντουσαν πιο εύκολα. Συμφωνούσαμε ότι ο Μπερλιγκουέρ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, αυτοί αγαπούσαν τον Θεοδωράκη και την Μοσχολιού, εγώ τον Σέρτζιο Εντρίγκο και τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ και έτσι όλα ήταν ισότιμα και σωστά.
Όταν το 1994 εκλέχτηκε πρωθυπουργός της Ιταλίας ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το σοκ ήταν μεγάλο.
Επί σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα ο Μπερλουσκόνι, ένας ακροδεξιός κλόουν, ψηφίζεται από ένα ποσοστό μεταξύ 20-40% της Ιταλικής κοινωνίας. Κέρδισε 4 εκλογές, έγινε πρωθυπουργός επί 8 χρόνια και ακόμα παίζει ρόλο την σημερινή Ιταλική ακροδεξιά κυβέρνηση.
Έχοντας γνωρίσει λοιπόν αρκετές εκατοντάδες Ιταλούς και Ιταλίδες, ωστόσο ποτέ μου δεν μπόρεσα να γνωρίσω από κοντά έστω έναν ψηφοφόρο του Μπερλουσκόνι. Κάθε φορά που η συζήτηση ερχόταν στον Μπερλουσκόνι, οι Ιταλοί καλοκαιρινοί φίλοι μου, αναφωνούσαν με ιερή αγανάκτηση ¨Αααα Μπερλουσκόνι, τερίμπιλε, ορίμπιλε, φασσσσσσίστα!»
Επί χρόνια έψαχνα να βρω έστω έναν απλό ψηφοφόρο του Μπερλουσκόνι, που στο μεταξύ έπαιρνε ποσοστά 40% στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στην Ιταλία. Μάταια.
Κανένας από τους φίλους που γνώριζα τα ωραία καλοκαίρια στα νησιά δεν ψήφιζε Μπερλουσκόνι.
Κάποιοι βέβαια ήξεραν κάποιον που ψήφιζε Μπερλουσκόνι. Κάποιον γείτονα, κάποιον στην δουλειά, κάποιον αντιπαθητικό στο γραφείο. Μια φορά στους Λειψούς βρήκα κάποιον που μου είπε με περηφάνεια ότι ήξερε κάποιον που είχε έναν πρώτο ξάδελφο που ψήφιζε Μπερλουσκόνι. Αυτή μάλλον ήταν η πιο κοντινή σχέση που απέκτησα ποτέ με ψηφοφόρο του Μπερλουσκόνι.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Μπερλουσκόνι στα 86 του παραμένει παράγοντας της νέας ακροδεξιάς Ιταλικής κυβέρνησης, εγώ εδώ και δύο χρόνια επέστρεψα στην πρακτική του κάμπινγκ κυνηγώντας βέβαια τα τρία πιτσιρίκια μου, αλλά ακόμα δεν έχω αξιωθεί να γνωρίσω από κοντά έναν ψηφοφόρο του Σίλβιο.
Και η απορία μου όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε: «Μα ποιος μαλάκας τέλος πάντων ψηφίζει Μπερλουσκόνι;»
Κάπως έτσι νιώθω από την Κυριακή με το 41% της ΝΔ.
Όχι ότι δεν έχω φίλους ή γνωστούς που ψηφίζουν ΝΔ, συγγενείς, συναδέλφους, γείτονες. Αλλά το κλίμα μιας εκλογικής κυριαρχίας της ΝΔ σε αυτόν τον βαθμό δεν το ανίχνευα πουθενά.
Ούτε πριν ούτε μετά τις εκλογές.
Την μέρα των εκλογών, στο χωριό που ήμουν δικαστικός αντιπρόσωπος, πρώτευσε άνετα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ ανταγωνιζόταν με το ΚΚΕ για την δεύτερη θέση.
Την Δευτέρα το πρωί με την παγωμάρα του εκλογικού αποτελέσματος, πήρα ένα φραπέ στο χέρι και άρχισα να περπατάω μόνος στους δρόμους της Άρτας. Το μόνο που άκουγα ήταν «Ούι, τι ήταν αυτό που πάθαμι», «τώρα ποιους τουν κρατάει τουν Μιτσουτακ».
Μια κατάσταση Δευτέρας στο σχολείο μετά από ήττα 3-0 στο ντέρμπυ. Μόνο μια παρέα μπαρμπάδων φαινόταν ευτυχής.
«Καλύτερα Χρυσή Αυγή παρά ο Τσίπρας» πρόλαβα να ακούσω από έναν καλοντυμένο κύριο και επιτάχυνα το βήμα μου.
Και να πεις ότι είμαι εκτός κοινωνίας;
Στην παιδική χαρά της γειτονιάς μου τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές, όλοι οι γονείς δεν έκρυβαν την απογοήτευσή τους για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ποιος μαλάκας λοιπόν ψηφίζει Μητσοτάκη;
Αν για τα φρικιά της Ιταλίας που κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ στα νησιά της Ελληνικής άγονης γραμμής είναι μάλλον αναμενόμενο να προτιμούν τον Μπερλιγκουέρ από τον Μπερλουσκόνι, τι ακριβώς συμβαίνει με την Ελληνική κοινωνία;
Ωστόσο, αγαπητές φίλες και φίλοι, η πικρή αλήθεια είναι αυτή. Ούτε νοθεία έγινε βέβαια, ούτε κάποιος μας κάνει πλάκα.
Και – για να μην γίνομαι και άδικα προσβλητικός – φυσικά ούτε το 41% των συμπολιτών μας που ψηφίζουν Μητσοτάκη είναι μαλάκες.
Ωστόσο, αυτό το 41% των συμπολιτών μας επέλεξε μια καταστροφική ψήφο, μια ψήφο πραγματικά επικίνδυνη για την δημοκρατία και τον τόπο μας.
Τίποτα ωστόσο πραγματικό δεν είναι ανεξήγητο.
Χωρίς προφανώς να μπορώ να προσδιορίσω την έκταση του προβλήματος, διαβλέποντας ωστόσο την εκλογική νίκη της ΝΔ να έρχεται (όχι βέβαια σε αυτήν την έκταση), τον Φεβρουάριο φέτος έγραψα εδώ για 5 διακριτές κοινωνικές κατηγορίες που θα ήταν λογικό να επιβεβαιώσουν την εμπιστοσύνη τους στην Νέα Δημοκρατία.
Η τότε ανάρτηση είναι αυτή.
Αν και σε κάποια πράγματα έπεσα έξω, ωστόσο το σημείο Β, που αναφέρεται στις κοινωνικές βάσεις της ΝΔ, νομίζω ότι έχει κάποια ουσία.
Συνοψίζω: α) ο βαθύς ελληνικός συντηρητισμός, β) ο κόσμος της ιδιοκτησίας, γ) ελεύθεροι επαγγελματίες με σχετικά ψηλά εισοδήματα, δ) ευνοούμενοι του νέου εκτεταμένου πελατειακού κράτους και ε) δικαιούχοι των ποικίλων επιδομάτων, αυτές οι κατηγορίες είναι τα στηρίγματα του νέου μητσοτακικής κυριαρχίας.
Σε όλα αυτά, ας προσθέσουμε τα ποικίλα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ (για αυτά αναλυτικά, ελπίζω αύριο).
Και σίγουρα πρέπει να προσθέσω στοιχεία που τότε είχα υποτιμήσει ή υποβαθμίσει, αλλά υπό το φως των νέων δεδομένων, είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω και να τονίσω.
Πρώτον, την βελτίωση της αποτελεσματικότητας των λειτουργιών του κράτους (ψηφιοποίηση κλπ), μια ορατή βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη.
Δεύτερον, την αύξηση της απασχόλησης, έστω με κακοπληρωμένες, ανασφαλείς δουλειές, με bullshit jobs, όπως λένε έξω.
Και τρίτον, την μεγαλύτερη γείωση της τωρινής κυβέρνησης με πρακτικές πλευρές της κοινωνικής ζωής σε σχέση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οι στοχευμένες παρεμβάσεις σε μια σειρά ζητήματα (τα διάφορα pass με τελευταίο το dental pass που έκανα κι εγώ για τα παιδιά μου μόλις προχθές), πράγματα που η Αριστερά υποτίμησε στο όνομα μιας κατά τα άλλα αναγκαίας καθολικότερης παρέμβασης.
Κάπως έτσι μπορεί ίσως να ερμηνευτεί αυτό το εκκωφαντικό, αλλά ταυτόχρονα βουβό, 41% της ΝΔ. Αυτοί οι άνθρωποι την ψήφισαν, νομίζω με αυτές τις παραστάσεις, όχι κάποιοι εξωγήινοι. Εξάλλου δεν είναι βέβαια εξωγήινοι κι αυτοί που ψηφίζουν τον Μπερλουσκόνι, 3 δεκαετίες τώρα, στην Ιταλία, έστω κι αν δεν κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ στα Ελληνικά νησία.
Παρ’όλα αυτά, η επικράτηση της ΝΔ είναι μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη για την δημοκρατία, ένας αναιδής θρίαμβος.
Τα υψηλά ποσοστά του 41% (που εξάλλου – ας μην το ξεχνάμε ποτέ – δεν αποτελούν πλειοψηφία ) δεν δικαιώνουν πολιτικές και πρακτικές.
Ένα υψηλό εκλογικό ποσοστό δεν αποτελεί τεκμήριο ορθότητας μιας πολιτικής.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ορντογάν στις 14/5 κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Τουρκική Βουλή και ετοιμάζεται αύριο να εκλεγεί με ποσοστό πάνω από 55%.
Είναι άραγε αυτό τεκμήριο ορθότητας και δημοκρατικότητας; Μάλλον όχι.
Τα ίδια ισχύουν και για τον Όρμπαν και άλλους αυταρχικούς ηγέτες.
Οι εκλογικές πλειοψηφίες είναι ίδιον των αυταρχικών καθεστώτων. Οι αυταρχικές κυβερνήσεις κατασκευάζουν συναινέσεις μέσα από την δημιουργία εσωτερικών ή εξωτερικών εχθρών (μετανάστες, πρόσφυγες) και οικοδομούν πλειοψηφίες πάνω σε αυτές.
Μπορεί λοιπόν να είναι απολύτως απογοητευτικό ότι πχ οι υποκλοπές απασχολούν – κατά τις μετρήσεις – μόλις το 5% (!) των εκλογέων και η υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών που επέφερε το δυστύχημα των Τεμπών το 6% (!), ωστόσο τα ζητήματα αυτά δεν είναι δευτερεύοντα για μια δημοκρατία.
Το ίδιο ισχύει για την εγκληματική πρακτική των επαναπροωθήσεων, που αποδείχθηκαν για άλλη μια φορά με το δημοσίευμα των New York Times μέσα στην γενική σιωπή στο εσωτερικό.
Με δυο λόγια, όσο μειοψηφικές κι αν είναι οι αντιδράσεις για τις υποκλοπές, τις επαναπροωθήσεις, τα εγκλήματα στα σύνορα και την υποβάθμιση των δημόσιων αγαθών, ο μόνος δρόμος είναι η επιμονή στα ζητήματα αυτά.
Αυτή η κριτική κρατά ζωντανή μια δημοκρατία.
Κι εγώ μέσα στα 4 αυτά χρόνια έχω γράψει πολλές φορές για αυτά τα θέματα και έχω χρησιμοποιήσει πολύ βαριές εκφράσεις.
Δεν παίρνω πίσω ούτε μια λέξη.
Ακόμα κι αν η πλειοψηφία αδιαφορεί για αυτά τα ζητήματα (και δεν αδιαφορούν – ευτυχώς – όλοι), μια Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της για αυτά μιλά, για αυτά αγωνίζεται, για αυτά επιμένει και αντιστέκεται. Προφανώς όχι μόνο για αυτά, αλλά και για αυτά. Όχι με μισόλογα, ούτε με υπεκφυγές, αλλά με θάρρος και επιμονή στις απόψεις και τις αρχές της.
Δεν πρέπει κανείς ποτέ να υποτιμά τον αντίπαλό του, πράγμα που η εγχώρια Αριστερά, έκανε πολλές φορές. Είναι καλό να τον μελετά, να διδάσκεται από τις επιτυχίες του, και να μαθαίνει. Αυτό που πρέπει ωστόσο πάντα να αποφεύγει, είναι να τον μιμείται.
Για αυτά όμως, αύριο.
*Δικηγόρος , πρώην μέλος του Δ.Σ. του ΔΣΑ