Με αφορμή την αυτοβιογραφία του που διατρέχει τον χωροχρόνο από τη μινωική Κρήτη των προγόνων του ως το ηρωικό Πολυτεχνείο της νεότητάς του, τονίζει στο Magazine ότι είναι στο χέρι μας να μην περάσει ο ιστορικός αναθεωρητισμός όσων θέλουν να παραχαράξουν τους δημοκρατικούς αγώνες των Ελλήνων, από τις μέρες του Βενιζέλου μέχρι την αντιχουντική εξέγερση του 1973.
Πρόκειται για το περιβόητο τεύχος που κυκλοφόρησε με ημερομηνία Γενάρης-Φλεβάρης 1974 και φιλοξενούσε στην τέταρτη και τελευταία σελίδα την ανακοίνωση της αυτοαποκαλούμενης «Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα του Πολυτεχνείου» που κατήγγειλε την «προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολ/χνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με το προβοκατόρικο σχέδιο των Ρουφογάλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση τις εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικανικής ClΑ».
Δεν είναι όμως οι πύρινες ανακοινώσεις εναντίον του εκ μέρους ορισμένων πρώην συντρόφων του που τον απασχολούν (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον στεναχωρούν), αλλά μην τυχόν «ο κόσμος νομίζει ότι έγραψα ένα βιβλίο μόνο για το Πολυτεχνείο. Ούτε κατά διάνοια» λέει στο Magazine. «Για το Πολυτεχνείο γράφω μόνο στις τελευταίες σελίδες. Η μεγαλύτερη μου συγκίνηση πηγάζει από το υπόλοιπο βιβλίο». Άλλωστε πρόκειται για την αυτοβιογραφία του και συγκεκριμένα για τον πρώτο τόμο της (ο δεύτερος θα αφορά το διάστημα από τη μεταπολίτευση κι έπειτα) οπότε η αφήγηση του ξεκινά όχι απλά από την αρχή της δικής του ζωής, αλλά επιλέγει να ξετυλίξει το νήμα από ακόμη πιο πίσω, από τη μινωική Κρήτη των προγόνων του. «Και τι με νοιάζει εμένα ο Ανδρουλάκης, τα σόγια του και τα βουνά της Κρήτης; μπορεί να πει κάποιος. Μέσω όμως αυτού του βιβλίου ο καθένας μπορεί να σκεφτεί και τη δική του ρίζα» λέει. «Οφείλουμε όλοι να πούμε στα παιδιά μας από πού ερχόμαστε».
Καταρχάς δεν ήθελα να κάνω ένα ιστορικό βιβλίο με παραπομπές και τέτοια. Ο αναγνώστης πρέπει να το απολαύσει σαν μυθιστόρημα. Το έγραψα σαν ποταμός, μέσα σε λίγους μήνες. Όσον αφορά την έρευνα, η μέθοδός μου είναι η εξής: Απορροφώ ένα τεράστιο πλούτο στοιχείων, τα επεξεργάζομαι, τα σκέφτομαι και μετά τα αποδίδω με ελεύθερη αφήγηση. Σαν να είναι μυθιστόρημα, όπως είπα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, για παράδειγμα, γράφω για τον φανταστικό μου βίο στη μινωική Κρήτη. Δεν το κάνω τυχαία. Είναι μια αλληγορία για την πραγματική μου ζωή και ταυτόχρονα είναι η αφήγηση της ιστορίας του αδικημένου τόπου μου. Έχω αφομοιώσει την ελληνική και διεθνή ιστοριογραφία και αποδίδω το υλικό ελεύθερα, σαν να μιλώ σε ένα τραπέζι που πίνουμε κρασί. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις σελίδες για τα βουνά της Κρήτης. Έχω μπάρμπα τον στρατηγό Ιωάννη Σωτηρίου Αλεξάκη, ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής εκστρατείας και των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, ο οποίος είχε κάνει μεγάλη έρευνα στα σόγια μας. Εγώ είμαι Αλέξης και από τα δύο σόγια. Έκανα τη δική μου έρευνα -μέσα από πολλές συνεντεύξεις, χρονικά, αφηγήσεις, ό,τι μπορείς να φανταστείς- που λειτουργεί συμπληρωματικά σε εκείνη του Αλεξάκη.
Στην πορεία μιας τέτοιας έρευνας προκύπτουν από μόνα τους ορισμένα στοιχεία. Υπάρχει, ας πούμε, η φήμη ότι αυτός που λέγεται Ανδρουλάκης έφτασε στο όρος Δίκτη φυγόδικος από τον Μυλοπόταμο. Έψαξα και βρήκα ότι ήρθε ως Ανδρέας Ανδρεαδάκης, πράγματι μπλεγμένος σε βεντέτα. Βρήκα επίσης ότι οι Ανδρεαδάκηδες του Μυλοποτάμου κατάγονται από το Χορδάκι Ακρωτηρίου Χανίων, είναι δηλαδή και αυτοί φυγόδικοι από άλλο χωριό στο βάθος των κρητικών επαναστάσεων, πολέμων και οικογενειακών δραμάτων. Με παίρνει κάποια στιγμή τηλέφωνο ο πρόεδρος των απανταχού Ανδρεαδάκηδων και μου διαβάζει γράμμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που λέει ότι οι Μητσοτάκηδες είναι κανονικά Ανδρεαδάκηδες και το άλλαξαν από κάτι που έγινε μέσα στα κλασικά κρητικά δράματα. Βλέπεις λοιπόν πώς αρχίζει να κινείται η ίδια η αφήγηση από μόνη της.
Έχετε ξαναγράψει αυτοβιογραφικά. Ήταν πιο δύσκολα αυτή τη φορά; Έχει, υποθέτω, άλλο ειδικό βάρος το συγκεκριμένο βιβλίο ως ο πρώτος τόμος μιας κανονικής αυτοβιογραφίας;
Είναι μεγαλύτερη η συγκίνηση όταν αναφέρομαι στο γενέθλιο τόπο, στη μάνα, στον πατέρα. Η δυσκολία ήταν πώς να περιγράψω με βιωματική γλώσσα κάτι που δεν έζησα. Όπως για παράδειγμα την κατοχή και τον εμφύλιο. Μου έδωσε όμως μια απροσδόκητη ευκαιρία η συνομιλία μου με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ σχετικά με την απόπειρα δολοφονίας του το Πάσχα του 1979 στην Καρδαμύλη της Μεσσηνίας. Από εκεί προχωρώ σε διασταυρώσεις που με βοηθούν να λύσω αινίγματα της τοπικής, κρητικής ιστορίας, όπως την απαγωγή Κράιπε. Θα δει επίσης ο αναγνώστης κάτι πολύ σημαντικό: Πώς ένας ευγενής ιππότης του κομμουνισμού, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, καταγόμενος από την Αγριά Μαγνησίας, έφτασε με ένα καΐκι στην πατρίδα μου. Εκεί συναντιέται με τον Ρούσσο Κούνδουρο, ένα προοδευτικό φιλελεύθερο, μέλος μιας από τις ιδρυτικές οικογένειες της πόλης του Αγίου Νικολάου, και μαζί με τους συνταγματάρχες της μάχης της Κρήτης ιδρύουν το Εθνικό Μέτωπο Αντίστασης πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, στο οποίο εντάχθηκαν μετά. Επομένως, με βοήθεια από πολλούς ανθρώπους συνδράμω στην ιστορία για να φτιαχτεί το πορτρέτο αυτού του μεγάλου ηγέτη του κομμουνιστικού κόμματος. Στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα, η κόρη του, την οποία δεν είχα γνωρίσει μέχρι τότε από κοντά, έκλαιγε διαρκώς.
Μελετώντας τις δικές μου ρίζες γράφω και την ιστορία προσώπων που δεν γνώρισα, με ένα βιωματικό τρόπο. Άκουσα τι έλεγαν η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο μπάρμπας μου, η τοπική κοινωνία. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες που χρησιμοποίησα. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κάποιοι ζωντανοί από όλη αυτή την ιστορία. Είναι πχ ένας ονόματι Γεώργιος Χατζηδάκης, 100 ετών, πάλαι ποτέ πρόεδρος της ΕΠΟΝ Λασιθίου. Στον τόπο μου, ξέρεις, υπήρχε ακόμη και μια μικρή Μακρόνησος, το Τάγμα Σκαπανέων Αγίου Νικολάου Κρήτης. Μετά τους πήγαιναν στη Μακρόνησο.
Μελετώντας τις δικές μου ρίζες γράφω και την ιστορία προσώπων που δεν γνώρισα, με ένα βιωματικό τρόπο.
Πρόσεξε τώρα και ένα άλλο αίνιγμα του τόπου μου: Η μεγάλη μορφή που λέγεται Ρούσσος Κούνδουρος -ξάδερφος του Σήφη, του πατέρα του Νίκου, του σκηνοθέτη-, που γίνεται πρόεδρος της νομαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ Λασιθίου, ένας γόνος τοπικού εργοστασιάρχη, ένας αστός δημοκράτης με κοινωνική ευαισθησία, αυτός λοιπόν οδηγήθηκε στις φυλακές Αγιάς Χανίων και εκτελέστηκε αν και δεν ήταν στον κατάλογο των εκτελεσθέντων! Πήγε όμως ο αρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας των Χανίων, Δ. Παπαγιαννάκης, έσβησε μπροστά στον Γερμανό αξιωματικό το όνομα Ταβερναράκης και έγραψε αυθαίρετα Ρούσσος Κούνδουρος. Στην πίσω σελίδα, μάλιστα, υπήρχε το ονοματεπώνυμο Περικλής Χατζηανδρέου. Ήταν ένας πρωτοδίκης του τόπου μου για εκτέλεση, όμως ο Γερμανός τυχαία δεν γύρισε τη σελίδα. Βλέπεις δηλαδή ότι στο τέλος, όπως γράφω, την παρτίδα κερδίζει η τύχη. Βλέπεις τι ρόλο παίζουν οι περιστάσεις. Στο βιβλίο μου γενικά αλλά και στη δική μου μοίρα οι περιστάσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο. Δηλαδή αν δεν συναντούσα κάποιους ανθρώπους ενδεχομένως η πορεία μου να ήταν διαφορετική.
«Είναι σκέτη αυτοκτονία, είναι σαν να χάνεις ένα χέρι, ένα πόδι. Θα αλυσοδεθούμε σε μια τελεσίδικη απόφαση για το παρελθόν» γράφετε, απευθυνόμενος στον «συνομιλητή» που σας πίεσε να γράψετε την αυτοβιογραφία σας.
Ο συνομιλητής μου είναι ο εαυτός μου. Δεν είναι επινόηση συγγραφική. Το πρωί, στη δική μου ηλικία, πολλοί άντρες αφού σηκωθούν για να πάνε τουαλέτα, δεν τους ξανάρχεται ύπνος. Και αρχίζεις μια αδυσώπητη συνομιλία με τον εαυτό σου. Σε αυτόν τον μηρυκασμό της ζωής μου και στους ελεύθερους συνειρμούς της πρωίας, βασίζεται το βιβλίο. Προφανώς και στη βαθιά μου γνώση για τα πράγματα. Η μνήμη βέβαια είναι αναδημιουργική, δεν είναι φωτογραφική. Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά καθώς έρχεται από τα βάθη του ασυνείδητου, αναδημιουργείται.
Τώρα που έγραψα το βιβλίο, νιώθω ένα άδειασμα, μου έφυγε η όρεξη για τον δεύτερο τόμο. Θυμάμαι κάτι αντίστοιχο συνέβη με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Όσο έγραφε τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του ο Χρήστος Θεοχαράτος, ο Χαρίλαος είχε όρεξη, μιλούσε, έδινε εικόνες, ανέκδοτα, ό,τι θες. Γιατί είχε να κάνει με την παιδική του ηλικία, τη μάνα του, τον πατέρα του, μετά με την Αντίσταση, τα βουνά – συγκλονιστικά πράγματα. Όταν ήταν να μιλήσει για τη μεταπολίτευση -όπως εγώ τώρα- του έφυγε η όρεξη. Κι επειδή παρόλο που με είχε διαγράψει είχαμε ξεκινήσει μια νέα φιλία, έλεγε στον Θεοχαράτο: «Πάρ’ τον να σου πει αυτός». Στον δεύτερο τόμο του Θεοχαράτου, είναι λιγότερος ο λόγος του Χαρίλαου και περισσότερα τα ντοκουμέντα. Όπως και στα τραπέζια με δημοσιογράφους ή παράγοντες εκτός κόμματος, ο Χαρίλαος μπορεί να μιλούσε για ώρες, χωρίς όμως να πει καμία ιστορία που να αφορά πχ τον Καραμανλή ή το Κόμμα. Έλεγε μόνο τα παλιά. Αυτό το άδειασμα νιώθω κι εγώ. Ελπίζω να συνέλθω.
Λέτε ότι η μνήμη είναι αναδημιουργική. Άρα υπάρχει αρκετή δημιουργική ελευθερία στις περιγραφές σας;
Αναδημιουργική μνήμη σημαίνει το εξής: Είναι πχ η σκηνή με τη Μελίνα στο σπίτι της μητέρας μου. Είναι οι μέρες γυρισμάτων του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στον τόπο μας. Είναι μια σημαντική στιγμή. Γι’ αυτό έχω βάλει στο εξώφυλλο μια κομπάρσα. Είναι το άνοιγμα του τόπου μου στον κόσμο. Μέχρι τότε ο Άγιος Νικόλαος ήταν μια παραμελημένη επαρχιακή πόλη. Είμαι πεντέμισι ετών. Έχω εικόνες στο μυαλό μου, την απελπισία της μάνας μου διότι στάζει η οροφή του σπιτιού, διότι δεν έχουμε τουαλέτα. Ζωντανεύω όμως τη σκηνή δημιουργικά. Αλλιώς κάνεις ένα βαρετό δοκίμιο του στιλ: Η Μελίνα έκανε πρόβα στο σπίτι του Μιμή Ανδρουλάκη. Στο βιβλίο μου όμως η λογοτεχνική γλώσσα δίνει τη δυνατότητα να μπούμε στο βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτή είναι η διαφορά με ένα ακαδημαϊκό δοκίμιο για την ιστορία.
Μιλάτε πολύ για τους γονείς σας, αναρωτιέμαι λοιπόν αν τώρα που είστε στην τρίτη ηλικία σας λείπουν περισσότερο απ’ όσο όταν ήσασταν νεότερος.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου η έλλειψη ήταν μικρότερη. Τώρα που τον ανακαλύπτω ξανά μέσα από το βιβλίο μου και αφηγούμαι τη ζωή του, τον αγαπώ και τον πονάω περισσότερο. Ήταν πολύ ωραίος άνθρωπος αλλά με σκληρή μοίρα. Του δώσανε και το όνομα Γρηγόρης που είναι ενός μπάρμπα του σκοτωμένου στη Μικρά Ασία. Έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου όταν γεννήθηκα. Είχε βαριά φυματίωση, σώθηκε την τελευταία στιγμή. Αυτό άλλαξε τον χαρακτήρα του. Ο πατέρας μου έχει παίξει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση μου -το κατάλαβα εκ των υστέρων- διότι γύρω από τον πάγκο του τσαγκαράδικού του συμβαίνουν τα πάντα. Περνάνε από εκεί οι κυνηγοί, οι ψαράδες, οι βοσκοί, οι λυράρηδες, οι πάντες. Είναι επίκεντρο της κοινωνικής ζωής του Αγίου Νικολάου.
Έχω εικόνες στο μυαλό μου, την απελπισία της μάνας μου διότι στάζει η οροφή του σπιτιού, διότι δεν έχουμε τουαλέτα.
Θέλω να δείξω πώς ο γενέθλιος τόπος και οι χαρακτήρες του διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης μας. Εκεί αποκτώ την πολιτική μου παιδεία. Δηλαδή διαβάζω μανιακά τις εφημερίδες που τυλίγουμε τα παπούτσια. Έτσι αποκτώ μια υπερπολιτικοποίηση σαν παιδί και σαν έφηβος. Τελικά όμως μπορώ να σου πω ότι τώρα ένιωσα μεγαλύτερο πόνο για τον πατέρα μου παρά όταν τον έχασα. Όπως και για τη μάνα μου. Την έχασα το ’17 και τώρα νιώθω μεγαλύτερο τον πόνο. Διότι μεγάλωσα ανάμεσα στο τσαγκαράδικο του πατέρα μου και στο μοδιστράδικο της μάνας μου, το οποίο ήταν επίσης κοινωνικός χώρος. Εκεί άρχισε η μύηση μου στον ψίθυρο, στον κόσμο των γυναικών. Καθώς οι γυναίκες ξεγυμνώνονταν, ξεγύμνωναν και την ψυχή τους. Περισσότερα γνωρίζω για την ψυχανάλυση των γυναικών από τον ψίθυρο κατά τη διάρκεια της πρόβας τους εκεί, παρά στον Φρόιντ.
Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε τόσο από τον πατέρα σας όσο και από τη μητέρα σας;
Και από τους δύο πήρα την εξωστρέφεια, αλλά με ένα μικρό πόνο μέσα της. Από τον πατέρα μου πήρα ένα μάθημα που δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ. Ήταν πιο φιλοσοφημένος από μένα. Πολλά πράγματα έκανε πως δεν τα έβλεπε. Άφηνε να περνάνε ακόμη και μεγάλες ταπεινώσεις. Στο βιβλίο περιλαμβάνω μια μεγάλη στιγμή ταπείνωσης του πατέρα μου. Είναι η στιγμή που ο πρίγκιπας Πέτρος, γιος της Μαρίας Βοναπάρτη, βρίσκεται έξω από το τσαγκαράδικό μας με έναν αδερφό του Κούνδουρου – εγώ όμως νόμιζα ότι ήταν το αυτοκίνητο του Νίκου. Πάει λοιπόν ο πατέρας μου να πλύνει τα χέρια του με ράκη και να δώσει στον πρίγκιπα το ρακοπότηρο με αγκινάρα με λεμόνι. Ο πρίγκιπας χαμογελάει που τον περιποιείται ένας λαϊκός άνθρωπος, όμως του λέει ο Κούνδουρος: «Φύγε ρε τσαγκάρη από τη μέση». Αυτό το κουβάλαγα μέχρι που πέθανε ο Νίκος το ’17. Του λέω ένα βράδυ στο σπίτι του: «Ρε Νίκο, τώρα είμαστε μεγάλοι, αλλά μου έχει μείνει αυτό το τραύμα». «Το ξέρω», μου λέει, «ο αδερφός μου το έκανε».
Είπε κάποια στιγμή ο Χαρίλαος στον πατέρα μου: «Βρε Γρηγόρη, σου πήρα τον γιο, ε; Στενοχωριέμαι, να σου πω την αλήθεια». Και του λέει ο πατέρας μου γελώντας: «Στον χαρίζω». Αλλά αυτή ήταν η ζωή μου.
Ο πατέρας μου ήταν φιλοσοφημένος. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει κάτι συγκλονιστικό. Στη μεταπολίτευση έμαθα από την αστυνομία του Αγίου Νικολάου ότι μέσα στη δικτατορία είχαν βάλει δίπλα στον πατέρα μου έναν άνθρωπο να μαθαίνει για τους γιους του. Δεν το είπα ποτέ στον πατέρα μου για να μην τον πληγώσω. Πάντα είχα όμως την υποψία ότι το ήξερε αλλά τρυφερός γαρ, έδωσε μια ευκαιρία σε αυτό τον άνθρωπο. Ο οποίος έγινε ο πιο φανατικός του φίλος. Και μένα κάθε φορά που κατέβαινα στην Κρήτη με έπιανε από το λαιμό να με κεράσει.
Θα σου περιγράψω άλλη μία ποιητική σκηνή σχετικά με τον πατέρα μου. Όταν πέθανε, πήγα στην αποθήκη που φιλούσαμε τον πάγκο του τσαγκαράδικου. Οι τσαγκάρηδες έχουν ένα μεγάλο βιβλίο με λευκές κόλλες. Πατάς το πόδι σου πάνω και σου παίρνουν τα μέτρα με το μολύβι για να φτιάξουν το καλαπόδι. Η εικόνα αυτού του βιβλίου με συγκλόνισε. Δηλαδή τα πέλματα μιας ολόκληρης πόλης της δεκαετίας του ’50 και του ’60 ήταν πάνω στο βιβλίο του πατέρα μου με σχόλιο για το κουντεπιέ ή τους κάλους, καμιά φορά όμως και για τον χαρακτήρα.
Τι σας έλεγαν οι γονείς σας για την εμπλοκή σας με την πολιτική;
Η οικογένεια μου ήταν πάντα μαζί μου σε ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου. Ακόμη κι αν πικραίνονταν. Διότι σπούδασα στο Πολυτεχνείο και μετά, αντί να τους βοηθήσω που ήταν πάμφτωχοι με τέσσερα παιδιά, έγινα δεξί χέρι του Χαρίλαου κι έπαιρνα το κατώτατο μεροκάματο του βιομηχανικού εργάτη, αν και μηχανικός. Είναι αντιφατικά τα συναισθήματα μου. Δεν μπόρεσα να τους βοηθήσω όταν έπρεπε. Δηλαδή μπόρεσα όταν διαγράφηκα από την Αριστερά, όταν πια δούλευα κανονικά, τότε όμως τα αδέρφια μου ήταν μεγάλα. Το φέρω βάρος στη συνείδηση μου. Είπε κάποια στιγμή ο Χαρίλαος στον πατέρα μου: «Βρε Γρηγόρη, σου πήρα τον γιο, ε; Στενοχωριέμαι, να σου πω την αλήθεια». Και του λέει ο πατέρας μου γελώντας: «Στον χαρίζω». Αλλά αυτή ήταν η ζωή μου. Θα σου πω κάτι, Θεοδόση, από την εμπειρία μου. Μέρος της ζωής μας, της βιογραφίας μας, δεν είναι μόνο αυτά που πραγματώσαμε, αλλά και αυτά που θα θέλαμε να είχαμε κάνει και δεν μπορέσαμε ποτέ. Οι μη πραγματωμένες δυνατότητες της ύπαρξης μας.
Μένει μέσα μας αυτό το έλλειμμα και μας ορίζει;
Θα σου εξομολογηθώ κάτι που δεν έχω πει ποτέ. Η στροφή μου στο μυθιστόρημα, έγινε ως εξής: Εγώ, ένας άνθρωπος του Πολυτεχνείου, της πολιτικής και κοινωνικής οικονομίας, μετά τις διαγραφές μου από την Αριστερά, ανακάλυψα ξαφνικά ότι για να φτάσω στα ενδότερα της ανάλυσης του ανθρώπου, πρέπει να καταφύγω στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση – εννοώ ως μελετητής, όχι ως ψυχαναλυόμενος. Αυτή η στροφή έγινε γιατί ο γιος μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ αν δεν του έλεγα μια ιστορία. Μόνο αν του έλεγα μια μισοαληθινή ή, αν προτιμάς, μισοφανταστική ιστορία της Κρήτης, από τα παιδικά μου χρόνια, ησύχαζε. Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει ένα σημείο που με ρωτάει ο γιος μου για την ιστορία του γενέθλιου τόπου μας και του τη λέω σαν ελεύθερη αφήγηση, όχι σαν ακαδημαϊκό ντοκουμέντο. Οφείλουμε όλοι να πούμε στα παιδιά μας από πού ερχόμαστε. Ήδη έχω λάβει δεκάδες μηνύματα από ανθρώπους που έχουν διεγειρθεί να ψάξουν τις ρίζες τους με τον τρόπο που το κάνω εγώ σε αυτό το βιβλίο.
Γράφω για μένα όχι γιατί είμαι ναρκισσιστής. Εγώ είμαι οι άλλοι, λέω. Και δεν νομίζω ότι συναντά κανείς εύκολα βιβλίο αυτοβιογραφικό που να έχει τόσες εκατοντάδες πορτρέτα άλλων. Βεβαίως στα μύχια του εσώτερου εαυτού μας, υπάρχει πάντα ένας ζωτικός πυρήνας, τον οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε και να υπερασπίσουμε με κάθε τίμημα. Αλλά ταυτόχρονα ισχύει το «εγώ είμαι οι άλλοι». Δηλαδή γράφοντας την αυτοβιογραφία μου δεν θεωρώ ότι είμαι στο κέντρο του σύμπαντος. Είμαι σε έναν αστερισμό προσώπων που με διαμορφώνουν άμεσα ή έμμεσα. Ακόμη και πρόσωπα άσχετα με την οικογένεια μου ή τη ρίζα μου. Όπως εκεί που περιγράφω έναν ηγέτη του εργατικού κινήματος στον Πειραιά με το όνομα Δημήτρης Μουρτζίκος. Χωρίς τη συγκλονιστική συνάντηση με αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, πιθανόν να μην είχα ενταχθεί στο ΚΚΕ.
Η «ΠΑΝΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΝΟ 8» ΠΛΗΓΩΣΕ ΒΑΘΥΤΑΤΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΚΕ. ΕΙΧΕ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ.
Κάποτε είχατε πει ότι θα αφήνατε να περάσουν 50 χρόνια μέχρι να γράψετε ένα βιβλίο και για όσα ζήσατε στο Πολυτεχνείο. Πώς νιώθετε τώρα που σχεδόν το τηρήσατε;
Στενοχωριόμουν που σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου δεκάδες σχολεία, δήμοι, εφημερίδες, κανάλια μου ζητούσαν να μιλήσω. Δεν ήθελα ποτέ να είμαι ένας βετεράνος που θα επαναλαμβάνει διά βίου μια στιγμή της ζωής του, κάτι που έκανε στα 22-23. Όλα αυτά τα χρόνια άλλοι κατάφεραν να το κάνουν με σωστό και συναισθηματικό τρόπο. Πάντα με συγκινούσε, ας πούμε, το ότι πήγαινε στα σχολεία και μιλούσε ο Δημήτρης Παπαχρήστος. Εγώ όμως ήμουν και ενταγμένος, άμεσα ή έμμεσα, στην πολιτική. Δεν ήθελα ορισμένες πλευρές του Πολυτεχνείου να ενταχθούν στην όποια τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση.
Στο επίμαχο θέμα του βιβλίου (σ.σ. όσα γράφει για το φύλλο της «Πανσπουδαστικής Νο 8»), για το οποίο έχουν βγει πύρινες ανακοινώσεις από κάποιους, έβγαινε κάποτε ο Διονύσης Μαυρογένης στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Κούλογλου και έλεγε: «Καλώ τον συναγωνιστή Μιμή Ανδρουλάκη, με τον οποίο ήμαστε μαζί μέχρι το τέλος στο Πολυτεχνείο και μετά ήταν στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΕ, να πει ποιος, γιατί και με τι στοιχεία με κατέγραψε ως πράκτορα της ΚΥΠ». Εγώ φυσικά είχα δικαιώσει τον Μαυρογένη και ως συντονιστική επιτροπή είχαμε συνυπογράψει, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου ’74, μια δήλωση που αποδοκίμαζε το επίμαχο κείμενο. Απαντούσα λοιπόν πάντα στον Διονύση: Ρωτήστε καλύτερα τον Φρόιντ παρά τον Λένιν και τον Μαρξ. Δηλαδή το πρόβλημα είναι περισσότερο ψυχαναλυτικό παρά πολιτικό.
Δεν μπορεί όμως να μην περιμένατε ότι θα γινόταν μεγάλος ντόρος με αυτό το κομμάτι του βιβλίου.
Εντάξει, είναι ένας μικρόκοσμος και είναι σεβαστός. Εδώ υπάρχει ένα τραύμα. Η επιστροφή σε ένα τραύμα πάντα εμπεριέχει πόνο, ντροπή, άγχος. Αυτό το επίμαχο κείμενο γράφτηκε από ένα δικό μας άνθρωπο, πώς να μην πονάει; Στο βιβλίο το αντιμετωπίζω με ένα κείμενο υπαρξιακό, λογοτεχνικό, που δείχνει το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο μιας ακραίας, παρορμητικής στιγμής, ενός παροξυσμού σκηνοθετικής φαντασίας. Δείχνει το τέντωμα μέχρι παραλογισμού ενός σκεπτικισμού που, εύλογα ή λανθασμένα, υπήρχε στο ηγετικό κλιμάκιο του ΚΚΕ για το τριήμερο του Πολυτεχνείου. Το μοτίβο -γνωστό σε εμάς, όχι όμως η ένταση του- ήταν: όχι ξεσπάσματα έξω από τον προγραμματισμό μας, όχι πριν ανέβει το εργατικό κίνημα κλπ. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο μια επιφύλαξη, ένα φοβικό αντανακλαστικό προς το απροσδόκητο, προς το αυθόρμητο. Αυτό για μένα ήταν κατανοητό, αλλά πήρε την πολύ ακραία μορφή ενός παραλογισμού, ενός παραληρήματος. Έτσι πρέπει να το δει ο ιστορικός του μέλλοντος. Όχι σαν απόφαση ενός συλλογικού οργάνου του ΚΚΕ ή της ΚΝΕ. Είναι ένα παραλήρημα, ένα ατύχημα μιας στιγμής. Δεν το αντιμετωπίζω πολιτικά, σαν μακιαβελισμό ή κάτι άλλο. Είναι η στιγμή που σε έναν άνθρωπο φυσιολογικό κατά τ’ άλλα, στο εσωτερικό του ρολόι παρεισφρέουν μερικά αλλόκοτα δευτερόλεπτα που τον βγάζουν από τον εαυτό του και τον κάνουν να κάνει πράγματα που τον υπερβαίνουν. Αυτό μπορεί να είναι δημιουργικό -αν είσαι Μπετόβεν ή Θεοδωράκης γράφεις ένα συμφωνικό έργο- μπορεί όμως να είναι και καταστροφικό.
Ο Σοφοκλής μας το δίνει έξοχα με τον μεγάλο παραβάτη στο «Οιδίπους επί Κολωνώ», που λέει: Κανένα βλέμμα, καμιά φωνή, εδώ, ξένε, δεν επιτρέπεται. Είναι μια οριακή στιγμή που υπάρχει κάτι μη εξηγήσιμο. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι έχει συμβεί, αλλά δεν ξέρουμε. Γιατί δεν μπορείς να μπεις στην ψυχή του ανθρώπου τη στιγμή που νιώθει αυτή τη μανία. Επίμονα τονίζω ότι ένα στιγμιαίο, ακόμη και αμετάκλητο σφάλμα όπως είναι αυτό της «Πανσπουδαστικής Νο 8», που εν τέλει είναι ηθικό και πολιτικό ατόπημα, δεν ακυρώνει τη διαδρομή και την αξία μιας προσωπικότητας. Και φέρνω το παράδειγμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, του κορυφαίου έλληνα ηγέτη. Στην αρχή αντιδρά έντονα στην πρόσκληση του Πλαστήρα για στρατιωτικό κίνημα. Στη συνέχεια, σε μια παρορμητική στιγμή, αυτός ο φιλελεύθερος ηγέτης, ευλογεί και συμμετέχει στο κίνημα. Και δε λέει ότι τον παραπλάνησαν οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Λέει την εξής φράση: «Οι μεγάλοι μαστόροι κάνουν τα μεγάλα λάθη». Είναι κάτι που το βλέπουμε στους μεγάλους ηγέτες. Ξεχνάει κανείς το mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου; Το έχω ζήσει και με τον Μίκη. Είναι αυτές οι στιγμές που με οδήγησαν στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση.
Αυτό θέλω να κρατήσει ένας αναγνώστης. Να δει την ιερότητα, κατά Σοφοκλή, αυτής της στιγμής. Ένας άνθρωπος με συνείδηση που κουβαλάει ένα αθεράπευτο, απαρηγόρητο τραύμα, είναι ιερός. Γιατί ο δικός του βασανισμός είναι υπέρτερος των υπολοίπων. Δεν θέλω να προσθέσω κάτι άλλο γι’ αυτό το ιερό θέμα. Όποιος θέλει, ας γράψει κάτι αντί να με βρίζει. Το τραύμα μας κάνει να πονάμε. Θέλουμε να το λησμονήσουμε και δεν μπορούμε. Θέλουμε να το αποσιωπήσουμε και δεν μπορούμε. Θέλουμε να το απωθήσουμε στα κατάβαθα του υποσυνείδητού μας αλλά αυτό μοιραία βγαίνει συνέχεια στην επιφάνεια. Ο λόγος που εγώ, διακριτικά και με τρυφερότητα αναφέρομαι σε αυτό το θέμα, είναι για να μην αποτελέσει στο μέλλον, όταν θα έχουμε πεθάνει, αφετηρία ιστορικού αναθεωρητισμού.
Θυμάμαι να μου λέει μέχρι και ένας υποψήφιος διδάκτορας, και μάλιστα προοδευτικός: «Κύριε Ανδρουλάκη, δεν μπορεί ολόκληρο ΚΚΕ, με τους μηχανισμούς που είχε τότε, να έπεσε τόσο έξω, μπορεί αυτοί οι 350 “πράκτορες” να μην ήταν του Παπαδόπουλου και του Ρουφογάλη, αλλά να ήταν κόλπο του Ιωαννίδη για να ρίξει τον Παπαδόπουλο». Αν είναι δυνατόν. Έπρεπε λοιπόν να καταγράψω όλες τις προκαταλήψεις και τις αυθαιρεσίες που αναθεωρούν το Πολυτεχνείο. Είναι πολλά αυτά τα σημεία στο βιβλίο και τα αναδεικνύω. Σου λέει λοιπόν ο άλλος: Γιατί δεν άδειασαν το Πολυτεχνείο το πρωί της Τετάρτης, που δεν ήταν παιχνιδάκι; Ή σου λέει: Μήπως έγινε όλο αυτό για να βγει ο Ιωαννίδης; Δηλαδή το Πολυτεχνείο φταίει και για το Κυπριακό! Για όλα φταίει το Πολυτεχνείο!
Ο λόγος που εγώ, διακριτικά και με τρυφερότητα αναφέρομαι σε αυτό το θέμα, είναι για να μην αποτελέσει στο μέλλον, όταν θα έχουμε πεθάνει, αφετηρία ιστορικού αναθεωρητισμού.
Οι παρουσιάσεις του βιβλίου μου μέχρι στιγμής έχουν γίνει από εξέχοντες ιστορικούς (Αγγέλα Καστρινάκη, Νικόλας Σεβαστάκης, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Νίκος Παπαδάκης), από συντρόφους της συντονιστικής επιτροπής (Κώστας Λαλιώτης, Χρήστος Λάζος, κλπ), και σε αυτές έχει παρευρεθεί το 95% των διακεκριμένων στελεχών του αντιδικτατορικού κινήματος. Όλοι έχουμε την ίδια αγωνία. Να μη μείνουν σκιές και εκκρεμότητες. Ούτε θέτω κανένα θέμα στο ΚΚΕ, το οποίο στην ουσία είναι αμέτοχο στην όλη ιστορία. Διότι πρόκειται για μια στραβή, για μια παραξενιά της στιγμής. Ας συμβάλλει λοιπόν και κάποιος άλλος περισσότερο από μένα. Αν και μόνο ένας έχει μείνει που μπορεί να το κάνει, ένας εξαιρετικός και χαμηλών τόνων άνθρωπος που αγαπώ ιδιαίτερα, ο τότε γραμματέας της ΚΚΕ, Δημήτρης Γόντικας.
Θα σου πω όμως και αυτό, γιατί δεν μπορώ να το ξεχάσω: Είναι Φλεβάρης του ’74. Είμαι άφραγκος, εξαθλιωμένος. Πάντα η φτώχεια ήταν το μεγαλύτερο μου πρόβλημα. Δυο-τρία πρόσωπα με κάλυπταν. Έπρεπε κάποια στιγμή να φύγω από ένα σπίτι, έβλεπα κάτι ύποπτο. Πήγα στου Ζωγράφου, στο σπίτι της Δήμητρας Ζερβαντωνάκη. Έφτασα όμως βράδυ και δεν τη βρήκα εκεί γιατί δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα. Κρύφτηκα κακήν κακώς σε μια οικοδομή, φοβούμενος ότι θα με βρουν το πρωί ξυλιασμένο οι οικοδόμοι. Τελικά ξαναπήγα στο σπίτι της το πρωί και την ώρα που μου έφτιαχνε καφέ για να ζεσταθώ γιατί έτρεμα σαν το σκυλί, έβαλα να ακούσουμε τη Φωνή της Αλήθειας. Αν δεν το έλεγαν, ελάχιστοι θα το έπαιρναν χαμπάρι, σιγά τι κυκλοφορία θα είχε η «Πανσπουδαστική Νο 8», άσε που θα λέγαμε ότι ήταν πλαστό, της ασφάλειας. Ακούω, αδερφέ Θεοδόση, στην πρωινή εκπομπή της Φωνής της Αλήθειας αυτή την ανακοίνωση. Να κλάψω για τον εαυτό μου που αδειάζει εμάς; Να κλάψω για τον Μαυρογένη που έχω μάθει ότι είναι στα βουνά της Κρήτης και εκείνη την ώρα ακούει ανάμεσα στους βοσκούς που τον κρύβουν ότι είναι πράκτορας και χαφιές της Ασφάλειας; Ή ακόμα περισσότερο να κλάψω για τον σύντροφο που έγραψε αυτό το εξωφρενικό κείμενο; Ήταν φοβερό το σοκ. Γιατί, πρόσεξε, η «Πανσπουδαστική Νο 8» έκανε διπλή πλαστογραφία. Εμφανίστηκε ως συντονιστική επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου και μίλησε για τους 350 πράκτορες που ξεκίνησαν την ιστορία και παρέσυραν εμάς σε μια στιγμή που το εργατικό κίνημα ήταν αδύναμο. Βγήκε όμως και ως εκλεγμένη επιτροπή των συλλόγων της φυσικομαθηματικής και κατήγγειλε ως πράκτορα τον Διονύση Μαυρογένη χωρίς κανένα στοιχείο. Εγώ, επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το Κόμμα έλεγε τέτοια πράγματα χωρίς στοιχεία, έκανα έρευνα. Δεν υπήρχε τίποτα! Καταλαβαίνεις λοιπόν τι κρίση εμπιστοσύνης έφερε όλο αυτό στο φοιτητικό κίνημα. Άρχισαν όλοι να μας καταγγέλουν. Σε πληροφορώ ότι παρά την ενότητα που είχαμε στο Πολυτεχνείο, ειδικά ΚΝΕ και Ρήγας Φεραίος, παρά τις ιδεολογικές διαφωνίες, παίξαμε μηδενικό ρόλο στο σχηματισμό της ενωμένης Αριστεράς μετά, γιατί τσακωνόμασταν στα αμφιθέατρα για την «Πανσπουδαστική Νο 8». Δηλαδή εμείς σαν γενιά του Πολυτεχνείου δεν κάναμε μετά την κατάθεση μας στην ενωμένη Αριστερά. Ήταν ο Χαρίλαος και ο Κύρκος. Η «Πανσπουδαστική Νο 8» πλήγωσε βαθύτατα το ρόλο της Αριστεράς και του ΚΚΕ. Είχε μακροχρόνιες συνέπειες.
Σχετικά με τον αναθεωρητισμό για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τι απαντάτε σε αποθρασυμμένους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που προσπαθούν όχι απλά να αποπολιτικοποιήσουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αλλά και να τα παραχαράξουν;
Αυτή τη στιγμή έχει εμφανιστεί ένας ιστορικός αναθεωρητισμός ο οποίος στη βάση του αμφισβητεί τον αντιστασιακό χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από το ’21 και τον Βενιζέλο, μέχρι το ΕΑΜ, την Αντίσταση, τον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι μια προσπάθεια στην οποία έχουν συμβάλλει και ένας-δύο ακαδημαϊκοί, είναι γνωστοί, δε θέλω να αναφέρω τα ονόματα τους. Όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να υπερασπιστούμε τον βαθύτατα αντιστασιακό χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κάποιοι δηλαδή δεν θέλουν τον Βενιζέλο. Δεν θέλουν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Δεν θέλουν τους δημοκρατικούς αγώνες του λαού μας κατά του παλατιανού και απριλιανού πραξικοπήματος. Στο χέρι μας είναι να μην τους περάσει.
Πότε σκοπεύετε να ολοκληρώσετε τον δεύτερο τόμο του βιβλίου που θα αφορά τη μεταπολίτευση;
Όλα εξαρτώνται από τον πρωινό μου συνομιλητή, 5.30-7.30 κάθε πρωί. Ακόμη δεν τον βλέπω πολύ ορεξάτο. Θα σου εξομολογηθώ κάτι σχετικά με τα δύο πρόσωπα της ζωής μου πού δούλεψα πολύ μαζί τους. Ένας είναι ο Χαρίλαος, με τον οποίο ένα χρόνο αφότου χωρίσαμε, ξεκίνησε ένας δεύτερος έρωτας ανάμεσά μας. Όπως μερικά χωρισμένα ζευγάρια που βρίσκονται στα κρυφά μετά το διαζύγιο. Μετά το ’94 λοιπόν αρχίζει μια δεύτερη, πολύ τρυφερή περίοδος. Ο άλλος είναι ο Μίκης, με τον οποίο ήταν μεν διαρκείς οι τριβές αλλά και διαρκής ο έρωτας. Δεν έχω τσακωθεί με άνθρωπο περισσότερο απ’ όσο με τον Μίκη και τον Χαρίλαο. Πρόσεξε τώρα: Έκανα πολλά χρόνια να δω όνειρο με τον Χαρίλαο. Το ήθελα όμως γιατί δεν ήθελα να γράψω κάτι ακαδημαϊκό, αλλά να χρησιμοποιήσω το υποσυνείδητό μου ως πηγή. Ξαφνικά, πριν ένα χρόνο άρχισα να τον βλέπω στον ύπνο μου. Όσον αφορά τον Μίκη, τον σκεφτόμουν όλη μέρα και δεν ερχόταν στον ύπνο μου. Ώσπου στις 19/12/2022 τον είδα πρώτη φορά. Και τι όνειρο! Ένα τρομερό και έξω από κάθε όριο γλέντι του με Τούρκους διανοούμενους στην Κωνσταντινούπολη. Τα λέω όλα αυτά γιατί οι πρωινοί συνειρμοί που φέρνουν στην επιφάνεια βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου, θα με βοηθήσουν να γράψω τον δεύτερο τόμο ώστε να μην είναι εγκεφαλικός. Γιατί αν ξεκινήσω να γράφω εγκεφαλικά, χάθηκε η υπόθεση.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση για τη γενιά του Πολυτεχνείου, τη δική σας γενιά;
Είμαστε μισή γενιά -μισομορφωμένη, μισοταλαιπωρημένη- και όταν έπεσε η Χούντα δεν είχαμε προλάβει να διαμορφώσουμε τον δικό μας κόσμο. Αφομοιωθήκαμε από τα σχήματα του παρελθόντος. Τα αναζωογονήσαμε, ειδικά όσον αφορά την κομμουνιστική Αριστερά, ή συμβάλλαμε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ -αν και από τον Ιούλιο του ’65 υπήρχε στην ημερήσια διάταξη η ιδρυτική στιγμή μας καινούργιας κεντροαριστεράς, ενός νέου σοσιαλιστικού κόμματος. Ήμασταν 22-23 ετών, Θεοδόση, νέα πρόσωπα και αφομοιωθήκαμε. Δεν προλάβαμε να δώσουμε το δικό μας στίγμα όταν έπεσε η δικτατορία. Ούτε στην ενότητα της Αριστεράς, ούτε στα χαρακτηριστικά της.
Να μην το παρακάνουμε στην ανάλυση των κοινωνιών με τις γενιές. Ξεκινούν και αυτές σαν ατίθασα ρυάκια και σιγά σιγά μαλακώνουν, σβήνουν και χάνονται στη μεγάλη θάλασσα.
Λέτε δηλαδή ότι απορροφηθήκατε άδοξα από το σύστημα; Από τους υπάρχοντες, τότε, μηχανισμούς;
Και τους δώσαμε το φιλί της ζωής. Ενοχοποιούν διάφοροι τη γενιά του Πολυτεχνείου. Μα εμείς δεν βγάλαμε πρωθυπουργούς. Ή λένε ότι εκμεταλλευτήκαμε τη δόξα του αντιδικτατορικού αγώνα για να γίνουμε βουλευτές κλπ. Μετά από κάθε μεγάλο κίνημα είναι φυσικό οι προβεβλημένοι συμμετέχοντες να παίξουν κάποιο ρόλο στα δημόσια πράγματα. Εμείς όμως λόγω ηλικίας παίξαμε ελάσσονα ρόλο. Έγινε η Μαρία βουλευτής – κακό είναι; Ή έγινε ο Λαλιώτης υπουργός – σιγά το πράγμα. Ή μετά από 17 χρόνια έγινα εγώ για τρεις μήνες βουλευτής – άνευ σημασίας. Δηλαδή με αυτή τη λογική θα ενοχοποιήσουμε τον Αλέκο Παναγούλη επειδή έγινε βουλευτής; Σιγά τα ωά! Στη μεταπολίτευση, κακά τα ψέματα, κυριάρχησαν οι «άκαπνοι», οι «απόντες».
Η συμβολή μου με αυτό το βιβλίο είναι να εξηγήσω και τι σημαίνει γενιά. Δεν έχει ημερολογιακό χαρακτήρα. Γενιά λέμε μια σειρά από ηλικιακές ομάδες που στο ξεμύτισμα τους πέφτουν πάνω σε ένα συγκλονιστικό συμβάν -πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό, τεχνολογικό- που τους δημιουργεί μια αίσθηση συλλογικής ταυτότητας και φαντασιακής κοινότητας. Σε εμάς αυτό ήταν η δικτατορία, που μας βρήκε στην εφηβεία μας, και κυρίως το Πολυτεχνείο, το οποίο αποτελεί ορόσημο ριζοσπαστικοποίησης και για μια σειρά ηλικιακών ομάδων που βγήκαν «στο κλαρί» και μετά το γεγονός. Δηλαδή τη γενιά του Πολυτεχνείου δεν την αποτελούμε μόνο οι δρώντες εκείνες τις μέρες. Αυτό θέλω να καταλάβουμε. Και τελειώνω το βιβλίο μου με την εξής ρήση: Να μην το παρακάνουμε στην ανάλυση των κοινωνιών με τις γενιές. Ξεκινούν και αυτές σαν ατίθασα ρυάκια και σιγά σιγά μαλακώνουν, σβήνουν και χάνονται στη μεγάλη θάλασσα. Δηλαδή οι γενιές αφομοιώνονται στη μεγάλη κοινωνία. Από μια ηλικία κι ύστερα, κάθε γενιά πόσο διαφέρει από την προηγούμενη;
Πηγή : https://www.news247.gr