Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και το τι είδους άνθρωπος γίνεται κανείς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές, πολιτισμικές και θεσμικές συνθήκες της ζωής του.
Οι κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την ευημερία των ανθρώπων, την εκπλήρωση των δίκαιων προσδοκιών τους -εν συντομία, το κοινό καλό- αποτελούν θέμα προς εξέταση.
Για να δώσω το υπόβαθρο, θα επικαλεστώ κάποιες -για μένα- κοινοτοπίες. Έχουν να κάνουν με μια ενδιαφέρουσα κατηγορία ηθικών αρχών: εκείνες που δεν είναι μόνο καθολικές επειδή σχεδόν πάντα τις επικαλούμαστε, αλλά είναι διπλά καθολικές, γιατί σχεδόν καθολικά απορρίπτονται στην πράξη.
Ποικίλλουν από τις πολύ γενικές αρχές, όπως το ότι θα πρέπει να θέτουμε στους εαυτούς μας τα ίδια στάνταρ που θέτουμε στους άλλους (αν όχι αυστηρότερα), σε πιο συγκεκριμένα πράγματα, όπως η αφοσίωση στην προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διακηρύσσεται σχεδόν καθολικά, ακόμη και από τα χειρότερα τέρατα.
Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι με το «Περί Ελευθερίας» του Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος γράφει: «Η μεγάλη, προεξάρχουσα αρχή, προς την οποία κάθε προηγούμενο επιχείρημα συγκλίνει, αφορά την απόλυτη και ουσιαστική σημασία της ανθρώπινης ανάπτυξης σε όλη την ποικιλομορφία της». (…)
Το κοινό καλό
Το ενδιαφέρον (λοιπόν) για το κοινό καλό θα πρέπει να μας ωθεί να βρούμε τρόπους ώστε να καλλιεργήσουμε την ανθρώπινη ανάπτυξη σε όλη την ποικιλομορφία της.
Ο Άνταμ Σμιθ, άλλος διανοητής του Διαφωτισμού με παρόμοιες ιδέες, θεωρούσε πως δεν είναι πολύ δύσκολο να θεσμοθετήσει κανείς ανθρώπινες πολιτικές. Στη «Θεωρία Ηθικών Συναισθημάτων» παρατήρησε: «Όσο εγωιστής κι αν είναι ο άνθρωπος, υπάρχουν προφανώς κάποιες αρχές στη φύση του, τον ενδιαφέρει η τύχη των άλλων, καθιστώντας την ευτυχία τους αναγκαία για τον ίδιο, αν και δεν κερδίζει τίποτα, εκτός από την ευχαρίστησή του βλέποντάς την».
Ο Σμιθ αναγνωρίζει τη δύναμη αυτού που αποκαλεί «χυδαίο αξίωμα των κυρίαρχων»: «Όλα για μας, τίποτα για τους άλλους». Αλλά τα πιο καλοήθη «πάθη της ανθρώπινης φύσης» θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν αυτή την παθογένεια.
Ο κλασικός φιλελευθερισμός ναυάγησε στις ξέρες του καπιταλισμού, όμως οι ανθρωπιστικές δεσμεύσεις και φιλοδοξίες του δεν πέθαναν. Ο Ρούντολφ Ρόκερ, αναρχικός διανοητής του 20ού αιώνα και ακτιβιστής, επανέλαβε παρόμοιες ιδέες. Ο Ρόκερ περιέγραψε αυτό που αποκαλεί «μια σαφή τάση στην ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας» καθώς αγωνίζεται για «την ελεύθερη, απρόσκοπτη ανάδειξη όλων των ατομικών και κοινωνικών δυνάμεων στη ζωή».
Προς τα ιδεώδη του Διαφωτισμού
Ο Ρόκερ συνόψιζε στις θέσεις του μια αναρχική παράδοση, βασική στον αναρχοσυνδικαλισμό, μια ποικιλία «ελευθεριακού σοσιαλισμού.» Αυτό το είδος σοσιαλισμού, θεωρούσε, δεν απεικονίζει «ένα σταθερό, περίκλειστο κοινωνικό σύστημα» με μια σαφή απάντηση σε όλα τα ερωτήματα και τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής, αλλά μάλλον μια τάση στην ανθρώπινη ανάπτυξη που προσπαθεί να ολοκληρώσει τα ιδεώδη του Διαφωτισμού. (…)
Αυτή η ευρεία τάση επιδιώκει να εντοπίσει τις δομές της ιεραρχίας και της εξουσίας που περιορίζουν την ανθρώπινη ανάπτυξη, και στη συνέχεια να τις υποβάλει σε μια πολύ λογική πρόκληση: Να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους. (…)
Για τον Ρόκερ, «το πρόβλημα που τίθεται στον καιρό μας είναι το να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από την κατάρα της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής και κοινωνικής υποδούλωσης».
Να σημειωθεί πως το αμερικανικό είδος της ελευθεριότητας διαφέρει σημαντικά από την ελευθεριακή παράδοση, αφού αποδέχεται και μάλιστα υποστηρίζει την υποταγή των ανθρώπων που εργάζονται στους εξουσιαστές της οικονομίας και την υπαγωγή όλων στην περιοριστική πειθαρχία και στα καταστροφικά στοιχεία των αγορών. (…)
Ο αναρχισμός είναι, ως γνωστόν, αντίθετος στην ιδέα του κράτους, ενώ υπερασπίζεται τη «σχεδιασμένη διαχείριση των πραγμάτων προς το συμφέρον της κοινωνίας», σύμφωνα με τα λόγια του Rocker, και, πέρα από αυτό, τις ευρείες ομοσπονδίες αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων και χώρων εργασίας. (…)
Το κλουβί των καταναγκαστικών θεσμών
Σήμερα, οι αναρχικοί που είναι αφοσιωμένοι στους στόχους αυτούς συχνά υποστηρίζουν την κρατική εξουσία για να προστατεύει τον κόσμο, την κοινωνία και τη γη από το συγκεντρωμένο ιδιωτικό κεφάλαιο. Δεν είναι αντίφαση. Οι άνθρωποι ζουν, υποφέρουν, υπομένουν την υπάρχουσα κοινωνία. Στο κίνημα των ακτημόνων της Βραζιλίας, μιλούν για «διεύρυνση του πατώματος του κλουβιού» – το κλουβί των υφιστάμενων καταναγκαστικών θεσμών που μπορεί να διευρυνθεί χάρη στη λαϊκή πάλη.
Μπορούμε να επεκτείνουμε την εικόνα αυτή και να θεωρήσουμε το «κλουβί» των κρατικών θεσμών ως προστασία από τα άγρια θηρία που τριγυρνούν απ’ έξω: τους αρπακτικούς, κρατικά υποστηριζόμενους καπιταλιστικούς θεσμούς που επί της αρχής στοχεύουν στο κέρδος, την εξουσία και την κυριαρχία, ενώ η κοινωνία και τα συμφέροντα των ανθρώπων δεν είναι παρά υποσημείωση, σεβαστή μεν στα λόγια, απορριπτέα όμως στην πράξη.
Μεγάλο μέρος της πιο αξιόλογης ακαδημαϊκής δουλειάς στην πολιτική επιστήμη αφορά στη σύγκριση μεταξύ όσων λέγονται δημοσίως με τις κυβερνητικές πολιτικές. Στο «Ευημερία και επιρροή: οικονομική ανισότητα και πολιτική εξουσία στην Αμερική» ο Martin Gilens του (πανεπιστημίου) Princeton αποκαλύπτει ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού των ΗΠΑ ουσιαστικά στερείται πολιτικών δικαιωμάτων .
Περίπου το 70% του πληθυσμού, στο χαμηλότερο άκρο της κλίμακας πλούτου/εισόδηματος, δεν έχει καμία επιρροή στην πολιτική, καταλήγει ο Gilens. Ανεβαίνοντας την κλίμακα, η επιρροή αυξάνει σιγά-σιγά. Στην κορυφή είναι εκείνοι που καθορίζουν λίγο – πολύ την πολιτική, με μέσα που ωστόσο δεν είναι σκοτεινά. Το σύστημα που προκύπτει δεν είναι δημοκρατία, αλλά πλουτοκρατία.
Ιδιοκτησία και συλλογική ιδιοκτησία
Αυτές οι ιδέες οδηγούν πολύ φυσικά σε μια εικόνα της κοινωνίας που βασίζεται στον έλεγχο των εργαζομένων πάνω στην παραγωγή, όπως την είδαν στοχαστές του 19ου αιώνα, κυρίως ο Καρλ Μαρξ, αλλά και λιγότερο εξοικειωμένοι, όπως ο John Stuart Mill.
Ο Mill έγραφε: «Άν η ανθρωπότητα συνεχίσει να βελτιώνεται, η μορφή τού συνεταιρίζεσθαι πρέπει να αναμένεται ότι θα επικρατήσει, η ένωση των ίδιων των εργατών με όρους ισότητας, συλλογικής ιδιοκτησίας του κεφαλαίου με το οποίο δουλεύουν και με εκλεγόμενη και ανακλητή διεύθυνση».
Οι ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών γνώριζαν πολύ καλά τους κινδύνους της δημοκρατίας. Κατά τις εργασίες της Συντακτικής Συνέλευσης, ο ιθύνων νους, ο James Madison, προειδοποίησε για τους κινδύνους αυτούς. (…)
Εκλαμβάνοντας φυσικά την Αγγλία ως το μοντέλο του, ο Mάντισον παρατήρησε πως «στην Αγγλία, σήμερα, αν οι εκλογές ήταν ανοιχτές για όλες τις τάξεις, η περιουσία των ιδιοκτητών θα ήταν ανασφαλής. Ένας αγροτικός νόμος θα εφαρμοζόταν σύντομα» υπονομεύοντας το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Το βασικό πρόβλημα που προέβλεπε ο Μάντισον στη «θεσμοθέτηση ενός συστήματος που επιθυμούμε να διαρκέσει εις τους αιώνες» ήταν η διασφάλιση πως οι εξουσιαστές θα είναι η πλούσια μειοψηφία που θα «διασφαλίζει τα δικαίωμα στην ιδιοκτησία απέναντι στον κίνδυνο της ισότητας και της οικουμενικότητας της ψήφου, δίνοντας την απόλυτη εξουσία επί της ιδιοκτησίας στα χέρια εκείνων που δεν τους ανήκει».
Οι «κίνδυνοι» της Δημοκρατίας
Οι επιστήμονες γενικά συμφωνούν με τον Gordon S. Wood, ερευνητή του Πανεπιστημίου Brown, πως το (αμερικανικό) Σύνταγμα ήταν «ένα εγγενώς αριστοκρατικό έγγραφο σχεδιασμένο για να ελέγχει τις δημοκρατικές τάσεις της περιόδου».
Πολύ πριν τον Μadison, o Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά», αναγνώριζε το ίδιο πρόβλημα με τη δημοκρατία.(…) Εξετάζοντας διάφορα πολιτικά συστήματα, ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα αυτό ήταν η καλύτερη -ή ίσως η λιγότερο κακή- μορφή διακυβέρνησης. Αλλά αναγνώρισε ένα ελάττωμα: Η μεγάλη μάζα των φτωχών θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη της ψήφου της για να καταλάβει την ιδιοκτησία των πλουσίων, πράγμα άδικο.
Ο Μάντισον και ο Αριστοτέλης κατέληξαν σε αντίθετες λύσεις: Ο Aριστοτέλης συμβούλεψε να μειωθούν οι ανισότητες μέσω του κράτους πρόνοιας. Ο Μάντισον θεώρησε πως η απάντηση ήταν η λιγότερη δημοκρατία.
Στα τελευταία του, ο Τόμας Τζέφερσον, ο άνδρας που συνέταξε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, αποτύπωσε την ουσιαστική φύση της σύγκρουσης, η οποία κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Ο Τζέφερσον είχε σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα και την τύχη του δημοκρατικού πειράματος. Διέκρινε τον κόσμο σε «αριστοκράτες και δημοκράτες».
Πολιτική κηδεμονία και ελευθεριακή παράδοση
Οι αριστοκράτες είναι «εκείνοι που φοβούνται και δεν εμπιστεύονται τον λαό και θα ήθελαν να συγκεντρώσουν όλες τις εξουσίες στα χέρια των ανώτερων τάξεων.» Οι δημοκράτες, αντίθετα, «θα ταυτιστούν με τον λαό, έχουν εμπιστοσύνη σε αυτόν, τον αγαπούν και τον θεωρούν ως τον πιο ειλικρινή και ασφαλή, αλλά όχι τον πιο σοφό θεματοφύλακα του δημοσίου συμφέροντος.»
Είναι (λοιπόν) αυτή η πολιτική κηδεμονία που η γνήσια ελευθεριακή παράδοση επιδιώκει να διαλύσει και να ξαναχτίσει από τα κάτω, ενώ αλλάζει επίσης τη βιομηχανία ή, όπως το έθεσε ο Ντιούι, «από μία φεουδαρχική σε μια δημοκρατική κοινωνική τάξη», υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, με σεβασμό της αξιοπρέπειας του παραγωγού ως γνήσιου προσώπου, και όχι σαν εργαλείου στα χέρια των άλλων.
Όπως ο Τυφλοπόντικας του Καρλ Μάρξ, «ο παλιόφιλος ο τυφλοπόντικας μας που ξέρει να σκάβει υπόγεια, για να αναδυθεί»- η ελευθεριακή παράδοση είναι πάντα κοντά στην επιφάνεια, πάντα έτοιμη να κάνει την εμφάνισή της, μερικές φορές με μη αναμενόμενους τρόπους που εκπλήσσουν, επιδιώκοντας αυτό που θεωρώ ότι είναι μια λογική προσέγγιση για το κοινό καλό.
(Το πλήρες κείμενο της διάλεξης του Νόαμ Τσόμσκι που δόθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2013 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, είναι αναρτημένο στον ιστότοπο της «Αυγής» -www.avgi.gr)
* Μετάφραση: Αναστασία Γιάμαλη
Via : www.avgi.gr