του Κωνσταντίνου Μπούρπουλα*
Στην εποχή μας το χρήμα στο ποδόσφαιρο παίζει καθοριστικό ρόλο, έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει διοργανώσεις ή ακόμα και να προσπαθεί να δημιουργήσει καινούριες , βλέπε Μουντιάλ στο Κατάρ και European superleague αντιστοίχως .Μεταγραφές με τεράστια πόσα που αγγίζουν και υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια ευρώ ποσά που θεωρούνται πλέον «φυσιολογικά». Πάντα όμως θα εμφανίζονται περιπτώσεις ομάδων που με άλλο τρόπο θα κατακτούν την κορυφή και συνάμα τον σεβασμό των φίλων του αθλήματος.
Περιπτώσεις συλλόγων, παραγόντων και προπονητών που σεβόμενοι το ποδόσφαιρο και την ίδια την λογική, με σύμμαχο το όραμα,την ικανότητα και την αυτογνωσία ,σκαρφαλώνουν ψηλά στο ποδοσφαιρικό στερέωμα και την εκτίμηση των φιλάθλων απαξιώνοντας τα χρήματα (πιθανόν και βρώμικα)που αβασάνιστα σπαταλιούνται από δω και από εκεί για χάρη υποτίθεται του ποδοσφαίρου.
Τέτοιες περιπτώσεις -εξαιρέσεις-ήταν για παράδειγμα μεταξύ άλλων, η Μονακό το 2017, η Αταλάντα το 2020, η Λίβερπουλ την ίδια χρονιά και τώρα η Νάπολι και η Άρσεναλ. Ομάδες που με στρατηγική και διορατικότητα μα πάνω από όλα με ικανούς συντελεστές οράματος και προστιθέμενης αξίας , κατάφεραν να μεγαλώσουν το μέγεθος τους αγωνιστικά και να πρωταγωνιστήσουν.
Φυσικά δεν μπορούν να μπουν σε μέτρο σύγκρισης αυτές οι ομάδες διότι ,άλλοι είναι οι στόχοι, τα οικονομικά δεδομένα και τα ποδοσφαιρικά μεγέθη κάθε μιας ,αλλά αναμφίβολα μοιράζονται ένα χαρακτηριστικό. Το πλάνο. Πάνω σε αυτό χτίζονται τα πάντα. Χωρίς εκείνο μπορείς να βασίζεσαι μόνο στην τύχη και τη σπατάλη για να πετύχεις περιστασιακά μια διάκριση.
Ας πάρουμε λοιπόν το παράδειγμα της Άρσεναλ το οποίο είναι το πλέον επίκαιρο. Μετά την Αρσέν Βενγκέρ εποχή και την ασφάλεια που παρείχε, ο σύλλογος βάδιζε σε άγνωστα αχαρτογράφητα νερά. Όπως και η Μάντσεστερ United στην μετά την Σερ Άλεξ εποχή. Η ομάδα του Λονδίνου κλήθηκε να βρει τον διάδοχο του Αλσατού προπονητή που θα την οδηγούσε ξανά ποδοσφαιρικά στην κορυφή του νησιού. Λάθεψαν ενδεχομένως με την περίπτωση του κατά τα άλλα συμπαθέστατου Έμερι και πλέον τα περιθώρια είχαν στενέψει . Επιλέχθηκε εντέλει ο Μίκαελ Αρτέτα να αναλάβει αυτό το βαρύ φορτίο. Οι ιδιοκτήτες της Άρσεναλ είδαν σε εκείνον τον άνθρωπο που θα μπορούσε να φτιάξει το μέλλον. του συλλόγου. Προερχόμενος από της ακαδημίες της Μασία και έχοντας υπάρξει βοηθός προπονητή του Γκουαρντιόλα στη Σίτυ, ο Αρτέτα αδιαμφιβήτητα φαινόταν ένα ενδιαφέρον project αλλά περιείχε ρίσκο.
Κάθε αρχή και δύσκολη.
Οι πρώτες μέρες του Ισπανού κόουτς δεν ήταν και οι καλύτερες. Η βελτίωση στο αγωνιστικό δεν ήταν εμφανής και οι πρώτες αρνητικές κριτικές είχαν ακουστεί. Ο ίδιος δεν επηρεάστηκε και με την υποστήριξη της διοίκησης ακολούθησε τα πιστεύω του χωρίς να λοξοδρομίσει, πήρε ορισμένες τολμηρές αποφάσεις.
Απομάκρυνε παίκτες της ομάδας που αποτελούσαν βαρόμετρο για αυτήν τις προηγούμενες χρονιές, βλέπε Οζίλ- Ομπάμεγιανκ , με ακριβά συμβόλαια και όχι την αναμενόμενη απόδοση. Έδωσε παίκτες ακόμα και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα όπως τον Γκεντουζί διότι ο Αρτέτα ήθελε να φέρει κάτι καινούριο στην ομάδα. Ήθελε να φέρει το μέταλλο του νικητή. Να προπονεί παίκτες με φιλοδοξίες και όνειρα κάτι στο οποίο υστερούσε τα προηγούμενα χρόνια η Άρσεναλ. Ταυτόχρονα με τη συνολική αναδόμηση του ρόστερ με ποιοτικούς και όχι απαραίτητα ακριβούς παίκτες, έτρεχε και το πρότζεκτ των νεαρών παικτών. Παικτών που έκρινε ο κόουτς πως μπορούν να κάνουν το βήμα παραπάνω και να πρωταγωνιστήσουν. Καθόλου σύνηθες ,η πίστη σε νεαρούς παίκτες να φέρουν εις πέρας τους στόχους, πόσο μάλλον όταν ένας από αυτούς λέγεται πρωταθλητισμός, ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν φαινόταν ακόμη στον ορίζοντα.
Φυσικά μια τέτοια επιλογή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί άμεσα. Ήρθαν δύσκολες μέρες. Πολλές ήττες ,κακές εμφανίσεις, με το #Artetaout να γίνεται ολοένα και δημοφιλέστερο. Παρόλα αυτά, η ομάδα έμεινε ενωμένη, με πίστη στο πλάνο και εντέλει φθάσαμε σιγά σιγά στο σήμερα.
Πλέον η ομάδα έχει τον χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας παικτών στη κατηγορία, παίζει κατά περιόδους το ομορφότερο και αποτελεσματικότερο ποδόσφαιρο, είναι επιθετική με κατοχή μπάλας και πάνω από όλα, είναι ομάδα. Χαίρεσαι να την βλέπεις και είτε φίλαθλος της είτε όχι ,αναγνωρίζεις τις επιτυχίες της.
Επομένως καθόμαστε και εύλογα σκεφτόμαστε πως πέτυχε τελικά αυτό το εγχείρημα. Όταν ομάδες όπως η Τσέλσι, η Παρί και άλλες σαν αυτές στοχεύουν μέσω του χρήματος και την εικόνα στα media να πετύχουν στόχους, τάζοντας τα πάντα στους αστέρες που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν, αποτυγχάνουν.
Ακόμη και η Ρεάλ με ένα ρόστερ που σε ατομικό επίπεδο δεν ξεχώριζε και σχεδόν κάνεις δεν το πίστευε εξαρχής, μέσω της εμπιστοσύνης στο πλάνο της ,την διαχρονική και αποδεδειγμένη αξία του προπονητή της Κ.Αντζελότι και την συσπείρωσης εντός της ομάδας, κατόρθωσε το 2022 να μας διαψεύσει ως προς τα προγνωστικά όλους με την κατάκτηση του Champions League.
Μια Ρεάλ βέβαια υπερχρεωμένη από τις αλόγιστες σπατάλες των διοικούντων τα προηγούμενα χρόνια,που αναγκάστηκε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο λόγω έλλειψης οικονομικής ρευστότητας, κάτι το οποίο ενισχύει βέβαια το επιχείρημα ότι πάντα υπάρχουν και άλλοι δρόμοι προς την επιτυχία.
Να ευχηθούμε τέτοιες «εκπλήξεις» όπως αυτή της Άρσεναλ, πέρα από την ποδοσφαιρική χαρά και το θέαμα που προσφέρουν, να καταφέρουν να λειτουργήσουν παραδειγματικά για τις υπόλοιπες ομάδες , τους ποδοσφαιρικούς παράγοντες και τα πέριξ αυτών οικονομικά συμφέροντα, ώστε να λειτουργούν στο παρών και το μέλλον με γνώμονα το ποδόσφαιρο καθώς τα τελευταία χρόνια μάλλον το αντίστροφο συνέβαινε.
*Σπουδαστής Αθλητικής Δημοσιογραφίας