Η υπόθεση της Ηριάννας ακόμα μία φορά ήρθε να συγκλονίσει τους πολίτες με την σκληρότητα της δικαστικής απόφασης και ταυτόχρονα την ανελαστικότητα της δικαιοσύνης όταν πρόκειται για μη δικούς της ανθρώπους. Γιατί κακά τα ψέματα όλοι αντιλαμβανόμαστε τον πολιτικό ρόλο που καλείται συχνά να επιλέξει η Δικαιοσύνη. Άλλωστε, είναι ένας θεσμικός πυλώνας εξουσίας μέσα στο αστικό σύστημα.
Βέβαια ανά περίπτωση αξίζει να δούμε και πιο ατομικά το ρόλο που επιτελεί ο κάθε δικαστικός λειτουργός. Έτσι, καθόλου δεν συγκλονιστήκαμε από τις αποκαλύψεις ότι οι δύο εισαγγελείς που ασχολήθηκαν με τα δύο αιτήματα αποφυλάκισης της Ηριάννας και του Περικλή είναι υπό έλεγχο για την υπόθεση Siemens. Ούτε βεβαίως ότι ο ένας εισαγγελέας ήταν σύμβουλος πρ. υπουργού Δικαιοσύνης της ΝΔ. Ο ίδιος όμως είχε προτείνει και την αποφυλάκιση των Μιχαλολιάκου και Παππά της Χρυσής Αυγής χαϊδεύοντας στην πραγματικότητα τα πλέον αντικοινωνικά κι εγκληματικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας.
Κι εδώ ακριβώς γίνεται η σύγκριση για την ανελαστικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Γιατί κατηγορούμενοι ως αρχηγοί εγκληματικής οργάνωσης (βαρύτατη κατηγορία) που σαφώς υπάρχει υπόνοια ότι θα συνεχίσουν την εγκληματική τους δράση (πώς αλλιώς άλλωστε;) αφέθηκαν ελεύθεροι. Όχι όμως για την Ηριάννα. Και εδώ μπαίνει ακόμα μία φορά η ανάγκη αλλαγής του αντιτρομοκρατικού νόμου. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι η Χρυσή Αυγή δεν δικάζεται ως τρομοκρατική οργάνωση, με όλη την σκληρότητα και την ταχύτητα της διαδικασίας, αλλά ως εγκληματική οργάνωση με όλα τα χαρακτηριστικά πολυπληθών δικών.
Μα το ζητούμενο είναι ότι ορισμένοι δικαστικοί λειτουργοί, ακολουθώντας μία νοοτροπία άλλης εποχής σε μία επικίνδυνα φορτισμένη εποχή, λειτουργούν με ένστικτα «βαθέος κράτους», αδιαφορώντας για αποδείξεις κλπ, θεωρώντας ότι πρόκειται για έναν πόλεμο αριστεράς και δεξιάς, επιλέγοντας να συμπαρασταθούν στους νεοναζί.
Και την ίδια στιγμή ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο αντιτρομοκρατικός μέσα στην αυστηρότητά του, δίνει εντολή (κατά το σχήμα της Χάνα Άρεντ,) να γίνουν ακόμα αυστηρότεροι. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η Χρυσή Αυγή δεν δικάζεται με βάση τον αντιτρομοκρατικό.
Ο εισαγγελέας είναι η άλλη μορφή της «κοινοτοπίας του κακού». Λειτουργεί κατά το μοντέλο Άρεντ ως ένας τυπικός γραφειοκράτης που υπακούει τυφλά -μα και με πάθος κι ανάγκη να αποδείξει την καταλληλότητά του στη θέση αυτή- στις εντολές των ανωτέρων του, αδιαφορώντας για το πόσο φρικιαστικό μπορεί να είναι το έγκλημα που επιτελεί (κι αυτό φυσικά δεν τον αθωώνει).
Με πάθος ακολουθεί όλο το πνεύμα -νομικό και πολιτικό- του αντιτρομοκρατικού νόμου. Πρόκειται για μία άλλη προεργασία που οδηγεί σε έναν άλλο αποτρόπαιο ολοκληρωτισμό, αυτόν της καταδίκης οποιουδήποτε διαφωνεί με το σύστημα ή συνδέεται με αντιρρησίες. Εδώ δεν έχουμε ακόμα κολαστήρια (δολοφονίας ανθρώπων), αλλά σωφρονιστικά καταστήματα αντί στρατοπέδων συγκέντρωσης.
«Στηριζόμενοι στην κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα». Ο κόσμος γίνεται για μας «αντικείμενο» προς κατανάλωση κι εμείς μεταλλασσόμαστε σταδιακά σε «μαζανθρώπους», που ακολουθούμε άρρητες εντολές. Η ιδεολογία και η οικονομία μας εγκλωβίζουν σε έναν τρόπο σκέψης που μας αναγκάζει να βλέπουμε τα πράγματα υπό ορισμένο πρίσμα.
Άλλωστε είμαστε βέβαιοι ότι ο εισαγγελέας θα υιοθετούσε ως βασικό του επιχείρημα υπεράσπισης πως «οι ενέργειές του βρίσκονται σε αρμονία με τους θεσπισμένους νόμους του κυρίαρχου κράτους».
* Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι κριτικός ποίησης & φιλόλογος
Via : tvxs.gr