Το πρόσωπό του σκαμμένο, κάθε ρυτίδα φανερώνει πόσο έχει υποφέρει. Ένα πρόσωπο σημαδεμένο, χαρακωμένο και διαβρωμένο μετά από μάχες που δεν είναι μόνο αθλητικές. Αυτό το πρόσωπο έγινε πολύ γρήγορα μια από τις συμβολικές εικόνες ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου που αρέσει μετά από πολλά χρόνια, ακριβώς, επειδή εγκαταλείψαμε τη ρητορική των σούπερ ηρώων και αγκαλιάσαμε την ανθρώπινη διάσταση.
Στηριζόμενος σε ένα δεκανίκι, ενώ δίνει εντολές στους «πολεμιστές του», ο Oscar Washington Tabarez, στα 71 του χρόνια, κατέκτησε όλα τα πρωτοσέλιδα που του χρωστούσε η σαραντάχρονη καριέρα του. Στο τέταρτο και τελευταίο Μουντιάλ της καριέρας του, προκάλεσε τον εαυτό του, τα έβαλε με τους δαίμονές του και με μια ασθένεια που μερικά χρόνια τώρα, εξασθενεί τον οργανισμό του, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό με λεπτό. Το μοναδικό του αντάλλαγμα ήταν να βλέπει τους παίκτες του, τους «μαθητές» του, τους «στρατιώτες» του, να ανταποδίδουν με ό,τι έχουν κι όσο έχουν. Και λίγο περισσότερο.
Με το πέρασμα των αγώνων, προσάρμοσε την ομάδα της Ουρουγουάης στο τέμπο του τουρνουά, διέγνωσε ότι αυτό το Μουντιάλ δεν βασίστηκε μόνο στις συμπαγείς άμυνες, ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από το αποτέλεσμα. Αναθεώρησε ιδέες, εξελίχθηκε κι ο ίδιος ως τεχνικός, ανακάλυψε πτυχές και σταθερές που απέχουν παρασάγγας από τις διπλές ζώνες άμυνας που είχε στο νου του ταξιδεύοντας για τη Ρωσία. Διότι για τον Tabarez σημασία δεν έχει μόνο το αποτέλεσμα, πάνω απ’ όλα είναι η διαδρομή. Η Ουρουγουάη δεν τα κατάφερε, έφτασε όμως μέχρι εκεί που λίγοι περίμεναν, ασχέτως εάν κάποιοι αιθεροβάμονες περίμεναν να προχωρήσει περισσότερο και – οι πιο ρομαντικοί κι ονειροπόλοι – να κατακτήσει το κύπελλο.
Ο Tabarez διασκέδασε τον αποκλεισμό από την (καλύτερη) Γαλλία με μια από τις αγαπημένες του παραβολές: «Σκεφθείτε ότι βρίσκεστε απέναντί μου, βαθιά στον ορίζοντα. Κάνω δυο βήματα να σας πλησιάσω και αυτομάτως κάνετε κι εσείς δυο πίσω. Πεισμώνω και κάνω δέκα βήματα. Με πολύ κόπο. Διαπιστώνω όμως ότι και ο ορίζοντας κινείται δέκα βήματα πιο μακριά. Όσο κι αν περπατήσω, όσο κι αν μοχθήσω, δεν πρόκειται να σας φθάσω ποτέ. Γιατί λοιπόν να κυνηγώ αυτή την ουτοπία; Θα σας πω γιατί. Ακριβώς διότι θα μοχθήσω και θα κάνω βήματα προς τα εμπρός».
Πίσω από αυτά τα λόγια του προπονητή, στην καρδιά αυτής της παραβολής του Tabarez, είναι και η αυταπάρνηση των παικτών του στο χορτάρι. Στο ότι μόχθησαν όσο μπορούσαν κι ακόμα περισσότερο. Στο ότι παρουσιάστηκαν έτοιμοι να πεθάνουν στον αγωνιστικό χώρο, σαν πολεμιστές. Από το ιδρωμένο και λαβωμένο πρόσωπο του Edinson Cavani που τόσο έλειψε στο τελευταίο παιχνίδι, μέχρι την απογοήτευση στο πρόσωπο του Caceres, όταν ο Lloris θύμισε Banks το ’70 και απέκρουσε αναπάντεχα την κεφαλιά του σε ένα χρονικό σημείο του αγώνα που η «ουτοπία» του Tabarez έμοιαζε πιο κοντά από ποτέ.
Για την ουτοπία μόχθησαν όλοι, από τον Suarez μέχρι τον τελευταίο αναπληρωματικό. Όλοι για τη μικρή δημογραφικά, αλλά τεράστια στην καρδιά πατρίδα, όλοι για τη φανέλα, όλοι για το Maestro, το «Δάσκαλο». Τον Oscar Washington Tabarez.
Γεννήθηκε 3 Μαρτίου του 1947 στο Montevideo. Μεγάλωσε κανονικά, αξιοπρεπώς, ποτέ του δεν έπαιξε το χαρτί της φτώχειας, παραείναι περήφανος για να διηγείται δακρύβρεχτες ιστορίες. Την οικογένειά του την αναφέρει πάντοτε ως ταπεινή. Ποτέ φτωχή. «Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια, τα απαραίτητα δεν μας έλειψαν ποτέ. Τελείωσα το γυμνάσιο που ήταν το βασικό. Βρέθηκε ο τρόπος να προχωρήσω περισσότερο, να τελειώσω και το λύκειο, να πάω ακόμη παραπέρα. Όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή, ο πατέρας μου έλειπε πολλές ώρες στη δουλειά, η μάνα μου έμενε στο σπίτι να μας φροντίσει. Δεν ξέρω ποιον πρέπει να ευχαριστήσω περισσότερο». Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους, ο Williams είναι τρία χρόνια νεότερος, ο Walter οκτώ. Ο πατέρας του, ο Oscar, ήταν εργάτης σε ένα εργοστάσιο γαλακτοκομικών, έτσι βρισκόταν πάντοτε ο τρόπος να υπάρχει κάτι επάνω στο τραπέζι όταν επέστρεφε αργά για να δειπνήσει με την οικογένεια. Τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα του, πιο πολύ όμως σεβόταν τον αγώνα του, τη συνέπειά του και το γεγονός ότι τους μεγάλωσε φυσιολογικά σε ένα περιβάλλον πολύ δύσκολο.
Όταν ήταν ακόμη παιδί, τον φώναζαν Washington. Οscar έγινε στα χρόνια του λυκείου, όταν πια είχε μπει στην εφηβεία. Το ποδόσφαιρο το λάτρευε από μικρός, από τότε που χανόταν στους δρόμους μεταξύ Cerrito de la Victoria και Brazo Oriental και έπαιζε με τους συνομήλικους. Είχε πολύ μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του, μια γυναίκα πολύ δυνατή που δρούσε περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη λογική. Ο ίδιος ο Tabarez είναι πιο γλαφυρός: «Η μητέρα μου αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στους τρεις μας. Πιο πολύ με μια προσέγγιση που έβγαινε από τα σπλάχνα της και όχι βασισμένη στη λογική ή τη σταθερότητα. Σταθερότητα παρείχε ο πατέρας μας, η μητέρα μας ώθησε να μελετήσουμε, να είμαστε επιμελείς και μας έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε και να γίνουμε κάτι στη ζωή μας. Και οι τρεις.». Ο Williams επέλεξε να αρχίσει να εργάζεται με το που τελείωσε το γυμνάσιο, ο Walter έγινε δάσκαλος και σήμερα είναι διευθυντής του Κολλεγίου του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης στο Μοντεβιδέο και παράλληλα εργάζεται και στο δημόσιο σχολείο της La Teja. Κι ο Oscar;
Ο Oscar από πιτσιρίκος μαζί με τον ξάδερφό του, τον Miguel Angel, να παίζει, να μιλάει, να ονειρεύεται ποδόσφαιρο. Μάζευαν μαζί χαρτάκια, ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία η συμπλήρωση του άλμπουμ, πολλές φορές ο Miguel το άφηνε στο σπίτι του Oscar για να το ξεφυλλίζει τις νύχτες. Μια μέρα το πήρε και μαζί στο σχολείο και του το έκλεψε ένα μεγαλύτερο παιδί. Ήταν η πρώτη μεγάλη στενοχώρια στη ζωή του. Ήθελε να εξαφανιστεί από ντροπή, δεν ήξερε πως να το πει στον ξάδερφό του. Βρήκε το θάρρος και το είπε, ο Miguel δεν του εβαλε τις φωνές, δεν τον κατσάδιασε, αντίθετα με την ψυχραιμία και την αντιμετώπισή του, έδειξε στο μικρό Oscar ότι τις ήττες και τις απώλειες τις αντιμετωπίζεις χωρίς δραματοποίηση.
Ο Miguel τον πήρε μαζί του στην Ciclón του Cerrito που προπονούσε ο πατέρας του, αλλά ο Oscar δεν ήταν καλός. Σπανίως τον έβαζε να παίζει ο θείος Ismael κι όσες το έκανε ήταν για να μην καταστρέψει τα όνειρα του παιδιού.
Ξεκίνησε σαν επιθετικός, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του ήθελε να είναι πρωταγωνιστής. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε ότι το ταλέντο του είναι λειψό. Όταν πήγε να παίξει σε μια άλλη ομάδα, τη Faro, τον έβαλαν στην άμυνα. Δεν τον ενόχλησε, είχε το χρόνο και τη δυνατότητα να δει το ποδόσφαιρο διαφορετικά, πιο ολοκληρωμένα, διότι μέσα του ήξερε ότι ως ποδοσφαιριστής πολύ δύσκολα θα έχει την ευκαρία να διαπρέψει. Αντιθέτως, στο σχολείο ήταν επιμελής, κατόρθωσε και πέρασε το “magisterio” για να γίνει δάσκαλος. Δεν ήταν το όνειρό του, το επέλεξε σχεδόν τυχαία, επειδή οι περισσότεροι φίλοι του επέμεναν ότι του ταιριάζει. Μέχρι που ήρθε σε επαφή με τα παιδιά θεωρούσε ατυχέστατη επιλογή να διδάξει, ακόμα είχε στο νου το ποδόσφαιρο.
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του χρονολογείται στο 1967, όταν ντεμπουτάρει στην primera εναντίον της Racing στο Parque Roberto. Μέχρι σήμερα δεν έχει ξεχάσει εκείνο το ματς, θυμάται ότι έληξε 1-1, κυρίως όμως του έμεινε ανεξίτηλο ότι έπαιξε με τον ήρωα του “Maracanazo”, Alcides Ghiggia, τον άνθρωπο που σκόραρε το νικητήριο γκολ της Ουρουγουάης μέσα στο Maracana στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου του 1950 στη Βραζιλία. Ο Ghiggia ήταν πάνω από 40 ετών, αλλά πιο γρήγορος από τους εικοσάρηδες, δεν μιλούσε πολύ και όλοι τον κοιτούσαν με δέος, θυμάται με νοσταλγία ο Tabarez.
Στο μεταξύ η ζωή του προχωρά, έρχεται ο πρώτος διορισμός του ως εκπαιδευτικός. Τον στέλνουν στα πιο δύσκολα σχολεία της πρωτεύουσας, στις πιο φτωχές συνοικίες του Montevideo. Εκεί αναθεώρησε πολλά ακόμα και για την ίδια του την ύπαρξη. Παρατηρούσε τα παιδιά που έτρωγαν τη φλύδα από τις μπανάνες, που πήγαιναν στο σχολείο με σκισμένα ρούχα και παπούτσια, τότε αντίκρυσε πρώτη φορά την πραγματική φτώχεια. Εκεί πήρε και την κομβική απόφαση να αγνοήσει σχεδόν τη σιωπηρή ντιρεκτίβα του υπουργείου και αντί να διδάξει τραγουδάκια και παιχνίδια αφού «ούτως ή άλλως η ανάγκη θα κάνει τα παιδιά να μην τελειώσουν ούτε το δημοτικό προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό», αποφάσισε να δώσει μια μάχη εκ προοιμίου χαμένη. Αγόρασε το βιβλίο του Otto Engelmayer σχετικά με την εξελικτική ψυχολογία της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, βοηθώντας πάρα πολύ και τα παιδιά και τον εαυτό του να ωριμάσουν. Γνωρίζει τη γυναίκα του τη Silvia στο καρναβάλι στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, μέσα σε ένα χρόνο παντρεύονται, τον επόμενο γεννιέται η κόρη τους, η Laura.
Η γέννηση ενός παιδιού είναι μία από τις θεμελιώδεις εμπειρίες της ζωής, μια στιγμή απερίγραπτης ευτυχίας. Τα μάτια του πατέρα, της μητέρας, των παππούδων, των θείων, είναι όλα στραμμένα στο νεοφερμένο μέλος της οικογένειας. Με τη Silvia ήταν πολύ νέοι, γνώριζαν ο ένας τον άλλον μόνο δυο χρόνια κι όπως κάθε νέο ζευγάρι, στο μυαλό είχαν μόνο σχέδια και ψευδαισθήσεις. Δυο χρόνια μετά τη Laura ήρθε η Tania, λίγο πιο μετά η Valeria και η οικογένεια Tabarez ολοκληρώθηκε αργότερα με τον ερχομό της Melissa.
Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη οικογένεια, άλλωστε επισημαίνει γελώντας ότι η γυναίκα του είναι οπαδός της Penarol, ο ίδιος της Nacional, της αιώνιας «εχθρού». Τους ενώνουν πράγματα πολύ έξω από τα καθιερωμένα, κάποτε είχαν αγοράσει το βινύλιο με τα Όνειρα Αγάπης του Λιστ χωρίς να έχουν καν πικάπ για το ακούσουν, η οικογένεια Tabarez απείχε πολύ από τη μέση λατινοαμερικάνικη οικογένεια. Kατά βάση, συντηρείτο απο το μισθό της συζύγου. Ο Oscar πάλευε να μαζέψει ό,τι μπορεί με τον πενιχρό μισθό στα σχολεία και τα δίμηνα-τρίμηνα συμβόλαια που έκανε σαν ποδοσφαιριστής.
Εκτός από τη Sud America, πέρασε κι από τους Wanderers, τη Sportivo, τη Fenix, όλες ομάδες του Montevideo.
Δεν έθελξε ποτέ με την απόδοσή του στον αγωνιστικό χώρο, άλλωστε τον τυράννησαν και αρκετοί τραυματισμοί στα γόνατα που δεν του επέτρεψαν ποτέ να δουλέψει περισσότερο. Έφτασε μέχρι και το Μεξικό, έπαιξε στην Puebla για το μεροκάματο, αλλά δεν άντεξε περισσότερο από δυο μήνες μακριά απο τη Silvia και τα κορίτσια του. Ήταν από τις χειρότερες περιόδους της ζωής του, εκτός από τη νοσταλγία, υπήρχε και ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο η Tania να πάσχει από μυϊκή δυστροφία. Ευτυχώς ήταν ήπιας μορφής, αλλά με τα μέσα και την ιατρική εκείνης της εποχής η τελική διάγνωση ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Στην τελευταία βιοψία, όταν ο γιατρός απέκλεισε τον κίνδυνο, ο Tabarez έμεινε ακίνητος, ανέκφραστος, δεν έβγαλε λέξη, είχε μια αντίδραση σαν να άκουσε το χειρότερο. Μέσα του ωστόσο έμοιαζε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, δεν ήξερε αν έπρεπε να αγκαλιάσει ή να πιάσει το γιατρό απ’ το λαιμό. Η περιπέτεια με την κόρη του τον οδήγησε ουσιαστικά να ολοκληρώσει την καριέρα του σχετικά νωρίς ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής.
Δεν είχε κλείσει τα 32 όταν το 1979 αποφάσισε να δώσει το οριστικό τέλος με το μεγάλο του πάθος, το ποδόσφαιρο.
Είχε πετύχει το στόχο του, είχε μαζέψει στην άκρη κάποια χρήματα για να αγοράσουν ένα σπίτι, ήταν αγαπητός σε όλη την ποδοσφαιρική κοινότητα της Ουρουγουάης παρότι «ανώνυμος» σαν παίκτης. Λόγω ιδιοσυγκρασίας κλήθηκε και σε ένα φιλικό της εθνικής ομάδας, για να γράψει έστω και μια ανεπίσημη συμμετοχή με το εθνόσημο. Ήταν η μέγιστη τιμή για κάθε Ουρουγουανό, η φανέλα της celeste ήταν και παραμένει ιερή για τους 3μισι εκατ. ανθρώπους που κατοικούν νοτιοδυτικά του Ρίο ντε λα Πλάτα. Όταν ανακοίνωσε στη Silvia ότι σταματάει, η αντίδρασή της ήταν η αναμενόμενη: σκέφτηκε αμέσως το ζην, το εισόδημα που χανόταν, τα κορίτσια που ήταν ακόμα στην εφηβεία, τη γενικότερη ανέχεια στο Montevideo. Ο Oscar την καθησύχασε, της εξηγεί ότι θα βρει και δεύτερη δουλειά και πράγματι, εκτός από το δημόσιο σχολείο, διδάσκει και σε ένα καθολικό κολλέγιο που χρηματοδοτούσε η γερμανική κοινότητα στην πρωτεύουσα. Τα χρήματα όμως είναι και πάλι πενιχρά.
Ένα βράδυ, ακούει στο ραδιόφωνο το θρύλο προπονητή της Penarol, José «Pepe» Etchegoyen, να λέει ότι αναζητούνται νέοι άνθρωποι με όρεξη για να βοηθήσουν τις ακαδημίες, αλλά δεν θέλει απλώς ποδοσφαιρικά καταρτισμένους, θέλει παιδαγωγούς. Το ημερολόγιο γράφει φθινόπωρο του 1980 και εκείνη τη νύχτα ο Oscar Washington Tabarez έμεινε άυπνος, ετοιμάζοντας μια μακροσκελέστατη εισήγηση γεμάτη ιδέες και νεωτερισμούς, προκειμένου να την παρουσιάσει στον Etchegoyen. To επόμενο πρωινό, πήρε τα χαρτιά και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του Etchegoyen: «δεν ξέρω αν με θυμάστε, είμαι ο Tabarez και σας έχω ετοιμάσει ένα αναλυτικό πλάνο σχετικά με τις ακαδημίες που είπατε χθες στο ραδιόφωνο. Σας το αφήνω εδώ και, εάν σας ενδιαφέρει, παρακαλώ να επικοινωνήσετε μαζί μου». Δεν πρόλαβε να επιστρέψει σπίτι και τον περίμενε η Silvia στην πόρτα. «Πού είσαι; Σε έχει πάρει δυο φορές τηλέφωνο ο Etchegoyen!».
Ο Pepe χωρίς περιστροφές δηλώνει ενθουσιασμένος, του εξηγεί ότι αν υπήρχε ελεύθερη θέση στο επιτελείο του, θα τον έπαιρνε αμέσως μαζί του. Του συστήνει να κάνει λίγο υπομονή και να πάει στη Bella Vista (η μικρή ομάδα που έκλεισε την καριέρα του ο Tabarez) και να αναλάβει τις ακαδημίες.
Στέλνει εκεί και τον Jose Herrera “el Profe”, έναν νέο γυμναστή με πολλές ιδέες που επίσης αναζητούσε δουλειά. Ο Jose Herrera θα παραμείνει στο πλευρό του Oscar Tabarez μέχρι σήμερα, σε μια συνεργασία που έσπασε κάθε ρεκόρ, συμπληρώνοντας περισσότερα από 38 (!) χρόνια. Η δουλειά του στην Bella Vista είναι αξιοσημείωτη, κάνει ακριβώς αυτά που έγραφε στον Etchegoyen: μαθαίνει στα παιδιά τα βασικά του παιχνιδιού, κοντρόλ, υποδοχή, πάσα. Το αξίωμά του είναι πως η σκέψη είναι πιο γρήγορη και από τον ταχύτερο επιθετικό, η διδαχή του επικεντρώνεται στο ότι το ποδόσφαιρο είναι εγκεφαλικό και γι’ αυτό διεγείρει την ανθρώπινη φύση.
Μένει στις ακαδημίες τρία χρόνια, νιώθει έτοιμος για να αναλάβει την πρώτη ομάδα, ο προβιβασμός όμως δεν έρχεται ποτέ. Αντίθετα, λίγες βδομάδες αργότερα έρχεται η κλήση από την ομοσπονδία. Του προσφέρουν τη δυνατότητα να προπονήσει την ομάδα νέων, την U-20. Είναι η πρώτη διάκριση της καριέρας του, διότι με την εθνική νέων κατακτά το χρυσό μετάλιο στους παναμερικανικούς αγώνες του 1983 στο Caracas, νικώντας στον τελικό τη Βραζιλία του μεγάλου αστεριού και μετέπειτα αρχηγού της σελεσάο, Carlos Dunga, με 1-0. Η επιτυχία με τη μικρή εθνική φέρνει τη δουλειά στη Danubio (1983-84), αμέσως μετά στους Montevideo Wanderers (1984-85), όπου θα γνωρίσει τους κομβικούς για την καριέρα του Celso Otero (τότε τερματοφύλακας), Mario Rebollo (τότε αμυντικός) και τον ιατρό Alberto Pan, τους τρεις ανθρώπους που έκτοτε θα προστεθούν στον Herrera και θα αποτελέσουν το σταθερό και αδιάβλητο τεχνικό επιτελείο συνεργατών του.
Παρότι θα οδηγήσει το club στην έξοδο στο Libertadores, ο Tabarez απολύεται το 1986, απόλυση που θα του στοιχίσει ιδιαίτερα με αποτέλεσμα να μείνει εκτός πάγκων αρκετούς μήνες. Στο μεσοδιάστημα, οι παίκτες της πρώην ομάδας του, τον επισκέπτονταν στο σπίτι του, ζητούσαν συμβουλές, συζητούσαν για ποδόσφαιρο. Επιστρέφει στους πάγκους λίγο μετά την έναρξη του πρωταθλήματος του 1987 και μάλιστα τον καλεί η Penarol. Όχι στα καλύτερά της, με σοβαρά οικονομικά προβλήματα και τον προπονητή Maspoli να την εγκαταλείπει μόλις δυο αγωνιστικές αφού ξεκίνησαν οι υποχρεώσεις. Η ομάδα αιμορραγεί, οι ποδοσφαιριστές κάποιας ηλικίας φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον και ο Τabarez ουσιαστικά πρέπει να προπονήσει και να φέρει αποτελέσματα με την πιο νεανική Penarol όλων των εποχών.
Στη θρυλική ομάδα της πατρίδας του, θα βρει και έναν γνώριμό του από τις ακαδημίες της Bella Vista και το μοναδικό άνθρωπο που τον συνδέει εμμέσως με τη χώρα μας: τον Diego Aguirre. Ο Tabarez είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος που έπλασε τον Αγκίρε, ο προπονητής που ανάγκασε τον Ολυμπιακό του Γιώργου Κοσκωτά να δαπανήσει πακτωλό εκατομμυρίων για να έρθει ο Ουρουγουανός επιθετικός στην Ελλάδα εκείνο το φρενήρη Δεκέμβριο των 16 συνολικά μεταγραφών του «τυφώνα» Κοσκωτά. Ο Αγκίρε δεν έπιασε ποτέ στην Ελλάδα, κατηγορήθηκε μάλιστα και για χρήση αντικανονικών ουσιών σε έλεγχο ντόπινγκ και ελάχιστοι θα συγκρατούσαν το όνομά του εάν δεν επρόκειτο για την πρώτη πανάκριβη μεταγραφή της εποχής Κοσκωτά στον Ολυμπιακό.
Τον Αγκίρε τον είχε δοκιμάσει στα 15 του στη Bella Vista, τον είχε επιλέξει για την ομάδα νέων αλλά ο μικρός αρνήθηκε γιατί δεν είχε επιλέξει μαζί και τους δυο συμμαθητές του που τον συνόδευαν. Ο Tabarez όταν ξαναβρήκε τον Αγκίρε στην Penarol, θυμόταν ακόμα και τα μικρα ονόματα των άλλων παιδιών που ουδέποτε έκαναν καριέρα στο ποδόσφαιρο.
Ο -επιτυχημένος προπονητής σήμερα- Αγκίρε αναφέρει αυτή την ιστορία σε κάθε ευκαιρία για να καταδείξει πόσο μεθοδικός και μνήμων είναι ο Tabarez, πόσο βρίσκεται έμπρακτα κοντά σε κάθε παίκτη είτε πρόκειται για παιδί των ακαδημιών που απλώς περνάει δοκιμαστικό είτε για super star του διαμετρήματος του Cavani.
Βασιζόμενος σε αυτή την προσέγγιση, κάνοντας δηλαδή κάθε ποδοσφαιριστή του να νιώθει ξεχωριστός, οδηγεί την Penarol των πιτσιρικάδων στον τελικό του Libertadores, όπου τον περιμένει η τρομακτική América de Cali, με μούρες βγαλμένες από το Narcos. Στην Κολομβία το 2-0 είναι φτωχό για να περιγράψει την εικόνα του αγώνα, οι πιτσιρικάδες τρόμαξαν και από την ατμόσφαιρα και από το σχεδόν αντιαθλητικό παιχνίδι των αντιπάλων τους. Στη ρεβάνς στο Centenario του Montevideo, ο Tabarez εκφωνεί έναν από τους ιστορικούς λόγους του στα αποδυτήρια, λέει ότι 53 χιλιάδες κόσμος στις εξέδρες περιμένει από τους πιτσιρικάδες να γίνουν άντρες. Και έγιναν.
Τρία λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, ο Villar με εκπληκτική εκτέλεση φάουλ βάζει το δεύτερο γκολ (το πρώτο το είχε πετύχει ο «δικός μας» Αγκίρε) και βάσει κανονισμού, οδηγεί τον τελικό σε επανάληψη σε ουδέτερο. 31 Οκτωβρίου 1987, Santiago της Χιλής, Penarol και America de Cali τα παίζουν όλα. Λόγω των πάντοτε περίεργων κανονισμών ποδοσφαίρου της λατινικής Αμερικής, σε περιπτωση λευκής ισοπαλίας το τρόπαιο καταλήγει στην Κολομβία λόγω των εκτός έδρας γκολ στο τουρνουά, δεν υπάρχει διαδικασία των πέναλτι. Τα 90΄ ολοκληρώνονται χωρίς σκορ, το ίδιο και το πρώτο ημίχρονο της παράτασης. Οι Κολομβιανοί στην εξέδρα είναι σε έκσταση, το χρονόμετρο γράφει 119΄ και η America de Cali είναι αγκαλιά με το κύπελλο. Στο τελευταίο λεπτό της παράτασης ολοκληρώνεται η τριλογία ενός από τους καλύτερους τελικούς Libertadores όλων των εποχών. Με τρεις αντιπάλους να τον παρεμποδίζουν, να τον τραβούν απ’ τη φανέλα και το σορτσάκι και 25 χιλιάδες κόσμο να τρελαίνεται, ο Ντιέγκο Αγκίρε στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα και γεννιέται το έπος της Penarol des Milagros. Στην άκρη του πάγκου, αγέρωχος ένας μελαχροινός άντρας με χωρίστρα και εικόνα πολύ παράταιρη σε σχέση με το λατινοαμερικανό που έχουμε κατά νου: ο Oscar Washington Tabarez.
Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί με λόγια σε ανθρώπους που δεν έχουν επαφή με το ποδόσφαιρο της λατινικής Αμερικής, τι σημαίνει για αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπους ένα κύπελλο, ποια είναι η σχέση των λαών αυτών με το ποδόσφαιρο, πώς διαμορφώνουν την καθημερινότητά τους σε άμεση σχέση και διάδραση με αυτό.
Το ποδόσφαιρο είναι διέξοδος, καταξίωση, διαφυγή, εξαγνισμός, περικλείει σχεδόν τα πάντα. Έτσι πιθανόν να εξηγείται και το οξύμωρο της Ουρουγουάης, μιας χώρας 3μισι εκατομμυρίων κατοίκων με κατακτήσεις δυο παγκοσμίων κυπέλλων, με ασύγκριτα πολλές κατακτήσεις Copa America, με τρομερές φυσιογνωμίες στο παγκόσμιο μουσείο του αθλήματος.
Στο 120΄ εκείνου του τελικού του Libertadores, ο Oscar Tabarez διάβηκε το κατώφλι του κλειστού club των πραγματικά μεγάλων, τότε επί της ουσίας ξεκίνησε να γράφει τη δική του ξεχωριστή ιστορία στη βίβλο του ποδοσφαίρου. Παρά το γεγονός ότι η Penarol χάνει το διηπειρωτικό από την Porto, o Tabarez είναι ήδη ο επόμενος προφήτης της Ουρουγουάης, η κλήση του από τη μεγάλη εθνική μοιάζει θέμα χρόνου.
Μετά από ένα πολύ σύντομο πέρασμα από τη Deportivo Cali, η ομοσπονδία τον καλεί με αποστολή να ξαναμπεί η εθνική στο club των μεγάλων στο παγκόσμιο κύπελλο, διότι υπήρχε μόνον η πρόκριση στο Μουντιάλ του ’86. Το 1978 και το 1982 οι Ουρουγουανοί ήταν απόντες, σε τελική φαση έχουν να νικήσουν παιχνίδι από το 1970. Η δεξαμενή του Tabarez δεν είναι ανεξάντλητη, αλλά έχει την τύχη να ξεκινά την ομάδα από δυο εκπληκτικούς ποδοσφαιριστές: τον καλλιτέχνη Enzo Francescoli και τον πολιορκητικό κριό Ruben Sosa. Το πρώτο σημαντικό τεστ πριν το παγκόσμιο της Ιταλίας, είναι το Copa America του ’89.
Η Ουρουγουάη μπαίνει εύκολα στον τελικό γύρο των τεσσάρων και διαλύει εύκολα την Παραγουάη με 3-0, ενώ κερδίζει καθαρά και την Αργεντινή του Ντιέγκο με 2-0 σε ένα ματς που θα μείνει στην ιστορία για αυτό το απίστευτο δοκάρι του Μαραντόνα από τα 50 μέτρα.
Στον τελικό, οι Ουρουγουανοί θα λυγίσουν στη λάβα του Maracanà μπροστά σε 148 χιλιάδες κόσμο, εκεί που δεν λύγισε μόνο ο εθνικός ήρωας Alcides Ghiggia. Η κεφαλιά του μεγάλου Romario θα χαρίσει το τρόπαιο στη Βραζιλία, αλλά η Ουρουγουάη φωνάζει ότι επέστρεψε.
Ο στόχος που έχει θέσει ο Tabarez τότε στην ομοσπονδία, είναι η βελτίωση της εικόνας του ποδοσφαίρου της χώρας στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι τότε και ειδικά στο τουρνουά του 1986, οι Ουρουγουανοί ποδοσφαιριστές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με δρεπανηφόρα, κυνηγούς κεφαλών και αστραγάλων αντιπάλων, με οποιοδήποτε κόστος. Ο Tabarez ήθελε να το αλλάξει αυτό, επιθυμούσε να παρουσιάσει και μια άλλη πρόταση, διαφορετική, πιο ποδοσφαιρική.
Στο πλαίσιο αυτό, πριν το Μουντιάλ της Ιταλίας κλείνει φιλικό με την Αγγλία στο Wembley όπου κερδίζει τη γηπεδούχο με 2-1 αποδίδοντας πολύ όμορφο ποδόσφαιρο. Την ίδια εικόνα διατηρεί και στα ιταλικά γήπεδα όπου προκρίνεται από τον όμιλο, αλλά έχει την ατυχία να πέσει επάνω στη διοργανώτρια Ιταλία και τον οίστρο του Τοτό Σκιλάτσι. Η δουλειά όμως είχε γίνει. Η Ουρουγουάη δεν ήταν πια (μόνο) η ομάδα των δρεπανηφόρων, παρουσίαζε και ποδόσφαιρο κατοχής, είχε το δικό της μεγάλο δεκάρι (τον Φραντσέσκολι), κέρδιζε τη συμπάθεια των ουδέτερων.
Η πρώτη εμπειρία στον πάγκο της εθνικής διήρκησε 34 παιχνίδια, ο Tabarez δεν είχε σπάσει απλώς την «κατάρα» του ’70, αλλά είχε οδηγήσει την ομάδα και στη φάση των νοκ άουτ. Σημειωτέον ότι για να ξανακερδίσει η Ουρουγουάη σε Μουντιάλ, θα χρειαστεί να επιστρέψει κι ο ίδιος στον πάγκο της. Εν τω μεταξύ, έχει αποδεχθεί τη μεγάλη πρόκληση να καθίσει στον ηλεκτρικό πάγκο της Boca Juniors, άτιτλης για περισσότερο από δεκαετία και με κόσμο έτοιμο να λιντσάρει και τους κηπουρούς του Bombonera.
Κατακτά την Apertura το 1992, όταν οι οπαδοί της Boca γκρέμισαν τα κάγκελα στο πέταλο του Bombonera.
Η φιλοσοφία του συνοψίζεται στα λόγια του: «Δίνω πάντα μεγαλύτερη σημασία στην πειθώ παρά στην επιβολή. Είναι σημαντικό ο σπουδαστής ή στην περίπτωση μιας ομάδας, ο παίκτης, να δίνει σημασία σε αυτό που κάνει. Ο παίκτης πρέπει να μεγαλώνει, να βελτιώνεται, να αισθάνεται ανεξάρτητος». Τα παραπάνω λόγια τα ενσάρκωσε καλύτερα απ’ όλους ένας νεαρός επιθετικός της Boca με μακριά ξανθιά χαίτη, ο Gabriel Omar Batistuta.
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, η θητεία του Tabarez στη Boca θα στιγματιστεί από τη θρυλική “Batalla de Macul”, τον ημιτελικό του Libertadores με τους Χιλιανούς της Colo Colo, το ματς που αποδίδει όσο κανένα άλλο την παράνοια του ποδοσφαίρου στη λατινική Αμερική. Monumental του Santiago, 22 Μαΐου 1991. Το γήπεδο δεν είναι απλώς ασφυκτικά γεμάτο, έχει κόσμο ακόμα και μέσα (!) περιμετρικά των γραμμών. Στα δοκάρια κρέμονται ρολά ταμειακής, έχουν πέσει χιλιάδες χαρτάκια μέσα στον αγωνιστικό χώρο, μαζί με εκατοντάδες πυροτεχνήματα, βεγγαλικά, καπνογόνα, ότι βάζει ο νους.
Το ματς δείχνει να οδεύει ολοταχώς για παράταση, όταν ο Patricio Yanez πασάρει στον (μάλλον σε θέση οφσάιντ) Martinez. Πριν καν σκοράρει ο Χιλιανός, οποιοσδήποτε με αργεντίνικο διαβατήριο ή διακριτικα της Boca στο γήπεδο, έχει σηκώσει το χέρι και ζητάει οφσάιντ. Ο επόπτης μένει στη θέση του, ο Martinez χάνεται στο ντελίριο των πανηγυρισμών σε ένα ανεπανάληπτο mix κόσμου, παρατρεχάμενων, φωτογράφων, φροντιστών, αστυνομικών, των πάντων.
Ό,τι ακολουθεί είναι extreme ακόμα και για τη hard core λατινοαμερικάνικη εκδοχή του ποδοσφαίρου.
Ανείπωτο ξύλο, σκυλιά της αστυνομίας στον αγωνιστικό χώρο να δαγκώνουν(!) ποδοσφαιριστές, αντικείμενα, προπηλακισμοί, διακοπή, μπουνιές, κλωτσιές, ατόφιο ξύλο. Οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο, ποδοσφαιριστές αιμόφυρτοι, ο ίδιος ο Tabarez αιμόφυρτος, ο Batistuta εν εξάλλω να συλλαμβάνεται από την κάμερα να κραυγάζει “hijo de puta, hijo de puta!” άγνωστο προς ποια κατεύθυνση.
Προς έκπληξη όλων, το ματς θα συνεχιστεί (!) οι Χιλιανοί προκρίνονται στον τελικό, το ματς λήγει και ο Tabarez με το μέσο της Boca, Blas Giunta, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη φυλακή. Το θέμα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, παρεμβαίνει ακόμα και ο Αργεντίνος Πρόεδρος Carlos Menem, στη Χιλή πανηγυρίζουν στους δρόμους καίγοντας σημαίες της Αργεντινής και θα χρειαστεί λεπτός χειρισμός σε επίπεδο διπλωματών για να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
Ο Tabarez θα ολοκληρώσει αυτή την ταραχώδη περίοδο της καριέρας του το 1993, όταν και αποφασίζει να επιστρέψει στην Penarol, νιώθοντας ωστόσο έτοιμος για να προπονήσει και στην Ευρώπη. Όταν το καλοκαίρι του 1994 τον καλεί ο ιδιόρρυθμος Cellino στην Cagliari, είναι στην πιο παραγωγική προπονητικά ηλικία της καριέρας του (47 ετών) και έτοιμος να βγει από το κουκούλι του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου. Η Ευρώπη τον υποδέχεται με σκεπτικισμό, οι Ιταλοί είναι πολύ δύσκολοι στο να αποδεχθούν αλλοδαπούς προπονητές, ανέκαθεν θεωρούσαν ότι η δική τους σχολή είναι υπεράνω όλων.
Ο Tabarez όμως, σαγηνεύει και τους Ιταλούς πολύ γρήγορα. Δηλώνει ότι ο Ιταλός ποδοσφαιριστής που θαυμάζει περισσότερο είναι ο Baresi, επειδή είναι ένα σύμβολο, ένας ταπεινός και νηφάλιος ηγέτης, ο οποίος έχει δώσει μια διαφορετική εικόνα στο ρόλο του.
Στις συνεντεύξεις Τύπου αντί να αναλύει ανούσια πράγματα για πέναλτι και κάρτες, τσιτάρει Vargas Llosa και Galeano, κλείνει ομιλίες με αποστάγματα σοφίας. «Ο ιδανικός παίκτης δεν υπάρχει, επειδή το ιδανικό είναι αντίθετο της πραγματικότητας. Και ένας προπονητής πρέπει να καθοδηγεί με βάση την πραγματικότητα» είναι οι ατάκες του όταν ολοκληρώνει τον κύκλο του στην Cagliari αφήνοντας γλυκιά γεύση.
Τερμάτισε δις στη μέση της βαθμολογίας αποφεύγοντας χαρακτηριστικά άνετα τη ζώνη του υποβιβασμού, ακολουθώντας ένα ιδιότυπο 5-2-3 που οι Ιταλοί λατρεύουν γιατί είναι πολύ επιθετικό. Ο ίδιος τους διορθώνει με ευγένεια, απαντώντας ότι το ποδόσφαιρο είναι και άμυνα και επίθεση και η άμυνα είναι πολύ μεγάλη τέχνη όταν παίζεις σε αθλητικά πλαίσια.
Η μικρή του επανάσταση είναι αυτή η «καθαρή» άμυνα, με διαρκή πίεση και στη μπάλα και στο χώρο, με πρες από τον στόπερ στον φορ ακόμη κι όταν εκείνος κινείται μακριά από την περιοχή. Η νίκη δεν είναι αυτοσκοπός, νικητής είναι εκείνος που προτείνει κάτι κόντρα στις καθιερωμένες φόρμες, επαναστάτης είναι όποιος πηγαίνει το ποδόσφαιρο ένα βήμα παραπέρα και γι’ αυτό ο Tabarez δηλώνει ερωτευμένος με τη Milan του Sacchi. Με τον τρόπο του εντός κι εκτός γηπέδων, με τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του, έχει κερδίσει ακόμα και τους πολύ δύσκολους Ιταλούς.
Το βράδυ χαλαρώνει στην παραθαλάσσια βίλα του έξω από την πόλη, με τη Silvia και τις τέσσερις κόρες τους πάντα στο πλευρό του. Μιλάει στο δρόμο με τους πολίτες της Σαρδηνίας που από τότε είχαν φέρει το προσφυγικό πρόβλημα στην πραγματικότητα του νησιού, διακρίνει το υφέρπον μίσος για τους μετανάστες και τους ξένους. Έχοντας βιώσει τη δικτατορία στην Ουρουγουάη το ’73, εξηγούσε σε φίλους και γνωστούς πόσο σημαντικό ήταν το κίνημα του ’68, γιατί κάθε κοινωνία χρειάζεται κριτικό πνεύμα απέναντι στη θεσμική αρτηριοσκλήρωση.
Εκείνη την εποχή, στο Κάλιαρι, η εικόνα μεταναστών να περιφέρονται απελπισμένοι στους δρόμους ήταν μια καθημερινή κατάσταση, το νησί υπέφερε, όπως υποφέρει και σήμερα που οι καιροί είναι ακόμα πιο επικίνδυνοι. Ο Tabarez δεν έμεινε αμέτοχος, θεωρούσε ότι η αδράνεια είναι συνενοχή. Κατηγορήθηκε για αυτήν την αντιδημοφιλη στάση του, όσοι όμως τον κατέκριναν ότι δρούσε εκ του ασφαλούς από την άνεση της βίλας του, λησμονούσαν πότε, που και πως μεγάλωσε, την πραγματικότητα που βίωσε, τις εικόνες με τα παιδιά που έτρωγαν τις φλύδες από τις μπανάνες όταν ξεκίνησε να διδάσκει στις φτωχογειτονιές.
Αυτό το θάρρος της γνώμης είναι μια από τις αρετές που εκτίμησε και ο Adriano Galliani και έπεισε το Berlusconi ώστε να τον επιλέξει για τον δυσκολότερο πάγκο της Ευρώπης εκείνη την εποχή, τον πάγκο της Milan. Οποιοσδήποτε και να αναλάμβανε μετά τα θαύματα του Sacchi και του Capello, ήταν περίπου βέβαιο ότι έβαζε το κεφάλι του στη λαιμητόμο. Η Milan τα είχε κατακτήσει όλα, πάνω απ’ όλα είχε αλλάξει το ίδιο το ποδόσφαιρο και έπασχε θα έλεγε κανείς από την ασθένεια της πληρότητας. Ήταν τόσο χορτασμένη που αδυνατούσε να «φάει» περισσότερο. Ο Tabarez ανέλαβε μια αποστολή γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα αποτύχει, το κατάλαβε από την παρουσίασή του, όταν είδε δίπλα του μόνο τον Adriano Galliani, ο οποίος του έδωσε στο χέρι ένα φάκελο «προσωπικά από τον πρόεδρο».
Ο φάκελος εμπεριείχε τις ιερές 10 εντολές που κατά το Silvio έπρεπε να ακολουθήσει τυφλά ο Ουρουγουανός προπονητής. Θαυμάστε:
- Κάθε γρανάζι, ακόμη και το πιο αδύναμο, πρέπει να συμμετέχει στην επίτευξη του τελικού στόχου, συμπεριλαμβανομένου του μπάρμαν στο Milanello, ο οποίος δεν πρέπει να σερβίρει παγωμένα ποτά, επειδή γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι συγκεκριμένη.
- Όλοι πρέπει να υπερασπιζόμαστε την εικόνα του συλλόγου.
- Με τους παίκτες θα είσαι σταθερός και αποφασιστικός.
- Θα πρέπει να γνωστοποιείς στη διοίκηση αμέσως κάθε απόφασή σου.
- Εκτός από την ουσία, είναι σημαντικός και ο τρόπος.
- Η ψυχοσωματική υγεία των παικτών είναι περιουσία της εταιρείας και απαιτεί τη μέγιστη προσοχή από σένα και το επιτελείο σου.
- Πρέπει να ενθαρρύνεις τη συνεργασία των παικτών στην αξιολόγηση ορισμένων τακτικών καταστάσεων.
- Τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα κερδίζονται στην προπόνηση.
- Πρέπει να διατηρήσουμε τη διάθεση των παικτών ψηλά και να φροντίζουμε τη σχέση με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκειμένου να αποφύγουμε στρεβλώσεις και δυσάρεστες καταστάσεις.
- Η εταιρεία είναι ο εγγυητής της σχέσης οπαδών και ομάδας. Πάνω απ’ όλους είναι ο σύλλογος.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Tabarez είχε ξεκινήσει από τη σάλα της παρουσίασής του κι όταν το αγαπημένο του παιδί, ο Gabriel Batistuta στερούσε από τη Milan το supercup με το ιστορικό γκολ του «Te amo Irina!» στην κάμερα, o Berlusconi αναζητούσε ήδη τον επόμενο προπονητή της ομάδας
Το τυπικό της υπόθεσης ολοκληρώθηκε στην Piacenza και στην ήττα από την τοπική ομάδα με 3-2 χάρις σε ένα απίθανο ανάποδο ψαλίδι του Luiso που εκείνο το απόγευμα έβαλε το γκολ της ζωής του. Δεν περίμενε καν το τηλεφώνημα, πήγε στη συνέντευξη Τύπου και ανακοίνωσε την παραίτησή του στους δημοσιογράφους. Αρκέστηκε απλώς να αναφέρει ότι δεν είναι η αιτία όλων των δεινών της Milan όπως πασχίζουν όλοι να τον κατηγορήσουν. Τον πήγε πολύ πίσω αυτή η αποτυχία, ουσιαστικά του έκλεισε δια παντός τις πόρτες των μεγάλων club στην Ευρώπη. Μετά τη Milan ήταν πολύ εύκολη και η αποστολή στη Real Oviedo και η ρομαντική επιστροφή στην Cagliari και οι επιτυχημένες παρουσίες σε Velez και Boca. Και μόνο το γεγονός ότι τον καλούσαν πίσω οι ομάδες που δούλεψε ήταν ενδεικτικό της αξίας και της δουλειάς του. Εκείνος όμως πάντα ήθελε να επιστρέψει στο τιμόνι της εθνικής.
Η κλήση καθυστερησε τέσσερα χρόνια. Αλλά η ομοσπονδία πλέον το είχε πάρει απόφαση. H Celeste χωρίς το Maestro στο τιμόνι της, είχε μείνει εκτός παγκοσμίου κυπέλλου και το 1994 και το 1998 και το 2006. Είχε να επιδείξει απλώς μια μίζερη παρουσία στον όμιλο το 2002. Ο Maestro γύρισε το χρόνο πίσω, στο 1980 και σ’ εκείνο το γράμμα στον Pepe Etchegoyen. Κάλεσε τους παντοτινούς συνεργάτες του, κλείστηκε σ’ ένα γραφείο μαζί με τον “El Profe” Herrera, τον Celso Otero, το Mario Rebollo και εκπόνησε το μανιφέστο του ουρουγουάνικου ποδοσφαίρου. “Institucionalización de los procesos de las selecciones nacionales y de la formación de sus futbolistas” είναι ο τίτλος αυτού του μανιφέστου-παρακαταθήκη για το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης που στην πατρίδα του ονομάζουν πια “Proceso Tabárez”.
Βασικός άξονας του πλάνου, είναι η παραδοχή του γεγονότος πως η Ουρουγουάη λόγω δημογραφικής και οικονομικής θέσης, θα χάνει πάντοτε τους ποδοσφαιριστές της από ευρωπαϊκούς ή άλλους συλλόγους της λατινικής Αμερικής και το πρωτάθλημά της θα παραμένει ες αεί υποβαθμισμένο.
Η επανάσταση λοιπόν που πρότεινε ο Tabarez, είναι η πλήρης αναδόμηση του συστήματος των ακαδημιών, η εναρμόνιση των εθνικών κλιμακίων από τις ηλικίες 15 και κάτω, με πρωτεύοντα στόχο την εξέλιξη των παιδιών σε ανθρώπινο επίπεδο και δευτερευόντως σε αθλητικό. Η Ουρουγουάη επέστρεψε στα βασικά και όταν οι προπονητές διαγνώσκουν ταλέντο που είναι για το ανώτερο επίπεδο, φροντίζουν να πλάσουν το νεαρό ποδοσφαιριστή με στόχο όχι απλώς να φορέσει τη φανέλα της εθνικής ομάδας (αυτό ήταν το όνειρο των παιδιών μέχρι πρότινος), αλλά να βοηθήσει την εθνική ομάδα να κατακτήσει το παγκόσμιο κύπελλο. Αυτός είναι ο στόχος, εκεί επικεντρώθηκε η αλλαγή νοοτροπίας, τα τακτικά πλάνα, η προσέγγιση στο ίδιο το παιχνίδι. Τα πρώτα δειγματα αυτής της μεθόδου, αυτής της επανάστασης του Tabarez, φάνηκαν στο Μουντιάλ του 2010, όταν η Ουρουγουάη κατέπληξε σύσσωμο το φίλαθλο κοινό, αποκλειόμενη στα ημιτελικά από την Ολλανδία. Και τούτο, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι, επειδή έλειπαν τα μεγάλα της αστέρια και ο Lugano και ο Suarez, αμφότεροι τιμωρημένοι.
Όταν επέστρεψε με την ομάδα στο Montevideo, ο λαός τον υποδέχθηκε σαν ήρωα. Στέκεται δίπλα στον πρόεδρο της χώρας José Mujica και εκφωνεί έναν λόγο που γράφει ιστορία: «Είμαστε έκπληκτοι, συγκινημένοι, εντυπωσιασμένοι, ενθουσιασμένοι. Πάνω απ’ όλα όμως, είμαστε ευγνώμονες. Η αγάπη σας ξεπερνά κάθε προηγούμενο, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό που βιώνουμε σήμερα. Το ξέρω πως το σωστό και το δίκαιο είναι να γιορτάζουμε τις νίκες, τις επιτυχίες, τα κύπελλα. Σήμερα όμως με την αντίδρασή σας και την παρουσίας σας εδώ, αποδεικνύετε ότι το μήνυμα που προσπαθούσα τόσα χρόνια να μεταδώσω, έφτασε στους αποδέκτες του. Η επιτυχία δεν είναι συνδεδεμένη μόνο με τη νίκη, αλλά με το μόχθο, με την προσπάθεια, αυτό δίνει αξία σε ό,τι κάνουμε. Η επιτυχία κρύβεται στις δυσκολίες που συναντάμε και άλλοτε τις ξεπερνάμε, άλλοτε όχι, διακρίνεται στον αγώνα της καθημερινής ζωής, συγκεντρώνεται στο ενεργό πνεύμα που διαρκώς θέτει νέες προκλήσεις. Η διαδρομή είναι η ανταμοιβή. Σας ευχαριστώ! Uruguay nomás!».
Την επόμενη χρονιά στο Copa America της Αργεντινής, ήλθε η αποθέωση. Η Ουρουγουάη διεκπεραιώνει τον όμιλο και την περιμένει η διοργανώτρια Αργεντινή του Messi και των υπόλοιπων αστέρων. Είναι μια Ουρουγουάη πολύ διαφορετική από αυτό που είδαμε στα γήπεδα της Ρωσίας, μια ομάδα σκληροτράχηλη, σχεδόν ηρωική, με αρχηγό τον εμβληματικό Diego Lugano. Το ματς είναι στο 1-1, το γκολ του Diego Fernando Pérez, έχει ισοφαρίσει ο Gonzalo Higuain και η Αργεντινή έχει γίνει αφεντικό στο ματς. Η Ουρουγουάη παρότι απο το τέλος του ημιχρόνου αγωνίζεται με 10 (στο τέλος αποβλήθηκε και ο Mascherano) θα καταφέρει να κρατήσει και το ματς καταλήγει στα πέναλτι. Ο Muslera αποκρούει το πέναλτι του Carlos Tevez και βυθίζει μια ολόκληρη χώρα στη θλίψη.
Ο τελικός με την Παραγουάη είναι παιχνιδάκι: 3-0 και η Ουρουγουάη των 3μισι εκατομμυρίων κατοίκων κατακτά το 15ο Copa America στην ιστορία της. Το νούμερο είναι τρομακτικό εάν κάνετε τις δέουσες αναγωγές και αναλογιστείτε ότι αυτή η μικρή χώρα έχει να αντιμετωπίσει εργοστάσια ποδοσφαίρου όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή. Ο Oscar Washington Tabarez μπαίνει στο πάνθεον και αναγνωρίζεται παγκοσμίως από ειδικούς και μη του ποδοσφαίρου.
Σε αυτή τη δεύτερη δεκαετή παρουσία του στον πάγκο της celeste κερδίζει και τη συμπάθεια των εντελώς ξένων με το ποδόσφαιρο, διότι πρέπει να γνωστοποιήσει το πρόβλημα υγείας του, καθότι τα σημάδια είναι πλέον ορατά.
Πάσχει από το σύνδρομο Guillain-Barré, μια ασθένεια που σταδιακά επιφέρει μυϊκή αδυναμία και παράλυση. Την αντιμετωπίζει με την υπαρξιακή προσέγγιση που τον διακρίνει σε όλη τη ζωή του. «Η ασθένεια είναι χρόνια, μερικές φορές έχει ταλαντώσεις. Την αντιμετωπίζω με σκληρή φυσιοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή και σε αρμονική συνεννόηση με τους γιατρούς και τις θεραπείες που μου προτείνουν. Σαφώς και έχει αλλάξει η ζωή μου, κι αν ποτέ νιώσω ότι τα παιδιά δεν με ακολουθούν στον αγώνα ή ότι με λυπούνται, θα φύγω μόνος μου από τον πάγκο. Μέχρι στιγμής, ευτυχώς, δεν έχει συμβεί. Δεν συμβιώνω με πόνο, αυτή η σπάνια νευροπάθεια μου προκαλεί μόνο κινητικά προβλήματα. Τώρα, χρησιμοποιώ ένα μπαστούνι, άλλες φορές χρειάζομαι πατερίτσες, μερικές φορές το αμαξίδιο, τις καλές μέρες τα καταφέρνω μόνος μου».
Συγκέντρωσε όλη την ενέργεια στο κορμί του για να σηκωθεί από τον πάγκο στο γκολ του Χιμένεθ εναντίον της Αιγύπτου στην πρεμιέρα, δεν μπόρεσε να κρατηθεί με τίποτα στο γκολ-ποίημα του Cavani με την Πορτογαλία. Ξέχασε τα πάντα, σηκώθηκε πιέζοντας τις γροθιές του στον πάγκο, αγνόησε το δεκανίκι και φώναξε “Uruguay nomás!”. Το ταξίδι ολοκληρωθηκε στον αγώνα με τη Γαλλία, όπως είπε και ο ίδιος, το ταλέντο των Γάλλων είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά η Ουρουγουάη έπεσε μαχόμενη.
Στο El camino es la recompensa, ο συγγραφέας Horacio Lopez ρωτά το Maestro εάν η αποδοχή του θανάτου είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να αντιληφθούμε το νόημα της ζωής. «Είναι ένα ερώτημα υποκειμενικό που μάλλον δεν θα απαντηθεί ποτέ», απαντά ο Maestro.
Όλοι σε κάποιο σημείο της ζωής μας έχουμε το φόβο του θανάτου, ειδικότερα όσο μεγαλώνουμε και γινόμαστε πιο ευάλωτοι.
Το ζήτημα είναι τι κάνουμε όσο ζούμε, τι αφήνουμε πίσω για να μας θυμούνται όταν δεν θα υπάρχουμε πια, ποια ερωτήματα επιλέγουμε να απαντήσουμε στη διαδρομή μας και ποια αφήνουμε αναπάντητα. Από επιλογή. Μόνο γνωρίζοντας την ερώτηση βρίσκουμε την απάντηση, μόνο όταν έχουμε ξεκάθαρο στόχο κινούμαστε προς αυτόν. Ο Oscar Washington Tabarez το έχει ξεκαθαρίσει αυτό το σημείο, τον ξέρει το στόχο. Κινείται συνεχώς προς αυτόν κι ας ξέρει ότι τον ορίζοντα δεν τον φτάνεις ποτέ κι ας είναι βέβαιος ότι κυνηγάει μια ουτοπία.
Στην αμφιβολία, ο Maestro συνεχίζει με βήματα προς τα εμπρός, με το βλέμμα καθαρό και περήφανο, όπως κάνουν όλοι όσοι ζουν κάθε στιγμή της ζωής τους με το κεφάλι ψηλά. Γιατί η αξία της ουτοπίας είναι στη διαδρομή.
Via : athletestories.gr