Ποτέ άλλοτε η εσωτερική πολιτική σκηνή της Σαουδικής Αραβίας δεν παρουσίαζε τόσο ενδιαφέρον. Υπό άλλες συνθήκες ίσως ο αγώνας του 32χρονου μεταρρυθμιστή διαδόχου κόντρα στις επιταγές μιας αναχρονιστικής επετηρίδας και τις αντιλήψεις ενός διεφθαρμένου κατεστημένου να έβρισκε παγκόσμια απήχηση και θαυμαστές. Τα πράγματα όμως στην αυλή των Σαούντ είναι αρκετά πιο περίπλοκα και η περιφερειακή ασφάλεια γίνεται ελαφρά τη καρδία εργαλείο σε ένα κυνικό παιχνίδι εξουσίας.
Γιώργος Ρήγας
Μετά το θάνατο του Βασιλιά Αμπντάλλα τον Ιανουάριο του 2015, τα ηνία της Σαουδικής Αραβίας πέρασαν στον προκαθορισμένο διάδοχο Σαλμάν που, λόγω ηλικίας, αρκετοί αναλυτές έβλεπαν να μοιράζεται την εξουσία με τον επόμενο στη σειρά διαδοχής πρίγκιπα Μουκρίν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, καθώς ο τελευταίος σύντομα αποχώρησε από το προσκήνιο υπέρ του Μοχάμεντ Μπιν Νάγιεφ που χρίστηκε διάδοχος τον Απρίλιο του 2015. Η κίνηση αυτή δεν προκάλεσε μεγάλη έκπληξη καθώς ο Μπιν Νάγιεφ είχε επί σειρά ετών υπηρετήσει σε κρίσιμα πόστα. Αυτό που ελάχιστοι μπορούσαν να διακρίνουν στις αρχές του 2015 ήταν οι φιλοδοξίες ενός εκ των υιών του νέου βασιλιά, του μόλις 30χρονου τότε Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Ο Μπιν Σαλμάν χρίστηκε υπουργός άμυνας μετά την ενθρόνιση του πατέρα του, όμως, αντί να περιοριστεί στο ρόλο του, άρχισε να συγκεντρώνει επιπλέον εξουσίες. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιούνιο του 2017 χρίστηκε επίσημος διάδοχος, με τον Μπιν Νάγιεφ όχι απλά να παραγκωνίζεται, αλλά να τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Μια σύντομη ματιά στις συνθήκες ίδρυσης και πολιτειακής οργάνωσης του βασιλείου είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς πόσο ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του Μπιν Σαλμάν. Η ίδια η χώρα φέρει το όνομα του πολέμαρχου που στα μέσα της δεκαετίας του 1920 επικράτησε στη διαμάχη για τον έλεγχο των ιερών πόλεων του Ισλάμ, δηλαδή της Μέκκας και της Μεδίνας. Μάλιστα, επειδή τότε δεν ήταν γνωστά τα αποθέματα της χώρας σε πετρέλαιο, οι Βρετανοί δεν ενδιαφέρθηκαν να σώσουν τον Αλή, τον γιο δηλαδή του παλιού τους συμμάχου Χουσεΐν της Μέκκας. Συνακόλουθα, ο Ιμπν Σαούντ κατάφερε να θεμελιώσει ανενόχλητος την κυριαρχία του ιδρύοντας μια συγκεντρωτική κληρονομική μοναρχία με επίσημη θρησκεία μια πουριτανική και αυστηρή εκδοχή του σουνίτικου Ισλάμ. Είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι η χώρα είχε αρχικά πολύ καλές σχέσεις με τη νεοσύστατη τότε Σοβιετική Ένωση και ίσως η ιστορία να ήταν πολύ διαφορετική σήμερα αν ο βασικός σύνδεσμος της Μόσχας στη χώρα, πρόξενος Χακίμοφ, δεν έπεφτε θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων το 1937, δηλαδή μόλις λίγους μήνες πριν την ανακάλυψη των σαουδαραβικών κοιτασμάτων πετρελαίου. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν σχεδόν νομοτελειακό για το Ριάντ να στραφεί προς το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον. Η συνεννόηση με τη Δύση επισφραγίστηκε το 1945 και συγκεκριμένα στο κατάστρωμα του θωρηκτού Κουΐνσι. Εκεί ο Ιμπν Σαούντ και ο Πρόεδρος Ρούζβελτ συνήψαν μια θεμελιώδη συμφωνία βάσει της οποίας η κυβέρνηση των ΗΠΑ εγγυόταν την ασφάλεια του Οίκου των Σαούντ με αντάλλαγμα την ελεύθερη πρόσβαση των δυτικών εταιρειών στον ορυκτό πλούτο της Σαουδικής Αραβίας.
Χάρη στην ευλαβική τήρηση αυτής της συμφωνίας δεν ασκήθηκε ποτέ καμία ουσιαστική έξωθεν πίεση για να μεταρρυθμιστεί η πολιτειακή οργάνωση του κράτους του Ιμπν Σαούντ. Έτσι, μετά το θάνατο του τελευταίου η εξουσία πέρασε στους γιους που έκανε με τη Χούσα Σουντάιρι. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως ο θρόνος δεν πέρναγε από πατέρα σε γιο, αλλά από αδελφό σε αδελφό. Δεδομένου ότι τόσο ο Ιμπν Σαούντ, όσο οι γιοί και τα αδέλφια του είχαν πολλές γυναίκες και πολλά παιδιά, η βασιλική οικογένεια έφτασε σήμερα να αποτελείται από λίγες χιλιάδες μέλη. Και επειδή η εξουσία ήταν και είναι αντικείμενο ενός μικρού κύκλου ανθρώπων, μοιραία πολλοί πρίγκιπες, ειδικά των νεότερων γενιών, επιλέγουν να μην ασχολούνται με την πολιτική αλλά να κάνουν τρυφηλή ζωή εκμεταλλευόμενοι τις υψηλές βασιλικές απολαβές. Ο Μπιν Σαλμάν όχι μόνο δεν ακολούθησε την προαναφερθείσα τακτική, αλλά επιπλέον φαίνεται να τον χαρακτηρίζει μια ασυνήθιστη φιλοδοξία και βουλιμία για εξουσία.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς ποιος είναι το πρότυπο του Μπιν Σαλμάν. Το αποτύπωμα που επιδιώκει να αφήσει ο νεαρός πρίγκιπας είναι σαφές πως θέλει να είναι ανάλογο του εμβληματικού Φεϊζάλ που και αυτός ανέβηκε στο θρόνο προσπερνώντας την επετηρίδα. Βέβαια ο Φεϊζάλ το 1964 υποχρέωσε μόνο έναν αδελφό του να παραιτηθεί της διαδοχής και να εξοριστεί. Επίσης, η έξοδος του τελευταίου έγινε με αξιοπρέπεια καθώς ο ίδιος ο Φεϊζάλ τον αποχαιρέτισε επίσημα στο αεροδρόμιο. Ο Φεϊζάλ αναμόρφωσε την οικονομία της Σαουδικής Αραβίας βελτιστοποιώντας τα οφέλη από την παραγωγή πετρελαίου και δικαίως θεωρείται ο πιο σημαντικός της ηγέτης.
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Μπιν Σαλμάν είναι ανάλογα της προσαρμογής που επέβαλλε στη σειρά διαδοχής και περιλαμβάνουν την σταδιακή απεξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο, την ιδιωτικοποίηση της ARAMCO και την ενθάρρυνση των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Σαουδική Αραβία να χρησιμοποιούν γηγενείς σε θέσεις με αυξημένα προσόντα. Ενώ τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Μπιν Σαλμάν εντούτοις προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του με άνευ προηγουμένου και αστραπιαίες πρωτοβουλίες σαν αυτή της κράτησης μερίδας των πιο ισχυρών παραγόντων της χώρας με κατηγορίες διαφθοράς. Ανάμεσα σε αυτούς που κρατούνται στο ξενοδοχείο Ritz-Carlton του Ριάντ είναι ο επικεφαλής του κατασκευαστικού κολοσσού Μπιν Λάντεν και ο πρίγκιπας αλ-Γουαλίντ Μπιν Ταλάλ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μπιν Ταλάλ αποτελεί για δεκαετίες έναν άτυπο πρέσβη του βασιλείου που κάνει πλούσιες δωρεές και χορηγίες στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Δύσης. Το πόσο παράτολμες είναι οι ενέργειες του νεαρού διαδόχου φαίνεται από την στασιμότητα που παρατηρείται μετά την ανάληψή τους και την αμηχανία που δημιουργούν στο διεθνές οικονομικό και διπλωματικό περιβάλλον.
Το μεγάλο θέμα είναι πως οι τολμηρές πρωτοβουλίες του Μπιν Σαλμάν δεν περιορίζονται στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Κάθε άλλο, όχι απλά εκτείνονται σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά συχνά αποτελούν παρενέργειες απερίσκεπτων αποφάσεων στο διπλωματικό πεδίο. Για να καταλάβει κανείς καλύτερα τη συμπεριφορά ηγετών σαν τον Μπιν Σαλμάν πρέπει να λάβει υπόψη ότι, όπως υποστηρίζει και ο Steven David, η κύρια έγνοια ενός συγκεντρωτικού ηγέτη είναι να διατηρήσει την εξουσία του ισορροπώντας ανάμεσα σε εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Ο Μπιν Σαλμάν προσπάθησε να ενισχύσει το προφίλ του κάνοντας εντυπωσιακές κινήσεις στην εξωτερική πολιτική που όμως δεν απέδωσαν. Έτσι, αντί να ισχυροποιήσει τη θέση του, την υπονόμευσε. Θεωρώντας λοιπόν ότι βρίσκεται στριμωγμένος αποφάσισε να δράσει προληπτικά διατάζοντας την κράτηση εσωτερικών πολιτικών αντιπάλων.
Οι βασικές ατυχείς πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής του Ριάντ από το 2015 και μετά συνοψίζονται στην αιματηρή ανάμιξη στην Υεμένη, τον αποκλεισμό του Κατάρ και τον πρόσφατο εξαναγκασμό σε παραίτηση του Λιβανέζου πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι. Και οι τρεις αποφάσεις εντάσσονται στη στρατηγική του περιορισμού της επιρροής της Τεχεράνης στον αραβικό κόσμο, αλλά και οι τρεις μάλλον δεν απέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ειδικά η απερισκεψία της τελευταίας δείχνει πως η μεγαλομανία του νεαρού διαδόχου μπορεί να βάλει τους κύριους παίχτες της Μέσης Ανατολής σε μια ανεπιθύμητη τροχιά σύγκρουσης με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Δεδομένου ότι η Σαουδική Αραβία, έμμεσα ή άμεσα, χρηματοδοτεί πολλές επενδύσεις στο Λίβανο είναι εν μέρει λογικό και αναμενόμενο να θέλει να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στη Βηρυτό. Όμως, από το να ασκεί πιέσεις μέχρι το να εξαναγκάζει το Σουνίτη πρωθυπουργό σε παραίτηση, και εν συνεχεία να μην τον αφήνει να επιστρέψει στη χώρα του, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το Ριάντ προφανώς ήθελε να προκαλέσει πολιτική κρίση στον Λίβανο που θα υπονόμευε το ρόλο της Χεζμπολάχ. Όμως με τον άκομψο τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση η σιιτική πολιτοφυλακή, που λειτουργεί ως αντιπρόσωπος της Τεχεράνης στη Βηρυτό, αντί να χάσει, μάλλον κερδισμένη βγήκε επικοινωνιακά. Για αυτό τον λόγο μάλιστα η κατάσταση δείχνει να βαίνει προς εκτόνωση.
Αν όμως δημιουργείτο γενική πολιτική κρίση στη χώρα των κέδρων και ξεσπούσαν ταραχές, τότε ήταν πολύ πιθανό να υπήρχε ισραηλινή επέμβαση και συνακόλουθα ανοιχτή σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ. Θα προκαλείτο δηλαδή η σύγκρουση για την οποία και οι δύο πλευρές προετοιμάζονται από το 2006 αλλά μεθοδικά αποφεύγουν. Ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, η Χεζμπολάχ ξέρει ότι το καλύτερο που έχει να περιμένει από μια σύρραξη με το υπέρτερο στρατιωτικά Ισραήλ είναι η επιβίωση με βαριές απώλειες οι οποίες μάλιστα θα προστεθούν σε αυτές που έχει υποφέρει στη Συρία. Από την πλευρά του το Ισραήλ ξέρει ότι στο ενδεχόμενο σύγκρουσης η Χεζμπολάχ, δίνοντας μια μάχη επιβίωσης, θα χτυπήσει με ό,τι έχει, και αυτό περιλαμβάνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, πάνω από 100,000 πυραύλους, κάποιοι εκ των οποίων μεγάλου βεληνεκούς και κατευθυνόμενοι. Με άλλα λόγια, πέρα από την πιθανότητα ανοίγματος άλλων μετώπων σε Συρία και Γάζα, το Ισραήλ κινδυνεύει με μη διαχειρίσιμες πολιτικά απώλειες.
Επειδή στη Μέση Ανατολή οι πόλεμοι από ατύχημα ή από λάθος υπολογισμό κάθε άλλο παρά σπάνιοι είναι, ο τρόπος που πολιτεύεται ο de facto κυβερνήτης της Σαουδικής Αραβίας είναι διπλά επικίνδυνος. Ενδεχομένως ο Μπιν Σαλμάν να έχει καλές προθέσεις και μεγαλόπνοο όραμα, αλλά μέχρι στιγμής έχει να επιδείξει μόνο μια απερίσκεπτη μεγαλόμανια που εκτός από την ήδη προκληθείσα ανθρωπιστική καταστροφή στην Υεμένη, αναζωπυρώνει εστίες στην περιοχή που με δυσκολία οι άμεσα ενδιαφερόμενοι κρατούν υπό έλεγχο. Γι’ αυτό τον λόγο είναι αμφίβολο κατά πόσο συμφέρει ή όχι να στεφθεί με επιτυχία η μάχη που κήρυξε κατά της «διαφθοράς».
Via : www.thepressproject.gr