Δημήτρης Σούρδης
Στον αιώνα που πέρασε η Αριστερά ηττήθηκε τόσο στην επαναστατική όσο και στην μεταρρυθμιστική εκδοχή της. Ο «υπαρκτός» σοσιαλισμός κατέρρευσε και η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας που είχε περιορισθεί στην αναδρομική αναδιανομή του εισοδήματος έγινε φανερό ότι είχε εξαντληθεί. Όμως παρά τις εκτεταμένες αναλύσεις και συζητήσεις στους κύκλους της Αριστεράς, τα αντίστοιχα κόμματα δεν φαίνονται διατεθειμένα να εγκαταλείψουν τις αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος και να προκρίνουν κάποια εναλλακτική πρόταση. Οι διαφορετικές πολιτικές που ακολούθησαν το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υπό τον Gerhard Schröder και οι εργατικοί υπό τον Tony Blair στην Αγγλία, υιοθετώντας το πρόγραμμα των αντιπάλων τους, δεν αποτελούν παρά ομολογία της ήττας τους.
Η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας και η οριστική κατάρρευση του μοντέλου του «υπαρκτού» συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό σε μία αφύπνιση μεγάλης μερίδας της βάσης πολλών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που απαιτούν αλλαγή πλεύσης, καθώς και στην εμφάνιση νέων σχηματισμών της λεγόμενης «Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Όμως όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί με μια εξέταση των προτάσεων που κυριαρχούν εντός αυτών των κομμάτων, ακόμη και η «ριζοσπαστική» Αριστερά αδυνατεί να υπερβεί τις παραδοσιακές αποτυχημένες σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές.
Η απουσία πραγματικών εναλλακτικών προτάσεων φάνηκε στην πράξη όταν η Αριστερά έπαψε να περιορίζεται στον καταγγελτικό λόγο και κλήθηκε να ασκήσει ή να συνδιαμορφώσει κυβερνητική πολιτική. Το ιταλικό κόμμα της κομμουνιστικής επανίδρυσης (Rifondazione Comunista (RC) ) π.χ., ενώ το 2003 κατάφερε να συγκεντρώσει τρία εκατομμύρια διαδηλωτές ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ και άφηνε ελπίδες για επάνοδο της Αριστεράς, με την συμμετοχή του στην κυβέρνηση, εξαφανίσθηκε από τον πολιτικό χάρτη. Στην Ισλανδία επίσης, το κόμμα των Αριστερών / Πρασίνων, που έλαβε 22% και συμμετείχε στην κυβέρνηση εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αν και η κυβέρνηση κατάφερε να αντιμετωπίσει την πτώχευση των τραπεζών με έναν διαφορετικό τρόπο, μη έχοντας κάτι να αντιτάξει στον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής, κατρακύλησε το 2013 στο 11%. Στην Νορβηγία η Αριστερά με την συμμετοχή της στην κυβέρνηση από το 2005 έως το 2013, έπεσε από το 9% στο 4%. Ανάλογη ήταν η πορεία στα σκανδιναβικά κράτη και στην Φιλλανδία αν και με μικρότερες απώλειες. Κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω είναι ότι κανένα από αυτά τα κόμματα δεν ήταν σε θέση να προτάξει μια εναλλακτική απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική.
Οι αιτίες της αδυναμίας της Αριστεράς να αρθρώσει μία διαφορετική πρόταση δεν πρέπει να αποδίδονται ούτε στην απουσία προτάσεων, ούτε στην έλλειψη κατανόησης της χρεωκοπίας της πολιτικής που ακολουθεί. Εκείνο που κυρίως την αποτρέπει είναι ότι οι πραγματικά εναλλακτικές προτάσεις που διατηρούν τους στόχους του σοσιαλιστικού οράματος, απαιτούν σχεδόν πλήρη αναθεώρηση βασικών στοιχείων που χαρακτήριζαν μέχρι τώρα την Αριστερά, τόσο στις τάξεις που απευθύνεται όσο και στο τι υπόσχεται στους πολίτες.
Μια τέτοια αλλαγή δημιουργεί τον φόβο ότι η σύγχυση και η δυσπιστία που θα προκαλέσει θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων, χωρίς να μπορέσει άμεσα να προσελκύσει νέο ακροατήριο. Αυτός ο φόβος λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη που οδηγεί την Αριστερά σε αδράνεια. Όμως επειδή «η φύση δεν δεν αναγνωρίζει ανάπαυση και καταργεί κάθε αδράνεια» (Αλκαίος) και καθώς «η αδράνεια μπορεί να οδηγήσει σε άσχημο τέλος» (Σαίξπηρ), η Αριστερά οφείλει να πάρει αποφάσεις. Επιπρόσθετα η εμμονή σε αποτυχημένες πολιτικές και σε υποσχέσεις που είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι είναι αδύνατον να τηρηθούν, δημιουργούν την αιτιολογημένη υποψία, ότι τα κόμματα της Αριστεράς ενδιαφέρονται κυρίως για την έστω και βραχυπρόθεσμη διατήρηση των μηχανισμών τους, παρά για την άσκηση πολιτικής που θα προωθούν τους στόχους της αριστεράς.
*Ο Δημήτρης Σούρδης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς