του Στάθη Λουκά
Οι σημαντικότερες πολιτικές εκφράσεις της Αριστεράς αποδέχονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό τις πολιτικές , οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις και επιπτώσεις της οικολογικής αντίθεσης. Θα περίμενε κανείς από την «πληθυντική Αριστερά», που θέλει να συγκεράσει τους στόχους και τις αξίες τις με τις ανάλογες που προκύπτουν από την αποδοχή των αλλαγών που επιβάλλει η πολιτική–οικονομική διάσταση της οικολογικής αντίθεσης, ότι θα είχε μια διαφορετική προσέγγιση στην προάσπιση της ακεραιότητας της ΔΕΗ.
Σήμερα η κατάσταση πολυσύνθετης κρίσης – οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και προτύπου ανάπτυξης με τεράστιες περιβαλλοντικές διαστάσεις – στην οποία βρίσκεται η χώρα, έχει ανάγκη από τη συνάντηση προσώπων και υποκειμένων με διαφορετικές ιστορικές καταγωγές. Όποιος φοβάται να συναντήσει τον άλλον, τον διαφορετικό, όποιος φοβάται την αλληλοεπίδραση, φοβάται – κατά τη γνώμη μου – για την αδυναμία των ιδεών του και της ταυτότητάς του. Η συζήτηση και ο διάλογος – για να είναι αποτελεσματικοί – έχουν ανάγκη να απελευθερωθούν από τυχόν προκαταλήψεις του παρελθόντος.
Όμως είναι επίσης οπισθοδρομικό, αν ο άλλος, κοιτάζει συνεχώς πίσω και προσπαθεί να προβάλει στο μέλλον:
-α. Ένα πεπαλαιωμένο πρότυπο οργάνωσης της πολιτικής και της πολιτικής πρωτοβουλίας εγκαταλείποντας τον βασανιστικό δρόμο της αναζήτησης των καινούργιων μορφών.
-β. Ένα ξεθωριασμένο ενεργειακό πρότυπο σπάταλο και κατά συνέπεια αντιοικονομικό, επικίνδυνο για τη ζωή των τοπικών κοινωνιών, όπου παράγεται και μετασχηματίζεται η ενέργεια. Εξίσου επιβαρυντικό και γι’ αυτόν εδώ τον πλανήτη, όπου όλοι μας είμαστε προσωρινοί επιβάτες.
Γιατί φαίνεται να τελειώνει η φορντική αντίληψη της παραγωγής της ενέργειας, και μαζί της η αντίληψη για την οργάνωση της πολιτικής κι αυτό πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη της η Αριστερά
Η οποιαδήποτε συζήτηση, λοιπόν, γύρω από το θέμα της ΔΕΗ δεν μπορεί να είναι πειστική και να καταλήξει σε ένα σωστό συμπέρασμα, που θα αποκλείει επιστροφή στο παρελθόν, αν δεν λάβει υπ’ όψη της τα παρακάτω τρία σημεία:
-α. Το τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων είναι κάτι το αναπόφευκτο. Ο δε περιορισμός της χρήσης τους είναι μια επείγουσα αναγκαιότητα για να περιορίσουμε τις κληματικές αλλαγές και, συγχρόνως, τη συνολική και τοπική ρύπανση.
-β. Η μετάβαση σε άλλες πηγές ενέργειας θα απαιτήσει αρκετές δεκαετίες και θα εμποδιστεί όπως συμβαίνει με όλες τις καινοτομίες, για λόγους πολιτικούς, πολιτισμικούς και βασικά γιατί θίγει παγιωμένα συμφέροντα.
-γ. Είναι ανάγκη να αξιοποιηθούν, με κατάλληλες πολιτικές επιλογές, εναλλακτικές ενεργειακές πηγές που είναι άφθονες, ανεξάντλητες και κατανεμημένες στη χώρα και στον πλανήτη. Ενώ ταυτόχρονα δεν θα είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, θα είναι ικανές να στηρίξουν την ανάπτυξη, να περιορίσουν τις ανισότητες και να ευνοήσουν τις ειρηνικές διαδικασίες.
Η ενεργειακή μεταβατική περίοδος, που κατά κάποιον τρόπο υπονοούν τα πιο πάνω σημεία έχει ήδη αρχίσει, τουλάχιστον για την Ευρώπη.
Βρισκόμαστε εντελώς μέσα σ’ ένα δομικό μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος που έχει να παρατηρηθεί από τότε που άρχισε η εκμετάλλευση των ορυκτών ενεργειακών πηγών. Η βιομηχανία της ενέργειας – και ειδικά της ηλεκτρικής – είχε βασισθεί σε ορισμένες οικονομικές θέσεις βασικά αποδεκτές: οικονομίες κλίμακας, ζήτηση σε συνεχή αύξηση και ανελαστική, μεγάλες επενδύσεις που έπρεπε να γίνουν. Εδώ και μια εικοσαετία, και ειδικά τελευταία, όλοι αυτοί οι λόγοι αρχίζουν να χάνουν βεβαιότητα και ένταση: σήμερα κανένας από αυτούς δεν μπορεί να ισχύει όπως πριν, και πολύ περισσότερο αν προβληθούν στο μέλλον. Η βιομηχανία του ηλεκτρισμού άλλαξε ριζικά, είτε για τεχνολογικούς λόγους – που ισχύουν – είτε από μια αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη.
Η εξασθένηση αυτών των οικονομικών χαρακτηριστικών βάζει σε αμφισβήτηση – προοπτικά – τον ίδιο το λόγο ύπαρξης των επιχειρήσεων που διαχειρίστηκαν το ηλεκτρικό σύστημα και τους επιβάλει ριζικές αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής τους και στη διάθεσή της, μια και επηρεάζεται σημαντικά από τις τεχνολογικές αλλαγές. Αλλαγές που σπρωχνουν στην κατεύθυνση ενός ενεργειακού μοντέλου που στηρίζεται στις ΑΠΕ, και στην αποκεντρωμένη και διάχυτη παραγωγή. Οι πρώην χρήστες λόγω της απελευθέρωσης της αγοράς και της διάχυσης της παραγωγής σε μικρή κλίμακα, έχουν γίνει οι ίδιοι πιο ανεξάρτητοι και θα απαιτούν εξυπηρετήσεις διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος, μια και δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς είναι και παραγωγοί κι αυτό το φαινόμενο θα αυξάνεται όλο και περισσότερο…
Στην ίδια βέβαια κατεύθυνση σπρώχνουν από άλλη πλευρά οι επιλογές της Ε.Ε. για το 2030. Η μείωση των εκπομπών μπορούμε να πούμε πια ότι θα είναι 40%, ό στόχος για τις ΑΠΕ κινείται – μέχρι τώρα – μεταξύ 27% και 30%, ενώ ο στόχος της αποδοτικότητας και της εξοικονόμησης – λόγω Ουκρανίας και Ιράκ – θα κινηθεί, κατά τις ενδείξεις, στα επίπεδα του 30-40%. Ανεξάρτητα από ποιοί θα είναι οι τελικοί αριθμοί, σημαίνει ότι, ενώ για ορισμένες χώρες της Ε.Ε. επάνω από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγεται από τις ΑΠΕ , στη χώρα μας θα ξεπεράσει ίσως το 40%, ενώ άλλες χώρες προβλέπουν συμμετοχή πάνω από 50 και 60%, μια και τώρα ευρίσκονται μεταξύ 33 και 50% (Ιταλία, Ισπανία).
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, σημαίνει ότι η συμμετοχή του λιγνίτη θα πέσει κάτω από το 30%, επόμενα κάποια από τα εργοστάσια λιγνίτη πρέπει να «σιγήσουν», ενώ δεν έχει καμιά έννοια να κατασκευάζονται και προγραμματίζονται καινούργιοι λιγνιτικοί σταθμοί. Αντίθετα η προσοχή ο προγραμματισμός και οι οικονομικές πρωτοβουλίες πρέπει να συγκεντρωθούν:
-a. Στην αλλαγή της αρχιτεκτονικής του συστήματος μεταφοράς και διανομής και κάτι τέτοιο είναι αναγκαία συνθήκη. Όμως εδώ με την «ιδιωτικοποίηση» έχουν γίνει λάθος επιλογές που μελλοντικά, θα έχουν μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις από την πώληση του 30%. Η επιδίωξη του νέου ενεργειακού προτύπου έχει ήδη υπονομευθεί.
-β. Στην οργανωμένη κινητοποίηση του «ανθρώπινου και επιστημονικού κεφαλαίου» – εδώ είναι ο νέος ρόλος της ΔΕΗ – για τη σταδιακή οικοδόμηση της μετάβασης στο νέο ενεργειακό πρότυπο.
-γ. Για τις αναγκαίες αλλαγές, νομοθετικές κλπ., για την συμμετοχή των διαφόρων μορφών Ο.Τ.Α, τοπικών κοινωνικο-οικονομικών συνδέσμων, επιστημονικών κλπ. στην διαδικασία εκμετάλλευσης των επιτόπου ΑΠΕ, με τη δημιουργία των «ενεργειακών κοινοτήτων».
Ο εξανδραποδισμός του ενεργειακού συστήματος, ηλεκτρικού και φυσικού αερίου, που δημιουργήθηκε μετά το 1950 είναι μια πρόκληση για τις ηγετικές ομάδες της Αριστεράς. Μια πρόκληση για την κατανόηση της αναγκαιότητας ενος νέου ενεργειακού προτύπου, που πάνω από 25 χρόνια χτυπάει την πόρτα. Μιά αναγκαιότητα, που έχει πιά τη σφραγίδα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Ιpcc) του OHΕ. Την ολιγωρία θα την ζούμε στην καθημερινή μας ζωή και οι ίδιες ηγεσίες θα μείνουν αιχμάλωτες του «νέου μύθου», που οδηγεί στη γεώτρηση αντικριστά στην Ολυμπία για να αντληθούν κάπου 400.000 τόννοι αργού πετρελαίου «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι».