Επιμέλεια: Κορίνα Βασιλοπούλου
Ένας πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας ο οποίος αρνείται να παραιτηθεί, συνδικάτα σε κινητοποίηση και μια «εξέγερση πολιτών» η οποία εξαπλώνεται τόσο στους δρόμους όσος και στο διαδίκτυο: Αυτό είναι το εκρηκτικό κοκτέιλ που συνταράσσει τη συνήθως πολύ πιο ήρεμη Σλοβενία. Η προγραμματισμένη διάλυση ενός μοναδικού κοινωνικού μοντέλου στο όνομα των μέτρων της λιτότητας έχει ανάψει φωτιές.
Του Jean-Arnault Dérens*
Είναι δεκάδες χιλιάδες ο κόσμος που πλημμυρίζει τα πεζοδρόμια της Λιουμπλιάνα και όλων των πόλεων της χώρας. Ποτέ άλλοτε η δημοκρατία της Σλοβενίας (δύο εκατομμύρια κάτοικοι), διάσημη για την ηρεμία της, τη μετριοπάθεια και την ποιότητα ζωής, δεν είχε γνωρίσει τόσο έντονες κινητοποιήσεις όσο αυτές του φετινού χειμώνα. Τα μέτρα λιτότητας της συντηρητικής κυβέρνησης, η οποία βρίσκεται στην εξουσία από τον Ιανουάριο του 2012, δεν μπορούν να επιβληθούν. Τα παραδοσιακά ισχυρά συνδικάτα είχαν την υποστήριξη πολλών πολιτών, αγανακτισμένων με τη διαφθορά της πολιτικής τάξης. Στις πορείες, πολλοί τα ψέλνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Σλοβενία έγινε μέλος το 2004. Πολλοί διαδηλωτές, μάλιστα, κραδαίνουν τη σημαία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, την οποία η Σλοβενία εγκατέλειψε το 1991.
Η χώρα είναι, λοιπόν, σε κρίση; Σε πολιτική κρίση σίγουρα, καθώς η συντηρητική κυβέρνηση του Γιάνεζ Γιάνσα έχει χάσει την πλειοψηφία της από τα τέλη Γενάρη του 2013. Αλλά η οικονομική κρίση είναι, άραγε, τόσο σοβαρή όσο ισχυρίζονται οι αρχές;
Εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο, η κυβέρνηση δίνει ρεσιτάλ καταστροφολογικών δηλώσεων: η Σλοβενία είναι στα όρια της χρεωκοπίας, ο τραπεζικός τομέας λυγίζει από ένα κολοσσιαίο χρέος, τα δημοσιονομικά χτυπάνε κόκκινο. Ωστόσο, κανένας οικονομικός δείκτης δεν επαληθεύει αυτόν τον πανικό. «Το δημόσιο χρέος της Σλοβενίας δεν ξεπερνά το 44% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ), συγκριτικά με το 87% που είναι ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης. Η ανεργία μετά βίας αγγίζει το 8% του ενεργού πληθυσμού. Ο ετήσιος πληθωρισμός είναι κάτω από 3%. Το μόνο που εκτοξεύθηκε είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο έφτασε το 6% του ΑΕΠ. Θα έλεγα ότι μάλλον τοποθετούμαστε στον καλό μέσο ευρωπαϊκό όρο, παρά στο χείλος του γκρεμού», μας αναλύει ο οικονομολόγος Ντούσαν Κόβατς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα.
Και συνεχίζει: «Η οικονομική κρίση χρησιμεύει ως πρόσχημα για την αναθεώρηση του κοινωνικού μας μοντέλου. Μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Σλοβενία την παρουσίαζαν συχνά ως πρότυπο, χάρη στη σταθερότητα του πολιτικού της συστήματος και στον δυναμισμό της οικονομίας της».
Χώρα-πρότυπο για τους γείτονες
Η μικρή δημοκρατία, η οποία είχε κατορθώσει να ξεφύγει από τη γάγγραινα των πολέμων που ακολούθησαν τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1), ήταν η πρώτη ανάμεσα στα νέα μέλη που ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2008. Διάσημη για τη σοβαρότητά της και για τον κάπως χαλαρό τρόπο ζωής της, η χώρα έχει συνηθίσει να παίζει μεταξύ των πρώτων τη τάξει. Ήδη από τα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας, η Σλοβενία θεωρούνταν πρότυπο για τις άλλες ομόσπονδες δημοκρατίες. Όχι μάλιστα χωρίς μια δόση ζήλειας, καθώς ήταν η πιο εύπορη από όλες. Είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη γεωγραφική της θέση μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, την ειδίκευσή της στη βιομηχανία της μεταποίησης και το άνοιγμά της στη διεθνή αγορά.
Κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Ε.Ε., η Λιουμπλιάνα επέμεινε σε πολλές εξαιρέσεις, αρνούμενη να ανοίξει απόλυτα στον ελεύθερο ανταγωνισμό ορισμένους τομείς-κλειδιά της οικονομίας. Οπότε η χώρα είναι η μοναδική στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη η οποία διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο του τραπεζικού της τομέα, στον οποίο κυριαρχούν δύο «γίγαντες», η Nova Ljubljanska Banka (NLB) και η Nova Kreditna Banka Maribor (NKBM). Τα σημεία τα οποία υπερασπίστηκαν με μεγαλύτερο σθένος οι σλοβενικές αρχές δεν είχαν να κάνουν τόσο με την αντίσταση απέναντι στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, όσο με το ιδιάζον σύμπλεγμα αυτής της μικρής χώρας, όπως υπενθυμίζει ο δημοσιογράφος Στέφανο Λούζα, ο οποίος κατάγεται και ο ίδιος από την ιταλική μειονότητα της Σλοβενίας. «Οι συζητήσεις για την πρόσβαση των ξένων στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στη Σλοβενία έλαβαν διαστάσεις ψυχοδράματος στη Βουλή, ήταν τα ιερά πάτρια εδάφη που ορισμένοι βουλευτές αρνούνταν να ξεπουλήσουν». Όντως, η Σλοβενία, η οποία διαθέτει ακόμα σημαντικές μειονότητες τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ιταλία, βλέπει με δυσπιστία τους δύο ισχυρούς γείτονές της, επειδή υποψιάζεται ότι τρέφουν παλιά όνειρα αλυτρωτισμού (2). Εξάλλου διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με την Κροατία, λόγω της διαφοράς που φέρνει για χρόνια αντιμέτωπες τις δύο χώρες σε σχέση με τον Κόλπο του Πιράν. Οι διαφορές άπτονται επίσης του θέματος της υφαλοκρηπίδας, καθώς τα 37 χιλιόμετρα της σλοβενικής ακτογραμμής είναι στριμωγμένα στο βάθος της Αδριατικής, ανάμεσα στα ιταλικά και τα κροατικά ύδατα3.
«Παρά τις ευρωπαϊκές πιέσεις, η χώρα μας είχε κατορθώσει να διατηρήσει έναν ισχυρό δημόσιο τομέα», συνεχίζει ο Κόβατς. Πράγματι, η Σλοβενία διαθέτει και σήμερα ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας στον κόσμο και η παιδεία είναι εντελώς δωρεάν μέχρι και την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών σπουδών. Αυτό ακριβώς το «σλοβενικό μοντέλο» ήθελε να μεταρρυθμίσει η κυβέρνηση του Γ. Γιάνσα, εξαγγέλλοντας δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών. Η κρίση χρησιμεύει ως πρόσχημα για την εφαρμογή μιας «θεραπείας σοκ» που έχει ήδη πλήξει άλλες χώρες.
Βέβαια, η εξουσία φοβάται μήπως οι τράπεζες συμπαρασυρθούν από το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων. Αυτές στήριξαν όντως με όλες τους τις δυνάμεις την οικονομική ανάπτυξη τη δεκαετία του 2000, όταν η χώρα γέμισε με εργοτάξια. Η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρύσει μια ειδική υπηρεσία, μια «Bad Bank» με κεφάλαιο 4 εκατ. ευρώ για την επαναγορά των προβληματικών δανείων από τις βασικές τράπεζες, στις οποίες το κράτος παρέμενε προνομιακός μέτοχος. Συνολικά, τα δάνεια ανέρχονταν γύρω στα 6,5 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 18% του ΑΕΠ. Η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα, βλέποντας σε αυτή την κίνηση τον πρόδρομο της ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού τομέα, προσπάθησαν να αντιταχθούν στο σχέδιο, έργο του νεοφιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών Γιάνεζ Σούστερσιτς, ο οποίος εγκατέλειψε την κυβέρνηση στις 23 του περασμένου Γενάρη.
Εύθραυστη ισορροπία
Και αυτό διότι η εύθραυστη και ετερόκλητη πλειοψηφία του Γιάνσα έγινε κομμάτια. Περιελάμβανε, εκτός από το «Δημοκρατικό Κόμμα της Σλοβενίας» (SDS) του πρωθυπουργού, τους φιλελεύθερους της «Λίστας Πολιτών» (Drzavljanska lista) του Γκρέγκορ Βίραντ και τους ακραίους συντηρητικούς της «Νέας Σλοβενίας» (λαϊκό χριστιανικό κόμμα, NSi-KLS). Στις βουλευτικές εκλογές της 4ης Δεκεμβρίου του 2011, η «Θετική Σλοβενία», ο σχηματισμός του Ζόραν Γιάνκοβιτς, δημάρχου της Λιουμπλιάνα, η οποία δημιουργήθηκε λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία, έκανε την έκπληξη καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση. Τότε, όλες οι συνιστώσες της σλοβενικής Δεξιάς αναγκάστηκαν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν ώστε να σχηματίσουν κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Γεννημένος στη Σερβία και υπήκοος Σλοβενίας μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, ο Γιάνκοβιτς δεν είναι ένας κλασικός πολιτικός. Ως επιχειρηματίας διηύθυνε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον όμιλο Mercator, έναν σλοβενικό -και βαλκανικό- κολοσσό στον τομέα των υπεραγορών. Ο Γιάνκοβιτς είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση όταν κατέκτησε τον δήμο της Λιουμπλιάνα, το 2006. Ξεχώρισε σε αρκετές περιπτώσεις για τη γενναία στάση του, για παράδειγμα, όταν πήρε θέση υπέρ των κοινοτήτων των Ρομά, οι οποίοι πέφτουν θύματα ενός ρατσισμού διάχυτου στη σλοβενική κοινωνία. Ωστόσο, η σχέση του με την Αριστερά παραμένει ασαφής. «Είναι ένας ολιγάρχης που επέλεξε να μπει στην πολιτική για να προστατεύσει τα συμφέροντά του», δηλώνει ο Γκρέγκα Ρέποφ, αρχισυντάκτης του εβδομαδιαίου εντύπου Mladina.
Η θετική Σλοβενία και η Αριστερά
Η ίδρυση της «Θετικής Σλοβενίας» φαίνεται πως προωθήθηκε από ορισμένες εμβληματικές μορφές της σλοβενικής αριστεράς, κυρίως τον Μίλαν Κούσαν, πρώην ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος επί Γιουγκοσλαβίας και μετέπειτα αρχηγό του ανεξάρτητου σλοβενικού κράτους. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται οι οπαδοί του Γιάνσα, ο οποίος επιχειρεί από καιρό να εμφανιστεί ως αντίπαλος ενός «συστήματος» που κληροδοτήθηκε απευθείας από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας και το οποίο υποτίθεται ότι εξακολουθεί να ελέγχει τη Σλοβενία. Με αυτό αναφερόταν κυρίως στους πρώην διευθυντές των πάλαι ποτέ κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίοι παραδοσιακά είχαν διασυνδέσεις με τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις που κρατούσαν τα ηνία της χώρας από την ανεξαρτησία της έως το 2004. Αυτοί οι «ολιγάρχες σλοβενικού τύπου» επωφελήθηκαν σημαντικότατα από τις όψιμες ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες γενικεύτηκαν μόνο μετά την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε.
Η «Λίστα Πολιτών», η οποία υποσχόταν να επιβάλει το ήθος στην πολιτική ζωή της Σλοβενίας, αποφάσισε να εγκαταλείψει την κυβέρνηση ύστερα από τη δημοσίευση, στις αρχές Φεβρουαρίου, μιας έκθεσης της Επιτροπής κατά της διαφθοράς, που αποκάλυπτε ότι ο πρωθυπουργός, όπως και ο Γιάνκοβιτς, είχαν χρόνια να υποβάλουν φορολογική δήλωση. Ο Γιάνσα μάλιστα είχε επωφεληθεί από προμήθειες, για την προώθηση της αγοράς φινλανδικών αρμάτων μάχης από τον στρατό (4). Η υπόθεση εκδικάζεται στη Λιουμπλιάνα μήνες τώρα, χωρίς ο κατηγορούμενος να έχει αξιωθεί να εμφανιστεί ποτέ ενώπιον του δικαστηρίου. Τέλος, ύστερα από έρευνα τριών μηνών, οι δημοσιογράφοι Μπλαζ Ζγκάγκα και Ζντένγκο Σέπιτς, απέδειξαν ότι ο Γιάνσα, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Άμυνας στις πρώτες κυβερνήσεις της ανεξάρτητης Σλοβενίας, είχε αναμιχθεί σε διεθνές λαθρεμπόριο, το οποίο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έδωσε τη δυνατότητα στους εμπόλεμους της Κροατίας και της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης να παρακάμψουν το διεθνές εμπάργκο όπλων. Έτσι, η χώρα, η οποία εμφανιζόταν ως μια νησίδα «ορθής διακυβέρνησης», όπου κυριαρχούν τα χρηστά δημόσια ήθη, φαίνεται πως πέφτει κι αυτή στον σωρό. Ορισμένοι μάλιστα κάνουν λόγο για «βαλκανοποίηση», τη στιγμή που η Σλοβενία κάνει τα πάντα εδώ και είκοσι χρόνια ώστε να αποσυνδεθεί από τους γείτονές της στο συλλογικό ασυνείδητο.
Ο Γιάνσα δεν μπορεί να υπολογίζει πλέον παρά μόνο στη στήριξη των εθνικιστών του NSi-KLS, στους οποίους δίνει το πράσινο φως για να ξαναγράψουν την ιστορία. Έτσι είδαμε υπουργούς να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις στη μνήμη των Ντομομπράντσι, της σλοβενικής πολιτοφυλακής που συνεργάστηκε με τους ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τελευταίες γιορτές για την ανεξαρτησία, στις 25 Ιουνίου του 2012, έδωσαν τροφή σε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Για πρώτη φορά η κυβέρνηση απαγόρευσε τα σύμβολα των παρτιζάνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε δημόσιο χώρο, διαρρηγνύοντας με αυτόν τον τρόπο την ευρεία συναίνεση που διεκδικούσε μια συνέχεια ανάμεσα στην Αντιφασιστική Εθνικοαπελευθερωτική Επιτροπή (Subnor), την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Σλοβενίας και το ανεξάρτητο σλοβενικό κράτος, το 1991.
«Το SDS δεν είναι κεντροδεξιό κόμμα, όπως διατείνεται, αλλά ακροδεξιό, το οποίο υποκινείται από ακραίο αντικομμουνισμό και μια παραδοσιακή θεώρηση της σλοβενικής ταυτότητας», εξηγεί ο φιλόσοφος Ντάρκο Στράιν. «Ο Γιάνσα κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή εδώ και 25 χρόνια. Ο εθνικισμός του δεν αποτελεί είδηση, ωστόσο ο Ναπολέων της σλοβενικής μετάβασης πιστεύει πως ήρθε η ώρα να πετάξει τη μάσκα». Η κρίση ενδέχεται όντως να του επιτρέπει, όπως συνέβη και στη γειτονική Ουγγαρία, να ξεπεράσει τις κόκκινες γραμμές.
Η πρώτη κυβέρνηση Γιάνσα, από το 2004 ώς το 2008, είχε ήδη επιχειρήσει δραστική μεταρρύθμιση του κοινωνικού μοντέλου, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των συνδικάτων. «Αυτή τη φορά, ο Γιάνσα ήταν αποφασισμένος να την περάσει με το ζόρι, ενώ την ίδια στιγμή βρισκόταν σε εξέλιξη εναντίον του δίκη για διαφθορά», λέει με θυμό ο Στράιν. Παρ’ όλα αυτά, η αληθινή εξέγερση των πολιτών κατά της διαφθοράς που συγκλονίζει τη χώρα από το φθινόπωρο και συμπορεύεται με τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις, ίσως φρενάρει τη μηχανή.
Τα πάντα ξεκίνησαν από το Μάριμπορ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, ο δήμαρχος της οποίας, ο Φρανκ Κάνγκλερ, είχε εγκαταστήσει ραντάρ στους δρόμους ιδιωτικοποιώντας παράλληλα το σύστημα επιβολής προστίμων για παραβίαση του ορίου ταχύτητας. Η κοινότοπη αυτή αφορμή έγινε ο καταλύτης ενός κινήματος το οποίο πέτυχε, στις 6 Δεκεμβρίου, την παραίτηση του δημοτικού συμβούλου που είχε βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης και γρήγορα επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη χώρα. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός, ο οποίος δεν διαθέτει πλέον πλειοψηφία, επιμένει να μην παραιτείται5, δηλώνοντας ότι οι πρόωρες εκλογές «θα έπλητταν την εικόνα της Σλοβενίας»…
«Οι Σλοβένοι έχουν συνηθίσει να ζουν καλά. Για πρώτη φορά μετά το 1945, οι άνθρωποι φοβούνται. Λένε ότι οι συνθήκες διαβίωσής τους θα επιδεινωθούν και ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από τους ίδιους», συνοψίζει ο δημοσιογράφος Στέφανο Λούζα. «Ο Γιάνσα ποντάρει σε αυτόν τον φόβο για να προσπαθήσει να επιβάλει το δικό του κοινωνικό μοντέλο. Το βασικό του επιχείρημα είναι ο κίνδυνος να απολέσουμε την εθνική μας κυριαρχία και να τεθούμε υπό κηδεμονία, όπως έγινε στην Ελλάδα». Πάντως, η σημερινή αφύπνιση της σλοβενικής κοινωνίας μάς αφήνει τουλάχιστον να πιστεύουμε πως παραμένουν ανοιχτά και άλλα σενάρια.
1. Η Σλοβενία γνώρισε μόνο έναν «σύντομο πόλεμο» δέκα ημερών, ο οποίος έφερε σε αντιπαράθεση από τις 27 Ιουνίου ώς τις 7 Ιουλίου του 1992 τον γιουγκοσλαβικό στρατό με τους άντρες της εδαφικής άμυνας
2. Στην Ιταλία, οι σλοβενικές μειονότητες απαντώνται κυρίως στο Φρίουλι και στην περιοχή της Τεργέστης, για τις οποίες έριζαν επί μακρόν η Ιταλία και η πρώην Γιουγκοσλαβία. Στην Αυστρία, βρίσκονται ως επί το πλείστον στην Καρινθία, προπύργιο της εθνικιστικής Άκρας Δεξιάς
3. Μια διμερής συμφωνία που υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του 2009 επέτρεψε τη δημιουργία επιτροπής διαιτησίας
4. Το σκάνδαλο ξέσπασε το 2008, ύστερα από έρευνα της φινλανδικής τηλεόρασης. Η εταιρία Patria φέρεται να χρημάτισε διάφορους Σλοβένους αξιωματούχους με 21 εκατομμύρια ευρώ για να εξασφαλίσει ένας σημαντικό συμβόλαιο πώλησης τεθωρακισμένων αρμάτων 8 x 8 AMV
7. Το Σύνταγμα της Σλοβενίας δεν επιτρέπει στην αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση μομφής. Επομένως, αν μια κυβέρνηση μειοψηφίας διαθέτει την ικανότητα να ελίσσεται, μπορεί να παραμείνει στη θέση της για αρκετά μεγάλο διάστημα
* O Jean-Arnault Dérens είναι αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας Le Courrier des Balkans. Τελευταία του δημοσιευμένη δουλειά: «Voyage au pays des Gorani» (μαζί με τον Laurent Geslin), Cartouche, Παρίσι, 2010.
Via : www.avgi.gr