Δημήτρης Σούρδης*
Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι υπηρετούν μία επιστήμη απόλυτων και αμετάκλητων αληθών γνώσεων και η μόνη διαφορά που έχουν μεταξύ τους οι διάφορες οικονομικές σχολές, είναι στο ποια από τις διαφορετικές θεωρήσεις είναι η αντικειμενικά αληθής. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να υπάρχουν τέτοιου είδους γνώσεις, αφού η οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων είναι άμεσα συνυφασμένη με την κοινωνική οργάνωση κάθε κοινωνίας. Είναι προφανές ότι οι «οικονομικές ενέργειες» είναι μεν διακριτές και αναγνωρίσιμες ως τέτοιες, παραμένουν όμως τις περισσότερες φορές ακατανόητες αν απομονωθούν από το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο καθώς και από τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε κοινωνίας.
Η ανθρώπινη εργασία έχει μεν ως σκοπό την παραγωγή αγαθών, αλλά δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ότι επιπρόσθετα βοηθά στην κοινωνικοποίηση, αναπτύσσει την δημιουργικότητα και προσφέρει (ή θα μπορούσε να προσφέρει) στον άνθρωπο την δυνατότητα να αξιοποιεί τα προσόντα του, στα πλαίσια ενός κοινού έργου και μιας κοινής προσπάθειας. Αυτή η δεύτερη, καθαρά ανθρώπινη παράμετρος όμως δεν έχει καμία θέση στην δυτική οικονομική θεώρηση. Σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, η οποία δεν είναι παρά αποτέλεσμα του σύγχρονου υλιστικού τρόπου ζωής, η ανεργία θεωρείται όχι μόνον φυσιολογική αλλά και ως ένα βαθμό ευεργετική. Η επινόηση τρόπων για να έχουν όλοι την δυνατότητα εργασίας, ώστε να ώστε να αποφεύγεται ο αποκλεισμός θεωρείται απαγορευτική εάν το παραγόμενο προϊόν δεν πληροί τα κριτήρια της ανταγωνιστικότητας.
Έχοντας θέσει ως πρωταρχικό στόχο την παραγωγή και παροχή πραγμάτων (και υπηρεσιών) με το μικρότερο δυνατό κόστος, η εργασία από την σκοπιά του εργοδότη, καταγράφεται αποκλειστικά ως παράγων κόστους που πρέπει να ελαχιστοποιηθεί, αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο κακό και το ιδανικό θα ήταν μία παραγωγή χωρίς εργασία. Από την πλευρά του εργαζόμενου με τον τρόπο που έχει οργανωθεί αντιμετωπίζεται κυρίως ως αναγκαία θυσία για την απόκτηση εισοδήματος και το ιδανικό θα ήταν εισόδημα χωρίς εργασία.
Αυτός ο τρόπος παροχής της εργασίας που διαμορφώθηκε με μοναδικό κριτήριο την αποδοτικότητα αφαίρεσε ακριβώς εκείνο το είδος της εργασίας που προξενεί στον άνθρωπο την μεγαλύτερη ευχαρίστηση, δηλαδή την δημιουργική εργασία με νου και χέρια, και μόνον όταν μια δραστηριότητα αυτού του είδους θεωρείται καλλιτεχνική χαίρει κάποιας εκτίμησης. Η ανθρώπινη εργασία τείνει να διαφέρει ελάχιστα από αυτήν της μηχανής και το είδος της εργασίας που βρίσκεται εγγύτερα στην καθ’ αυτό παραγωγή θεωρείται και το πλέον απαξιωμένο, κάτι που αποτυπώνεται και στις αμοιβές των εργαζομένων. Συνήθως ο μισθός ενός εργαζόμενου αυξάνει όσο απομακρύνεται από την παραγωγή.
Έτσι θέτοντας ως απόλυτη προτεραιότητα την μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή πραγμάτων με το μικρότερο δυνατό κόστος και αποδεχόμενοι την οργάνωση της εργασίας με τρόπο που την καθιστά ανούσια, πληκτική έως και αποκρουστική για τον εργαζόμενο δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να θέτουμε τα πράγματα πάνω από τους ανθρώπους.
* Μέλος της πολιτικής επιτροπής της Πράσινης – Αριστεράς