Του Κώστα Ράπτη
Πότε ήταν περισσότερο ειλικρινής ο Tayyip Erdoğan; Στο μήνυμά του τον περασμένο Ιούλιο για την 93η επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, την οποία χαρακτήριζε αποτύπωση στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου της «νίκης” που είχε προηγουμένως πετύχει «το ένδοξο τουρκικό έθνος” στο πεδίο των μαχών «με την πίστη, το κουράγιο και την αποφασιστικότητά του”; Ή χθες Πέμπτη, όταν σε συγκέντρωση τοπικών αιρετών αξιωματούχων υποστήριξε ότι η Συνθήκη της Λωζάννης «επιβλήθηκε” στην τουρκική πλευρά και ότι αυτοί που τότε διαπραγματεύτηκαν για λογαριασμό της «δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων”, με αποτέλεσμα να χαθούν νησιά καταπρόσωπο στις μικρασιατικές ακτές και να κληροδοτηθούν προβλήματα (υφαλοκρηπίδα, εναέρια και θαλάσσια δικαιοδοσία) που ακόμη αντιμετωπίζουν οι σημερινοί ιθύνοντες;
Συμβαίνει βέβαια επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας (που «δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων”) να ήταν στην Διάσκεψη της Λωζάννης, ο Ισμέτ πασάς, μετέπειτα İsmet İnönü, στενός συνεργάτης και διάδοχος του Mustafa Kemal Atatürk, δεύτερος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (1938-1950) και αργότερα πρωθυπουργός (1961-1965), μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση Menderes….
Ασφαλώς δεν είναι αμελητέο, σε μια τόσο λεπτή συγκυρία και σε μια τόσο δοκιμαζόμενη περιοχή, να αναπτύσσεται, έστω και εν παρόδω, «αναθεωρητική” φιλολογία για μια συνθήκη, που τερμάτισε υπερδεκαετείς αιματηρές εχθροπραξίες, θεωρήθηκε στον καιρό της υπόδειγμα επίλυσης συγκρούσεων (ακόμη και με την βάρβαρη, για τα σημερινά μας κριτήρια, επιλογή της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών) και καθορίζει τα σύνορα που ισχύουν εδώ και εννέα δεκαετίες.
Όμως ο στόχος του Erdoğan δεν είναι η… ανάκτηση των ελληνικών νησιών του Αιγαίου – που άλλωστε εκχωρήθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1913 και δεν διεκδικήθηκαν από την τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάνη για προφανείς δημογραφικούς λόγους.
Η πολεμική του Τούρκου προέδρου αποβλέπει στο εσωτερικό και δη στο ξαναγράψιμο της ιστορίας, με «αποκαθήλωση” της γενιάς των ιδρυτών της Τουρκικής Δημοκρατίας και εξύψωση του ιδίου σε ρόλο ηγέτη ενός νέου «Αγώνα Εθνικής Ανεξαρτησίας”, απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς που απεργάζονται την ανατροπή του και τον διαμελισμό της χώρας.
Πολύ χαρακτηριστικά, η επίμαχη αποστροφή του Τούρκου προέδρου αποτελούσε τμήμα του ευρύτερου επιχειρήματος ότι η αποτυχία του πρόσφατου πραξικοπήματος αποτελεί μια νέα «Ημέρα της Ανεξαρτησίας” και η 15η Ιουλίου θα καθιερωθεί ως επίσημη αργία. Ήδη για τους μαθητές των τουρκικών σχολείων η νέα σχολική χρονιά άρχισε με τη διανομή εγχειριδίου για το αποτυχημένο πραξικόπημα, προλογιζόμενου από τον ίδιο τον Erdoğan.
Στην κρίσιμη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα συγκυρία κατά την οποία όλες οι πολιτικές συμμαχίες επαναπροσδιορίζονται και ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός «κανιβαλίζει” τον εαυτό του, με εκτατεμένες εκκαθαρίσεις, η ανάπτυξη ενός νέου «εθνικού αφηγήματος” επείγει.
Η κεμαλιστική αντιπολίτευση αντιλαμβάνεται το διακύβευμα και αντιδρά αναλόγως. Η βουλευτίνα Αγκύρας του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (και εγγονή του İnönü) Gülsün Bilgehan προέτρεψε τον Erdoğan να μελετήσει την Ιστορία σχετικά με την συνθήκη που αποτελεί την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ ο βουλευτής Κωνσταντινουπόλεως του ίδιου κόμματος Gürsel Tekin έκανε λόγο για «ντροπή” και ο συνάδελφός του από την ίδια περιφέρεια, Mahmut Tanal παρατήρησε ότι η αμφισβήτηση της Λωζάννης συνιστά αποδοχή των διομολογήσεων και της αποικιοκρατίας – δηλ. της μοίρας που ακολούθησαν χώρες σαν τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Όμως ο Erdoğan οραματίζεται μία «νέα Τουρκία” – θα μπορούσε να πει κανείς μια «Δεύτερη Τουρκική Δημοκρατία”, σε αντικατάσταση αυτής που ιδρύθηκε το 1923, αλλά με άρση της ρήξης που προέκυψε τότε με το οθωμανικό παρελθόν. Καθόλου τυχαία, το έτος 2023, όταν η Τουρκική Δημοκρατία θα έχει συμπληρώσει εκατό χρόνια ζωής και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μόλις… 21 χρόνια στην εξουσία, προβάλλει ως το μεγάλο ορόσημο και των φαραωνικών κατασκευαστικών έργων που προωθεί ο Τούρκος πρόεδρος.
Κατά τα λοιπά, με τις χθεσινές αναφορές του ο Erdoğan υποδαυλίζει αντιδυτικές φοβίες, όταν υποστηρίζει ότι η συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να θεωρείται ως επιτυχία μόνο επειδή είχε προηγηθεί η απείρως δυσμενέστερη για την τουρκική πλευρά Συνθήκη των Σεβρών – και ιδίως όταν κινδυνολογεί ότι μια «νέα και χειρότερη Συνθήκη των Σεβρών” θα ανέμενε την Τουρκία σε περίπτωση νίκης του (προφανώς ξενοκίνητου) πραξικοπήματος. Όμως το σύνδρομο της καχυποψίας απέναντι στις «δυτικές επιβουλές” διακατέχει διαχρονικά τόσο τους «κοσμικούς” όσο και τους «ισλαμιστές” της τουρκικής πολιτικής – που κατά τα λοιπά αλληλοκαταγγέλλονται ως ενεργούμενα των εχθρών του έθνους.
Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί στην γείτονα, κυρίως μέσω Διαδικτύου, μια συνωμοσιολογική παραφιλολογία που θέλει την Συνθήκη της Λωζάnνης να εκπνέει, βάσει μυστικού προσαρτήματος, με την συμπλήρωση εκατό ετών από την υπογραφή της. Για τους κεμαλιστικών τάσεων διακινητές αυτής της φήμης, αυτό θα σημάνει εκτεταμένες απώλειες εδαφών, με δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδιστάν και συγκρότηση ενός «Ορθόδοξου Βατικανού” πέριξ του Φαναρίου, με αντάλλαγμα ενδεχομένως την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης. Αντίθετα, για τους πιο φιλοκυβερνητικούς η «επικείμενη εκπνοή της Συνθήκης της Λωζάνης” θα ανοίξει τον δρόμο της εκμετάλλευσης των τουρκικών υδρογοναθράκων και της προσάρτησης της Μοσούλης.
Υπενθυμίζεται ότι τα πιο ακανθώδη ζητήματα που ταλάνισαν τη διάσκεψη της Λωζάννης αφορούσαν το μέλλον της Μοσούλης (αξεδιάλυτα συνδεδεμένο με το κουρδικό ζήτημα και τον μονοεθνικό ή πολυεθνικό χαρακτήρα της μελλοντικής Τουρκίας), καθώς και την τύχη των Στενών και την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Από μιαν άποψη, η αναθεωρητική φιλολογία έχει μιαν εξαιρετική επικαιρότητα – τουλάχιστον σε εκείνη την πλευρά των συνόρων όπου καταρρέουν ολόκληρα κράτη και οι τουρκικές δυνάμεις ήδη επιχειρούν εκτός της εθνικής τους επικράτειας…
Via : www.capital.gr