Η Χριστίνα Βραχάλη γράφει για «συναδέλφους» που έχουν ξεχάσει τους κανόνες και την υπόσταση του επαγγέλματος τους…
Θέλω εκ των προτέρων να ζητήσω συγγνώμη. Έχω πολλές ημέρες να γράψω κείμενο με αθλητικό περιεχόμενο. Αλλά πιστέψτε με, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θα ήθελα πάρα πολύ να αποτυπώσω τα συναισθήματα μου για τις επιτυχίες των αγαπημένων μου παιδιών του στίβου στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Και θα το κάνω. Απλώς δεν μπορώ ακόμα. Απέδειξαν εμπράκτως πως εκτός από σπουδαίοι αθλητές, είναι ακόμα πιο σπουδαίοι άνθρωποι. Και πως η ταπεινότητα είναι υπέρτατη αξία. Κατάλαβαν πως η σιωπή τους, ήταν ταυτόχρονα κραυγή, και σεβάστηκαν απόλυτα τους συνομηλίκους τους που δολοφονήθηκαν.
Σε δεύτερη φάση θέλω να αναφέρω πως έλαβα αρκετά μηνύματα σχετικά με το προηγούμενο blog. Τα περισσότερα έλεγαν «μπράβο». Μπράβο που βρήκα το θάρρος να γράψω. Δηλαδή να κάνω τη δουλειά μου, ως δημοσιογράφος. Και το καθήκον μου, ως πολίτης αυτής της χώρας. Το αυτονόητο, σα να λέμε. Δεν επιτρέπεται να λέμε «μπράβο» στο αυτονόητο. Δεν χωρούν «μπράβο» στο αυτονόητο. Δεν είναι δυνατόν, όποιο επάγγελμα κι αν κάνεις, με ό,τι και αν καταπιάνεσαι σε αυτόν τον τόπο, να μην είσαι εξοργισμένος τούτες τις ώρες.
Με βεβαιότητα σας λέω, πως θα προτιμούσα να μην είχα μπει ποτέ σε αυτή τη διαδικασία. Να μη χρειαζόταν ποτέ να γράψω για δολοφονίες νέων ανθρώπων. Μακάρι ο μοναδικός μου προβληματισμός να ήταν, αν ο παίκτης που έβαλε το γκολ ήταν σε θέση οφσάιντ, και να έγραφα επ΄ αυτού. Αλλά δεν μπορώ να σωπάσω τώρα. Κι ας μεταφράζουν κάποιοι τη φωνή και την οργή μας ως «λαϊκισμό». Έχω ευθύνη. Έχουμε ευθύνη. Εγώ ακόμα μεγαλύτερη γιατί επέλεξα ένα επάγγελμα που έχει δημόσιο λόγο.
Ξέρω πως πολλοί συνάδελφοι θα δυσαρεστηθούν μετά από αυτό το κείμενο, αλλά δεν με νοιάζει, γιατί κι εγώ ντρέπομαι που ανήκω στον ίδιο χώρο με ορισμένους από δαύτους.
Τυχαίνει να προέρχομαι από δημοσιογραφική οικογένεια. Ο πατέρας μου υπηρέτησε το χώρο 35 ολόκληρα χρόνια. Τα περισσότερα από αυτά, ήταν διαπιστευμένος στο Υπουργείο Μεταφορών. Κινδύνευσε αρκετές φορές να μείνει χωρίς δουλειά, γιατί το προτιμούσε από το να μείνει χωρίς αξιοπρέπεια.
Το 2002 βγήκε πρόωρα στη σύνταξη, τη χρονιά δηλαδή που εγώ έμπαινα στο χώρο. Οι απορίες και οι ερωτήσεις μου τούτη την ώρα, είναι πολλές. Μπαμπά, πώς λειτουργούσατε τότε; Τι λάθος κάνουμε; Γιατί γίναμε «παπαγάλοι»; Γιατί κανείς δεν ανέδειξε το θέμα της ασφάλειας των μεταφορών όλα αυτά τα χρόνια; Τότε δεν φοβόσασταν; Δεν σας απειλούσαν; Δεν σας εκβίαζαν; Δεν υπήρχαν πληρωμένα συμφέροντα;
Φτάσαμε να λέμε «μπράβο» (και καλά κάναμε) στην παρουσιάστρια που αντέδρασε στο παράλογο, «σε τι άλλο μπορεί να οφείλεται η τραγωδία, παρά σε ανθρώπινο λάθος» γνωστού σάπιου μεγαλοδημοσιογράφου. Δηλαδή, έκανε τη δουλειά της. Αυτονόητο θα έπρεπε να είναι. Αλλά δεν είναι.
Φτάσαμε στο σημείο να επιβραβεύουμε, και δίκαια, τους ανθρώπους της ψυχαγωγίας, που λένε αυτά που πολλοί από εμάς της ενημέρωσης, (ευτυχώς όχι όλοι) θα έπρεπε να έχουμε πει χρόνια, αλλά αντ’ αυτού τηρούμε σιγή ιχθύος, στρέφουμε αλλού το κεφάλι, και σφυρίζουμε αδιάφορα.
Φτάσαμε στο σημείο να κάνουμε δημόσια σύγκριση πτωμάτων. Τόσα εσύ στο Μάτι, τόσα εγώ στα Τέμπη. Να μετρήσουμε ποιος την έχει πιο μεγάλη δηλαδή, πάνω στην καμένη σάρκα των νεκρών. Και η ντροπή ντρέπεται.
Φτάσαμε να δίνουμε οδηγίες στην – εκάστοτε- κυβέρνηση για το πως θα διαχειριστεί επικοινωνιακά την κρίση. Και να υποστηρίζουμε μάλιστα πως φέρθηκε με σεβασμό στον πολίτη. Σκέφτομαι, αλήθεια, τι κάνουν όλοι αυτοί, όταν δεν φέρονται με σεβασμό;
Φτάσαμε στο σημείο δημοσιογράφοι να προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο, πως τα δάκρυα συγνώμης των υπευθύνων ήταν αληθινά. Κακόγουστο αστείο. Κακή υποκριτική ικανότητα.
Κύριοι, δάκρυα φροντίσατε να δούμε πολλά και αληθινά το τελευταίο διάστημα. Των μανάδων που πήραν στα χέρια τους στάχτη αντί για το παιδί τους. Των συγγενών και φίλων που έχασαν τους ανθρώπους τους. Τους συντρόφους τους. Των φοιτητών που έφαγαν δακρυγόνα σε ειρηνική διαμαρτυρία. Αυτά ναι, είναι αληθινά. Όχι τα δικά σας, κύριοι.
Φτάσαμε να μην αντιδρούμε στο «κάτι βγήκε από τη θυσία των παιδιών». Τη θυσία των παιδιών. Ακούτε τι λέτε; Τη θυσία των παιδιών. Δεν θυσιάζεστε εσείς καλύτερα, μπας και ξεβρωμίσει λίγο τούτος ο τόπος;
Το σωματείο μας, μετά από μερικά 24ώρα εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη. Με την παραδοχή πως όλα αυτά τα χρόνια δεν κάναμε σωστά τη δουλειά μας! Δίνοντας την …υπόσχεση πως τώρα θα την κάνουμε. Και μας επεσήμανε πως πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε ανάγνωση των non paper. Αλήθεια, ξέρει ο κλάδος μας, πόση ευθύνη του αναλογεί; Με ποιον τρόπο μπορεί να μετρηθεί;
Non paper υπήρχαν πάντα. Το θέμα είναι πως τα διαχειριζόντουσαν οι δημοσιογράφοι. Όταν ένα δελτίο τύπου έφτανε στα χέρια των διαπιστευμένων συναδέλφων, σηματοδοτούσε τη στιγμή που άρχιζε το ρεπορτάζ. Η έρευνα. Η στιγμή που ζητούσαν το λόγο, από τον κλητήρα, τον εργαζόμενο, τον συνδικαλιστή, τον διευθυντή, τον προϊστάμενο, τον υπουργό κ.ο.κ. Η στιγμή που διασταύρωναν την πληροφορία. Έπειτα από όλη αυτή τη διαδικασία, ακολουθούσε η δημοσίευση ή όχι της είδησης.
Μας αποδυνάμωσαν χρόνο με το χρόνο, κι εμείς το επιτρέψαμε. Τώρα αρκούμαστε στην …ανάγνωση.
Για να μην παρεξηγηθώ, και να μην γίνω ισοπεδωτική, θεωρώ πως και εκείνα τα χρόνια υπήρξαν πολλοί λάθος χειρισμοί. Όπως και σήμερα αρκετοί σωστοί.
Ευτυχώς, υπήρξαν συνάδελφοι που έκαναν τη δουλειά τους. Και μας έδωσαν έναν λόγο, να μη σιχαθούμε εντελώς τον εαυτό μας. Δημοσιογράφοι κυρίως έντυπων και site, οι οποίοι όχι μόνο είχαν αναφερθεί στο θέμα. Όχι μόνο είχαν κάνει έρευνα, αλλά το είχαν και πρωτοσέλιδο. Το γεγονός πως δεν έγινε αναπαραγωγή στην τηλεόραση είναι ένα άλλο θέμα. Ε, δεν πουλάνε κυρία μου, οι καταγγελίες των εργαζομένων. Τι να κάνουμε τώρα; Δεν έχουν πολύ αίμα. Μέχρι να καούμε ζωντανοί… Μέχρι να βρούμε διαμελισμένα κορμιά.
Τη μπάλα την έχουμε χάσει προ πολλού. Γιατί το κριτήριο της είδησης, είναι το πόσο αυτή πουλάει. Το πόση διαφήμιση θα φέρει. Τη μπάλα τη χάσαμε όταν πάψαμε να ασχολούμαστε με τα καθημερινά προβλήματα του πολίτη και της κοινωνίας. Όταν σταματήσαμε να ρωτάμε το «γιατί» ένας εργαζόμενος βρίσκεται στο δρόμο και διαμαρτύρεται. Τι διεκδικεί εκτός από το να μου κάνει τη ζωή δύσκολη; Την μπάλα την χάσαμε όταν η δημοσιογραφία από λειτούργημα έγινε εξουσία της αλαζονείας.
*Η κ.Χρ.Βραχάλη είναι Δημοσιογράφος
Πηγή : https://www.sportal.gr