Ποιο από τα δύο συμβάντα είναι σημαντικότερο για την πολιτική κατάσταση και τη Δημοκρατία;
Αυτά που διαμείβονται γύρω από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ ή η λογοκριτική παρέμβαση του κ. Ντογιάκου στην ΑΔΑΕ;
Σε πρώτη ματιά πρόκειται για ανεξάρτητα συμβάντα, που όμως συνδέονται με μια συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα.
Ένα μέρος της αρθρογραφίας λέει ότι το πολιτειακό έχει κλείσει, επομένως η ανάκληση του βεβαρυμένου ιστορικού του τέως βασιλιά και της βασιλείας στην Ελλάδα είναι χωρίς νόημα.
Η συσπείρωση και η τεκμηριωμένη αντίθεση του νομικού κόσμου απέναντι στην πολιτική παρέμβαση Ντογιάκου δείχνει την ενδιαφέρουσα σύνθεση ενός ευρύτατου επιστημονικού και πολιτικού μετώπου ελευθεροφρόνων επιστημόνων.
Πολλοί πολιτικοί εκπρόσωποι ή αρθρογράφοι της κυβερνητικής πλευράς προτείνουν ένα είδος μεγαλόκαρδης αμνησίας στην περίπτωση του τέως βασιλιά.
Όμως, πέρα από το προφανές ζήτημα του πένθους των οικείων και του αυτονόητου γενικού σεβασμού στον νεκρό, υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα ιστορικής μνήμης, όχι ως περιεχόμενο κάποιου «χρονοντούλαπου», ως κάτι που είναι αποθηκευμένο και αδρανές, αλλά ως κάτι ενεργό, καθημερινό, που φωτίζει και το πολιτικό παρόν μας και βοηθάει να σχεδιάσουμε το μέλλον μας.
Γιατί η μνήμη δεν είναι στοιχείο ανακαίνισης μιας εμπάθειας, αλλά ο πιο ασφαλής δρόμος υπέρβασής της.
Η μνήμη είναι ο μόνος δρόμος αναστοχασμού και ψύχραιμων απαντήσεων πάνω στις ιστορικές παρεκτροπές.
Γιατί οι λογικές απαντήσεις τεκμηριώνονται με τη μελέτη, την ερευνητική εξόρυξη, εμβάθυνση πάνω στα φαινόμενα, στα πολιτικά τεκταινόμενα του παρελθόντος.Ο συνεχής παρεμβατισμός του βασιλικού καθεστώτος ασκούνταν όχι μόνο στα πεπραγμένα των πολιτικών κομμάτων, αλλά στην ίδια την αρχιτεκτονική τους (όπως συνέβη το 1965 με το διαλυτικό πραξικόπημα πάνω στην Ένωση Κέντρου).
Αυτή η κακοποίηση δεν διέσπασε μόνο το πρώτο κόμμα, ούτε επέσπευσε απλώς τη χούντα, αλλά στο τέλος μετακίνησε και την ίδια τη Δεξιά στον χώρο της «δεισιδαιμονίας».
Οι βασιλικές παρεμβάσεις ενίσχυσαν τη λαϊκή πεποίθηση για την «επάρατο Δεξιά».
Από ιδεολογικός αντίπαλος, η συντηρητική παράταξη (έχοντας και η ίδια μακρά αντιδημοκρατική, συχνά τρομοκρατική συμπεριφορά προς την Αριστερά) έγινε το στερεότυπο του κακού.
Και πέρασαν πολλές δεκαετίες για να απεκδυθεί τον ρόλο.
Η μνήμη έχει μετακινηθεί από τη βιωματική μαρτυρία στην επιστημονική τεκμηρίωση, που μάλιστα ενέταξε τη μαρτυρία στα θεμελιώδη ερμηνευτικά υλικά της.
Η ιστορία της βασιλείας φωτίζει πολλές κρίσιμες πτυχές της συγκρότησης των ελληνικών κομμάτων και της μετεμφυλιακής σκηνής.
Δεν υπάρχει μεγαλόκαρδη αμνησία, αλλά δίκαιη μνήμη.
Η παρέμβαση διά του κ. Ντογιάκου συστήνεται από τις εντελώς αντίθετες εννοιολογικές παραδοχές, αλλά πάλι επικεντρώνεται στη διεκδίκηση μιας αμνησίας. Διαγραφή, ρετούς, πολιτικό photoshop. Απαλλοτριώνοντας σημαντικές ρυθμιστικές παραμέτρους (όπως τον κατηγορούν εκτός των άλλων και οι 16 συνταγματολόγοι στο κείμενό τους), προχωράει σε μια πολιτική πράξη.
Όπως και αυτή που αναπτύσσει η κυβερνητική πλευρά, προσπαθώντας (και αποτυγχάνοντας) να ξυρίσει την ΑΔΑΕ και τον πρόεδρό της.
Πολιτική εναντίον της επιστήμης. Ενδιαφέρον. Και η προτροπή για «μεγαλόκαρδη» αμνησία προς τη βασιλεία και η παρέμβαση «εξαφάνισης», διαγραφής του θέματος των παρακολουθήσεων και των πρόσφατων θεσμικών παρεκτοπίσεων συντίθενται πάνω στην αμνησία.
Σε μια οργανωμένη, καλοκατασκευασμένη αμνησία.
Στην προτροπή για «αμνησία» πάνω στη βασιλεία γίνεται προσπάθεια να διακοπεί ο συνειρμός που τη συνδέει με τα προδικτατορικά πεπραγμένα της συντηρητικής παράταξης.
Στην προτροπή για εξαφάνιση του γεγονότος των υποκλοπών (δηλαδή της επιβολής αμνημοσύνης) γίνεται προσπάθεια να μην ενεργοποιηθεί ένας παρεμφερής συνειρμός.
Οι πρώτοι που πρέπει να αντιτεθούν στις δύο εκδοχές «αμνησίας» είναι οι δημοκράτες δεξιοί. Και να συσπειρωθούν στη ζώνη της κατακτημένης και συγχρόνως διεκδικούμενης δημοκρατικής λειτουργίας. Που, εκ των πραγμάτων, είναι η μόνη που καλλιεργεί τη συγχωρητική συνθήκη.