του Γιώργου Μαντέλα
Δεν χρειάστηκε ούτε ένα λεπτό στον υπάλληλο της αρμόδιας επιτροπής του υπουργείου Οικονομικών, που εξέτασε το αίτημα, για να το απορρίψει. Διάβασε ότι επρόκειτο για «εισαγωγή κόκκων πλαστικού, για συσκευασίες», αναρωτήθηκε περί τίνος πρόκειται και μετά τσαλάκωσε το χαρτί και πήγε στο επόμενο.
Και κάπως έτσι, μια μεγάλη παραγγελία για την εισαγωγή πρώτων υλών, που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία φρέσκου γάλακτος στη χώρα μας, «αρχειοθετήθηκε» στον κάλαθο των αχρήστων της επιτροπής που εξετάζει τις αιτήσεις για εισαγωγές στην εποχή των capital controls.
Πικρή η ιστορία, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος, ωστόσο έχει και πολύ πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια, που εξηγεί με γλαφυρό τρόπο γιατί στο τέλος αυτής της περιπέτειας –με τους ελέγχους των κεφαλαίων– τίποτα δεν θα είναι όπως πριν στο ελληνικό επιχειρείν. Προσέξτε:
Η εταιρεία ξαναπροσπάθησε, καταθέτοντας νέο αίτημα, στο οποίο αναφέρει ότι «η πρώτη ύλη αφορά συσκευασία παιδικού γάλακτος», έχοντας, προφανώς, στο πίσω μέρος του μυαλού της τη σκέψη ότι έτσι μπορεί και να συγκινήσει τους υπευθύνους. Στο μεταξύ, όμως, και ενώ περιμένει ακόμη την απάντηση εναγωνίως, το εργοστάσιο «κάθεται» και μαζί κάθονται και οι εργαζόμενοι σ’ αυτό, που αντιλαμβάνονται όλοι μαζί ότι αν δεν βρεθεί σύντομα λύση, το μέλλον διαγράφεται άδηλον.
Και αυτό γιατί οι πελάτες της μονάδας δεν μπορούν να περιμένουν εσαεί. Κάπως πρέπει να συσκευάζουν το γάλα, που ως ευπαθές προϊόν πρέπει να προωθείται άμεσα στην αγορά και να καταναλώνεται σε διάστημα 3-4 ημερών από τότε που περισυλλέγεται.
Μία από αυτές λοιπόν τις εταιρείες, πάνω στην ανάγκη της, τι έκανε; Απευθύνθηκε σε μια θυγατρική της, σε γειτονική βαλκανική χώρα. Τη ρώτησε, λοιπόν, αν θα μπορούσε να την εξυπηρετήσει για κάμποσο χρονικό διάστημα με δικές της συσκευασίες και εννοείται ότι η απάντηση που πήρε ήταν καταφατική. Σε λίγες ώρες, στην πόρτα της εταιρείας στην Αθήνα, εμφανίστηκαν οι νταλίκες με τις ξένες πινακίδες, που μετέφεραν τις πολύτιμες συσκευασίες.
Ωστόσο, αυτό που προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη στο λογιστήριο –και κατ’ επέκταση στη διοίκηση– ήταν το τιμολόγιο. Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν ότι ο λογαριασμός αποδείχθηκε πολύ πιο φθηνός, σε σχέση με τις εγχώριες συσκευασίες, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και τα έξοδα μεταφοράς! Οπότε, αυτομάτως, άρχισαν να γίνονται κάποιες εύλογες δεύτερες σκέψεις, που συνοψίζονται στο εξής: «Μήπως τελικά να συνεχίσουμε έτσι, ακόμη και όταν λυθεί το πρόβλημα στην Ελλάδα;».
Η ιστορία μας ωστόσο δεν τελειώνει εδώ, καθώς έχει μάλλον πιο… πικρό τέλος. Και αυτό γιατί γρήγορα το δέλεαρ έγινε ακόμη μεγαλύτερο. Από τη βαλκανική θυγατρική ενημέρωσαν κάποια στιγμή την Αθήνα ότι αν ήθελαν θα μπορούσαν να κάνουν για λογαριασμό της μητρικής μια μεγάλη παραγγελία στον τοπικό προμηθευτή συσκευασιών, μαζί με τη δική τους. Αυτομάτως, η ήδη φθηνή τιμή που θα τους έδινε, θα γινόταν χαμηλότερη. Στα όρια του εξευτελιστικού, για τα ελληνικά δεδομένα. Και βεβαίως, πουθενά για πουθενά συγκρίσιμη με την τιμή που τους έδινε ο Ελληνας προμηθευτής – κατασκευαστής, μέχρι να επιβληθούν τα capital controls.
Από την εταιρεία μάς λένε ότι «το σκεφτόμαστε», αλλά «δεν έχουμε αποφασίσει». Οτι μπαίνουν στον πειρασμό, πάντως, είναι γεγονός και μάλιστα αδιαμφισβήτητο. Στις μέρες μας, μια τέτοια οικονομία κλίμακας δεν μπορεί να περάσει από κανέναν απαρατήρητη. Και λογικό. Αν όμως τελικά υποκύψουν στον πειρασμό, τότε είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία της ελληνικής παραγωγικής μονάδας, των μετόχων της, των εργαζομένων της και βεβαίως όλων των παράπλευρων επαγγελμάτων που «ζουν» από αυτήν.
Αθροιστικά, η αλυσίδα θα καταλήξει στη συνολική εικόνα της οικονομίας, η οποία, έτσι, ακόμη και αν κάποια στιγμή απαλλαγεί από το βαρίδι των ελέγχων κεφαλαίου (που θα απαλλαγεί, αλλά άγνωστο πότε), θα έχει δεχθεί τέτοιο χτύπημα που πολύ δύσκολα θα μπορεί να επουλωθεί. Και μαζί της βεβαίως θα το υποστεί και το ελληνικό επιχειρείν και όλοι όσοι –Ελληνες και ξένοι– εξακολουθούν να προσπαθούν, εντός των συνόρων.
Via : www.kathimerini.gr