του Γιώργου Τσιάκαλου
Φτάσαμε πια στο σημείο – για την ακρίβεια: μας έφεραν στο σημείο!- όπου πρέπει ν’ αποφασίσουμε: θα συνεχίσουμε να είμαστε στο πλευρό των προσφύγων με κάθε μέσο και χωρίς εκπτώσεις ή όχι; Θα συνεχίσουμε να έχουμε αφετηρία των πράξεών μας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των προσφύγων ή θ’ αποδεχτούμε κι εμείς τον περιορισμό και την κατάργησή τους στο όνομα μιας, δήθεν, ρεαλιστικής πολιτικής; Θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να προσφέρουμε όλα όσα χρειάζεται για να ζει με αξιοπρέπεια ένας άνθρωπος (ντόπιος, πρόσφυγας ή μετανάστης: όλοι τα ίδια χρειαζόμαστε!) ή θα υποταχθούμε στη λογική και στην απαίτηση των κυβερνώντων να προσφέρουμε μόνον τόσα και όποια και με τον τρόπο που εκείνοι μας επιτρέπουν; Δυστυχώς δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποφύγουμε την απόφαση, μας εξαναγκάζουν σ’ αυτήν.
Τι είναι αυτό που ισχύει σήμερα και μας εξαναγκάζει ν’ αποφασίσουμε; Ας δούμε κάποια από τα πολλά.
Μαζεύεις τρόφιμα, ρούχα και παπούτσια, όπως έκανες δέκα μήνες τώρα; «Κάντο», λένε, «όμως δεν θα μπεις σε Κέντρο (δήθεν) Φιλοξενίας» – αφού εσύ εκεί ασφαλώς θα διεκδικήσεις και θέρμανση για τους ανθρώπους, σε πλήρη αντίθεση με τις διαθέσεις και τις πράξεις της Πολιτείας και των εκπροσώπων της.
«Σου επιτρέπουμε να τα παραδώσεις», λένε, «σ’ εμάς ή σε κάποια ΜΚΟ από αυτές που (πρόθυμα) συνεργάζονται μαζί μας». Και θεωρούν ότι αποτελεί αποκλειστικά δική τους υπόθεση, όχι δική μας ή των προσφύγων, εάν τελικά θα τα μοιράσουν (έστω παρουσιάζοντάς τα σαν «δικά» τους –αυτό δεν μας ενοχλεί) ή θα τα κλειδώσουν για καιρό σε μια αποθήκη αφήνοντας τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται και να δυστυχούν (αυτό μας εξοργίζει).
«Προσωρινά Κέντρα Φιλοξενίας» τα ονομάζουν επίσημα. Με το «Χίλτον» τα εξομοιώνουν όταν δημοσίως αξιολογούν την ποιότητα των εγκαταστάσεών τους και τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Έστω! Για πότε, όμως, σχεδιάζεται η μετεγκατάστασή σε κανονικές, απλές κατοικίες, στις οποίες έχουν δικαίωμα να κατοικήσουν μετά την «προσωρινή» αυτή «φιλοξενία»;
Πολλά είναι όσα συνέβησαν από την ημέρα που επίσημα τέθηκε εκτός ισχύος η Σύμβαση της Γενεύης στη χώρα μας. Περίσσεψε η επίσημη απανθρωπιά, απλώς κορυφή του παγόβουνου οι αγανακτισμένες «γουρουνοκεφαλές». Σε πλήρη λειτουργία τέθηκαν οι μηχανισμοί χειραγώγησης, πολυποίκιλοι, πολυδιάστατοι, ευρηματικοί και ιδιαίτερα κυνικοί.
Πύκνωσαν οι γραμμές των ανθρώπων που διαγκωνίζονται ποιος θα φωνάξει μελωδικότερα «Καλώς τους!» (αχ να ήταν εδώ και πιο μπροστά ή, έστω μια φορά στο λιοπύρι του καλοκαιριού και στις λάσπες του χειμώνα στην Ειδομένη!). Ας είναι. Τέτοιες φωνές, για όποιο λόγο κι αν υψώνονται, καλό κάνουν, κακό δεν κάνουν. Άλλωστε, δεν έρχονται τυχαία, είναι αποτέλεσμα των αγώνων όλων εκείνων που όλο τον καιρό με την πρακτική συμπαράστασή τους έκαναν να λουφάξουν οι «γουρουνοκεφαλές» και κέρδισαν την ηγεμονία στη σύγκρουση της ανθρωπιάς με την ακροδεξιά βαρβαρότητα. Έτσι, τώρα πια όλοι μπορούν -χωρίς το φόβο πιθανού πολιτικού κόστους αλλά, αντίθετα, με τη βάσιμη ελπίδα πολιτικού κέρδους- να επισκεφτούν τους/τις πρόσφυγες, να συνομιλήσουν, ακόμη και να συνφάγουν μαζί τους. Νίκη μας.
Τώρα, λοιπόν, είμαστε αναγκασμένοι να αποφασίσουμε πώς θα πορευτούμε. Και η απόφασή μας αυτή θα εξαρτηθεί κυρίως από την προθυμία ή την αδυναμία μας ν’ αφουγκραστούμε και να κατανοήσουμε, όχι μόνο τα λόγια αλλά κυρίως, τις επίμονες σιωπές των κυβερνώντων. Εκεί, όπου καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Σύμβαση της Γενεύης, και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν αυτά έχουμε αφετηρία, τότε, για την πορεία μας από εδώ και πέρα, δεν μπορεί παρά ν’ αποφασίσουμε: στους χώρους της επίμονης σιωπής των κυβερνώντων θα βρισκόμαστε. Όσο και όπως μπορούμε, αλλά από εκεί δεν θα απουσιάσουμε ούτε μια στιγμή.
Αναρτώ σήμερα ένα κείμενο που είχα δώσει σε μια εφημερίδα πριν μια εβδομάδα, αλλά δεν έτυχε να το δημοσιεύσει μέχρι χθες. Θεωρώ ότι δίνει κάποιες πληροφορίες που χρειάζεται να τις έχουμε για να κατανοήσουμε αυτά που έρχονται, κι αυτά που θα κληθούμε να κάνουμε εμείς. Το «εμείς», που χρησιμοποιώ, προφανώς αποτελεί μια δική μου κατασκευή. Ελπίζω και αισιοδοξώ ότι συμπεριλαμβάνει πολλούς ανθρώπους, αλλά ακόμη και εάν δεν ίσχυε σήμερα, εγώ θα συνέχιζα να πορεύομαι με αυτό το «εμείς». Και σας διαβεβαιώνω: χωρίς ούτε μια στιγμή να με κατέχει η αίσθηση της μοναξιάς.
Για τον συγκεκριμένο σχέδιο πορείας θα γράψω αύριο.
Παρακάτω το αδημοσίευτο άρθρο.
BONGOs, GONGOs και στρατός – Μαζί στους καταυλισμούς προσφύγων;
«Κακομαθημένε πολίτη!» ήταν (είναι;) η περιφρονητική, γεμάτη απέχθεια προσφώνηση όσων στρατιωτών επιδείκνυαν συμπεριφορά που δεν είναι συμβατή με τα ειωθότα του στρατού. Για τους στρατούς σχεδόν όλου του κόσμου, η έννοια του πολίτη είναι συνώνυμη με αρνητικές συμπεριφορές που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές στις περιοχές δικαιοδοσίας τους. Στον χώρο τους, άδειες και απαγορεύσεις ακολουθούν τους δικούς τους κανονισμούς – αντίθετους συχνά από εκείνους της κοινωνίας των πολιτών. «Λογικό», λοιπόν, αυτά να ισχύουν επίσης στα Κέντρα Προσφύγων που, κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, έστησε και διαχειρίζεται ο δικός μας στρατός.
Μακριά από εμένα οι αρνητικές γενικεύσεις. Είδα στα Κέντρα Προσφύγων αρκετούς αξιωματικούς και στρατιώτες να δουλεύουν συστηματικά και να συμπεριφέρονται άψογα τόσο στους/στις πρόσφυγες όσο και στους εθελοντές και στις εθελόντριες. Όμως, η διαχείριση και η αντιμετώπιση των προβλημάτων ενός προσφυγικού πληθυσμού αναμφίβολα υπερβαίνει τις δυνατότητες και τους ορίζοντές τους. Πολύ γρήγορα το διαπίστωσαν και οι ίδιοι: η δεσπόζουσα συμμετοχή των πολιτών είναι εντελώς απαραίτητη.
Ήρθε μετά και η Ευρωπαϊκή Ένωση να πει ότι την οικονομική βοήθεια που θα δώσει στην Ελλάδα για τη λειτουργία δομών φιλοξενίας πρέπει να τη διαχειριστεί «η κοινωνία των πολιτών», την οποία η Επιτροπή της ΕΕ κατά κανόνα ταυτίζει με τις λεγόμενες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», τις πιο γνωστές ως ΜΚΟ ή (από τα αγγλικά) NGO. Κατόπιν αυτού, η δική μας κυβέρνηση ανέθεσε στους στρατιωτικούς διοικητές των Κέντρων Προσφύγων να επιλέγουν εκείνοι τις σχετικές οργανώσεις και τους μεμονωμένους πολίτες που θα έχουν την άδεια να προσφέρουν υπηρεσίες και βοήθεια στις προσφυγικές οικογένειες.
Έτσι, ο στρατός καλείται να αξιολογήσει και να κατατάξει τους Έλληνες πολίτες σε «συμβατούς» (άρα αποδεκτούς) και σε «κακομαθημένους» (άρα ανεπιθύμητους), και το ίδιο καλείται να κάνει με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. «Πως θα γίνει αυτό, υπάρχουν κριτήρια;», αναρωτήθηκαν πολλοί, λησμονώντας, ίσως, ότι ο αρμόδιος υπουργός με τη δήλωση «επανακτούμε το κράτος» πριν μερικούς μήνες όρισε ως κριτήριο τη συμφωνία και τη συμβατότητα με τη λογική και τις πράξεις των αρχών.
«Συμβατοί» είναι όσοι προσαρμόζουν και εξαντλούν την συμπαράστασή τους στους τομείς που ορίζονται από τις επίσημες αρχές, χωρίς πράξεις «απειθαρχίας» ακόμη κι όταν η κατάσταση των προσφύγων κραυγάζει και τις απαιτεί. Π.χ. εξαντλώντας τη δραστηριότητά τους στην προσφορά –πράγματι αναγκαίων- στιγμών ψυχαγωγίας, αλλά αποδεχόμενοι την απόλυτη έλλειψη θέρμανσης στις σκηνές.
«Κακομαθημένοι» είναι όσοι –πρόθυμοι και ικανοί να προσφέρουν κάθε μορφής βοήθεια- θα επισημαίνουν τις παραλείψεις και τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, και θα παρεμβαίνουν για να τις αποκαταστήσουν ακόμη και χωρίς την άδεια του Διοικητή ή και σε αντίθεση μ’ αυτόν.
Για την επιλογή των ΜΚΟ τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Εδώ υπάρχουν οργανώσεις που ήδη έχουν δώσει αποδείξεις συμβατότητας, και ανήκουν στις κατηγορίες GONGOs και BONGOs (δόκιμοι όροι διεθνώς). Η πρώτη σημαίνει «Προσανατολισμένες στις Κυβερνήσεις ΜΚΟ» (Government Oriented NGOs), ενώ η δεύτερη «Προσανατολισμένες στις Επιχειρήσεις ΜΚΟ» (Business Oriented NGOs). Συνεπώς, η Ευρώπη δεν χρειάζεται ν’ ανησυχεί για τη διαχείριση της οικονομικής βοήθειας, ούτε οι στρατιωτικοί διοικητές των Κέντρων για φαινόμενα απειθαρχίας. «BONGOs, GONGOs και στρατός, μαζί στους καταυλισμούς προσφύγων» είναι η επίσημη πολιτική για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων στην Ελλάδα. Πρωτότυπη διεθνώς. Και καταδικασμένη σε αποτυχία, εάν εφαρμοστεί.
Η κυβέρνηση έχει μια επιλογή: να στηριχτεί στις εκατοντάδες – ίσως και πάνω από χίλιες- αποκεντρωμένες δομές, που δημιούργησαν αυθόρμητα οι απλοί πολίτες σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Σ’ αυτές οφείλεται κατά 95% ο άθλος της επιβίωσης ενός εκατομμυρίου προσφύγων τον περασμένο χρόνο. Αν δεν το κάνει, θα τις βρει αντιμέτωπες. Διότι, προσανατολισμένες αποκλειστικά στην ανθρωπιά και στην ανιδιοτέλεια, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τις οικογένειες των προσφύγων ακόμη κι αν χρειαστεί να συγκρουστούν με όλες τις δυνάμεις του κόσμου.
* Ο κ.Γιώργος Τσιάκαλος είναι ομότιμος καθηγητης Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ