O Ανρί ντε Τουλούζ Λωτρέκ (Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa) γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1864 και απεβίωσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1901. Γεννήθηκε στο Αλμπί, πόλη της νότιας Γαλλίας και ήταν γιος του Κόμη Αλφόνσου και της Κόμισσας Αντέλ ντε Τουλούζ Λωτρέκ (Adele de Toulouse-Lautrec), γόνος ιστορικής και αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία ωστόσο την περίοδο της γέννησής του, είχε ήδη χάσει μέρος του παλαιότερου κύρους της. Ήταν πάντα φιλάσθενος και έπειτα από δυο ατυχήματα στα 12 και 14 του χρόνια, που έσπασε το αριστερό και το δεξί του πόδι αντίστοιχα, η ανάπτυξη των ποδιών του σταμάτησε και έμεινε σχεδόν νάνος (είχε μόλις 1,50 μ. ύψος).
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1882-1885) και το 1885 είχε ήδη δικό του εργαστήρι στη Mονμάρτη, Γνώριζε καλά το έργο των ιμπρεσιονιστών και ο πρώτος του πίνακας («Το τσίρκο Φερνάντο», 1888) θύμιζε από μορφική άποψη τον Μανέ, τον Ντεγκά και τον διάσημο την εποχή εκείνη σχεδιαστή αφισών, Ζιλ Σερέ. Στους πίνακές του με τις ίδιες περίπου σκηνές από τη σύγχρονη ζωή που συναντάμε και στο έργο του Ντεγκά (ιπποδρομίες, αίθουσες χορού, μιούζικ χολ και καμπαρέ, κ.λπ.) κυριαρχούν η επίπεδη απόδοση των μορφών, που θυμίζει έντονα τις γιαπωνέζικες στάμπες και τα καμπυλόγραμμα περιγράμματα.
Στις σπουδές του για το καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ» και το καμπαρέ του τραγουδιστή Αριστίντ Μπριάν (του τέλους της δεκαετίας του 1880 και των αρχών της δεκαετίας του 1890) παρατηρεί κανείς το ίδιο ενδιαφέρον για τις «εξωτικές» σιλουέτες. Το έργο του «Η Ζαν Αβρίλ στη σκηνή του “Μουλέν Ρουζ”» (1892) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των κραυγαλέων χρωμάτων, των έντονων περιγραμμάτων και των θεατρικών φωτισμών, που χαρακτηρίζουν το ύφος του.
Οι περισσότερες από τις τραγουδίστριες και τις χορεύτριες που απεικονίζονται στους πίνακές του ήταν προσωπικές του φίλες, καθώς δεν έπαψε ποτέ ν’ αποτελεί ο ίδιος αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου και της κοινωνίας που απαθανάτισε. Όπως και ο Ντεγκά, δούλεψε με μεγάλη ποικιλία υλικών και, ήδη από το 1891, η φήμη του ως σχεδιαστή αφισών και γενικά λιθογραφιών υπήρξε μεγάλη.
Η επιδείνωση της υγείας του γύρω στο 1896 περιόρισε τη δραστηριότητά του και στο τελευταίο του έργο «Ένας διαγωνισμός στην Ιατρική Σχολή» (1901), μία άτυχη μάλλον απόπειρα επαναπροσανατολισμού της τέχνης του, είναι φανερή η πνευματική και φυσική του εξάντληση. Το 1899 η άσωτη ζωή του Τουλούζ Λωτρέκ, μαζί με την κατάχρηση του αλκοόλ, έκαναν ανεπανόρθωτο κακό στην υγεία του. Όταν βγαίνει από την κλινική, εξασθενημένος και άρρωστος, αφήνει όλο και πιο συχνά τα πινέλα του στην άκρη. Ο πύργος του Μαλρομέ στη Γιρόνδη είναι το καταφύγιο όπου τον περιμένει πάντα η μητέρα του και όπου τρέχει για να κρυφτεί τις ώρες της κρίσης. Τον Ιούλιο του 1901 προσβάλλεται από παράλυση και καταφεύγει για τελευταία φορά στον παλιό πύργο, για να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Ο Λωτρέκ πέθανε στις 9 Σεπτέμβρη του 1901 στα 37 του χρόνια, στα χέρια της μητέρας του.
Το ύφος του άσκησε σημαντική επίδραση σε καλλιτέχνες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Βαν Γκογκ, Σερά και Ρουό, ενώ τα έργα του θεωρούνται γενικά ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της έντασης εκείνης και του εξωτισμού που σάρωσαν την Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα και περιγράφονται συνήθως με τον όρο «fin de siècle».
Via : tvxs.gr