Δημήτρης Σούρδης*
Σήμερα, περισσότερο από το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού δεν μετέχει στην παραγωγική διαδικασία. Πέρα από το βασικό πρόβλημα της στέρησης ακόμη και των πλέον βασικών αγαθών, επακόλουθα όπως ο σταδιακός αποκλεισμός από το κοινωνικό γίγνεσθαι και η εμφάνιση ψυχικών προβλημάτων δεν είναι αμελητέα και καθόλου σπάνια. Με ορατό τον κίνδυνο κατάρρευσης της κοινωνικής συνοχής, η παροχή δυνατότητας συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία σε κάθε πολίτη, θα έπρεπε να είναι ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος της κοινωνίας.
Η σύμπτωση απόψεων σε όλα τα κόμματα εξουσίας για το δέον γενέσθαι είναι εντυπωσιακή. Σε γενικές γραμμές ως στόχος τίθεται, η προσέλκυση επενδύσεων και ελλείψει κεφαλαίων στο εσωτερικό, προσδοκούν στην έλευση μεγάλων ξένων επενδυτών. Οι διαφορές μεταξύ τους βρίσκονται στον τρόπο που αυτό θα επιτευχθεί. Εκείνο όμως που αποφεύγουν, είναι να δώσουν μία τεκμηριωμένη και ποσοτικοποιημένη απάντηση, σε ποιούς επενδυτές στοχεύουν, σε τι ύψος επενδύσεων προσδοκούν, το βάθος χρόνου και το σημαντικότερο, ποιο είναι το πλήθος των νέων θέσεων εργασίας που αναμένεται να δημιουργηθούν. Κάτι τέτοιο θα έδειχνε αμέσως το άτοπο της προσδοκίας.
Σε διάφορα επενδυτικά σχέδια, όπου κατά καιρούς ανακοινώνονται και οι νέες θέσεις εργασίας που προβλέπεται να δημιουργηθούν από την υλοποίησή τους, τα νούμερα είναι απογοητευτικά. Όταν για μία θέση εργασίας απαιτούνται επενδύσεις από 500.000 έως 1.000.000 ευρώ (Τι προβλέπει ο Νέος Αναπτυξιακός Νόμος), γίνεται αμέσως κατανοητό, ότι για να επέλθει μία σοβαρή μείωση της ανεργίας, απαιτούνται εξωπραγματικά ποσά επενδύσεων. Επίσης οι πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις αυτών των επενδύσεων, από το 1970 και μετά, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν μπορούν να θέσουν σε λειτουργία έναν αυτοτροφοδοτούμενο μηχανισμό ανάπτυξης, που θα οδηγήσει σε καταστάσεις πλήρους απασχόλησης, όπως συνέβει κατά την μεταπολεμική περίοδο.
Εκείνο που απαιτείται είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί την δημιουργία χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων με ιδιοκτήτες – εργαζόμενους. Η θέσμιση ιδιαίτερου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η δημιουργία εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης, η διάθεση για αυτόν τον σκοπό όλων των διαθέσιμων πόρων για την καταπολέμηση της ανεργίας και η σύνδεση με τα πανεπιστήμια είναι ενδεικτικά μόνο σημεία που θα εστιάζει αυτή η πολιτική.
Εκείνο όμως που πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο είναι ότι ο αποκλεισμός ενός τόσο μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την παραγωγική διαδικασία, αν και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα που αφορούν στο σύνολο της κοινωνίας, γίνεται συλλογικά αποδεκτός με την επίκληση της «οικονομίας». Αυτό δεν δείχνει τίποτε λιγότερο, από το γεγονός ότι η κοινωνία μας έχει θέσει τα πράγματα πάνω από τον άνθρωπο. Μία κοινωνία που θα έθετε πάλι τα πράγματα στην θέση της, θα είχε ως κύριο στόχο, να δώσει σε κάθε μέλος της έναν ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και δευτερευόντως να προσπαθήσει να παράγει «οικονομικά» προϊόντα. Όμως αυτό απαιτεί μία συλλογική νοητική υπέρβαση, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί από την μια μέρα στην άλλη.
*Ο Δημήτρης Σούρδης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς