του Νίκου Ξυδάκη
Αν γυρέψουμε να βρούμε μια παραδειγματική ιστορία σπατάλης και αστόχαστης πολιτικής, που να εμπεριέχει τα περισσότερα συμπτώματα της malaise grecque, της ελληνικής νόσου του 1990 και 2000, αρκεί ένα πέρασμα από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Αρκεί μια ματιά στο Μέγαρο Μουσικής: κατ’ αρχάς σε ό,τι είναι ορατό και υπέργειο, στο απροσδιορίστου αρχιτεκτονικής ταυτότητας κτίριο-μνημείο με τα τεράστια μπάνερ στην πρόσοψη. Ένα ογκώδες, επιβλητικό, μάλλον βλοσυρό τοπόσημο, πλάι στις καθαρές μοντερνιστικές γραμμές του Γκρόπιους επί της αμερικανικής πρεσβείας.
Ένα κτίριο εξωστρεφές και ενδοστρεφές ταυτόχρονα, δημόσιο και ιδιωτικό, αμφίσημο, όπως ακριβώς ήταν και το Μέγαρο ως οργανισμός. Ιδιωτικά γούστα με δημόσιο χρήμα· ανοιχτό κατ’ ανάγκην και κατά σύμβασιν, αλλά επιλεκτικό, ημίκλειστο, κατ’ ουσίαν. Το όραμα, η ενεργητικότητα και το καπρίτσιο ενός ανθρώπου, ενός ντιλετάντε, που καλλιμάχεια εσίκχαινε πάντα τα δημόσια, εκδήλως τη δημοσιότητα, κυρίως δε τον δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία, πλην όμως δεν έχθαιρε το δημόσιο χρήμα, απεναντίας το θεωρούσε αυτοδικαίως κτήμα, εργαλείο και μέσο του πεφωτισμένου για την διαπαιδαγώγηση των μαζών, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν.
Το Μέγαρο, ως δοχείο όπερας και υψηλού πολιτισμού, ήταν η κλίση και η κλήση του Χρήστου Λαμπράκη, η αποστολή και το έργο του. Και χτίστηκε, στη διάρκεια πολλών δεκαετιών, για να υπηρετήσει αυτό το όραμά του. Ηταν ανιδιοτελής, κατά τεκμήριον, και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις και την επιρροή του για τον σκοπό του: έναν ναό για την όπερα και την κλασική μουσική.
Η Αθήνα πράγματι χρειαζόταν ένα υψηλών προδιαγραφών κτίριο για να στεγάσει τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μεταξύ άλλων. Ωστόσο το Μέγαρο δεν σχεδιάσθηκε με τους δημόσιους καλλιτεχνικούς οργανισμούς κατά νου· στην πράξη, και παρά τη συμβατική του υποχρέωση, το Μέγαρο δεν φάνηκε ποτέ φιλόξενο ή φιλικό προς την ΕΛΣ και την ΚΟΑ. Ο Οργανισμός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, εντελώς ανεξάρτητος και αδέσμευτος, σχεδίαζε και υλοποιούσε τη δική του πολιτική πολιτισμού, εντελώς αποκομμένη από οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό και ανάγκη. Ετσι, η ΕΛΣ παρέμεινε στο νοίκι, στο ταπεινό θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας, ενώ η ΚΟΑ έκανε πρόβες στα υπόγεια του Ωδείου Αθηνών, επίσης με νοίκι. Η διοίκηση του Μεγάρου, παρά την απόλυτη εξάρτηση από το ελληνικό Δημόσιο για το κτιριακό του πρόγραμμα και την παχυλή ετήσια επιχορήγηση, σχεδίαζε και δρούσε ως ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Ορθώς, μέχρι ένα σημείο: ποιος υπουργός Πολιτισμού και ποια κρατική γραφειοκρατία θα μπορούσαν να συντηρήσουν με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική για το Μέγαρο; Από την άλλη, η ιδιωτική διοίκηση του κρατικοδίαιτου ΟΜΜΑ επολιτεύετο βάσει των πεποιθήσεων και εντέλει του προσωπικού γούστου, και όχι βάσει κοινώς αποδεκτών κριτηρίων και κανόνων. Καλό γούστο ομολογουμένως, και ακριβό: προσανατολισμένο κυρίως στις μετακλήσεις αστέρων και διάσημων συνόλων, και σε ολίγες πολυδάπανες παραγωγές.
Το ζενίθ του Μεγάρου συνέπεσε με τη μέθη της ισχυράς Ελλάδος και τη χρηματοπιστωτική φούσκα· σχετικά εύκολα η διοίκησή του προσείλκυσε μεγάλες χορηγίες από τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες· στην πραγματικότητα, σάρωνε τις εταιρικές χορηγίες και άφηνε ψίχουλα για όλους τους υπόλοιπους.
Είπαμε: το Μέγαρο ήταν χρήσιμο, υπό άλλους όρους λειτουργίας ενδεχομένως. Οχι όμως και η δεύτερη φάση του, η εξωφρενική κτιριακή επέκτασή του υπογείως, καμουφλαρισμένη ως συνεδριακό κέντρο για να απορροφηθούν κοινοτικοί πόροι και δανεισμός από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Για να γίνει αυτή η επέκταση, με αισθητική μεταξύ ταφικού μνημείου και ξενοδοχείου του Ντουμπάι, απαιτήθηκε ένας υπέρογκος δανεισμός από το ελληνικό Δημόσιο, ύψους 245 εκατ. ευρώ. Δύο διαδοχικές κυβερνήσεις της ισχυράς Ελλάδος έσπευσαν να συνδράμουν, το 2003, με φόντο τους Ολυμπιακούς, και το 2007, λίγο πριν από τη χρεοκοπία. Σήμερα, η πτωχευμένη Ελλάς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνεια, και το άλλοτε ευκλεές, σνομπ Μέγαρο αδυνατεί να πληρώσει μισθούς. Σήμερα η Αθήνα διαθέτει δύο μεγάλες σύγχρονες σκηνές όπερας στη Β. Σοφίας, που αδυνατεί να συντηρήσει· και σε λίγο χρόνο άλλη μία υπέρλαμπρη στο Φάληρο, με την υπογραφή Ρέντσο Πιάνο, η οποία όμως δεν δαπανά δημόσιο χρήμα.
Και τώρα; Τώρα κινδυνεύει να χαθεί το συμβολικό κεφάλαιο που σωρεύθηκε επί δύο δεκαετίες, και να απαξιωθεί όλο το συγκρότημα, εφόσον δεν βρεθεί ένα μοντέλο βιώσιμο και λειτουργικό, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Τουλάχιστον, ας διδαχθούμε πικρά για την απληστία και την ξιπασιά, ιδιωτική και δημόσια.
via http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_07/07/2013_507947