του Νίκου Μπίστη
Φαίνεται ότι χρειάζονταν οι πρόσφατες μετρήσεις για να καταλάβουν(;) ορισμένοι στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς, αυτό που είναι προφανές εδώ και 6 μήνες. Η προωθητική δύναμη από την απόφαση συμμετοχής τους στην κυβέρνηση εξαντλήθηκε, τα όποια κέρδη από την τρικομματική συνεργασία τα εισπράττει ο Σαμαράς και ο συναγωνισμός για το ποιος θα αποφύγει τον μουντζούρη, δεν έχει νικητή: τον παίρνουν και οι δύο, και το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Αν η πολιτική είναι τέχνη του προβλέπειν, η πρόβλεψη δεν φαίνεται να είναι από τα ισχυρά χαρτιά τους μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις. Η πρώτη λάθος απόφαση οδήγησε σε επαναληπτικές εκλογές πέρυσι τον Ιούνιο. Ήμαστε ελάχιστοι στη ΔΗΜΑΡ που επιμέναμε ότι έπρεπε να σχηματιστεί κυβέρνηση από τις ίδιες δυνάμεις και με τους τότε συσχετισμούς, ήδη από τον Μάιο. Ήταν συντριπτικά περισσότεροι οι αντίθετοι με το ισχυρό επιχείρημα ότι «Το κόμμα δεν το αντέχει γιατί άλλη ήταν μέχρι τότε η πολιτική του» , πράγμα που οφείλαμε να σεβαστούμε μιας και δεν είχαμε συμμετοχή μέχρι τότε στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος, με την οποία εξάλλου διαφωνούσαμε σε κρίσιμες επιλογές (μη στήριξη στην κυβέρνηση Παπαδήμου, αντίθεση στο νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου). Πάντως, η ΔΗΜΑΡ άντεξε μετά τον Ιούνιο το σοκ από την αλλαγή πολιτικής , αφού πρώτα άντεξε εκλογικά, ζητώντας «εντολή για λύση». Πάντως, είναι οι επαναληπτικές εκλογές που διαμόρφωσαν τους σημερινούς συσχετισμούς και τη νέα, αρνητική δικομματική πραγματικότητα.
Μετά τις εκλογές, συγκροτήθηκε η τρικομματική κυβέρνηση. Ήταν και είναι ορθή επιλογή. Η άλλη θα ήταν η παράδοση της χώρας στον ΣΥΡΙΖΑ και η χρεοκοπία. Η περίπτωση της Κύπρου διέλυσε και τις τελευταίες αυταπάτες επ’ αυτού. Πώς κατάλαβαν όμως οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς τη συμμετοχή τους; Αισχυντηλά, όσο πατάει η γάτα, αν μάλιστα δεν πατούσε καθόλου θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς. Το μεν ΠΑΣΟΚ, είναι σαν να μην συμμετέχει. Ρωτήστε πόσοι Έλληνες πολίτες ξέρουν τους Υπουργούς του ΠΑΣΟΚ. Η δε ΔΗΜΑΡ, μπήκε με προσωπικότητες από την προηγούμενη υπηρεσιακή κυβέρνηση, οι οποίοι, σε κρίσιμες επιλογές, ούτε μεταξύ τους πάντα συμφωνούσαν. Έμεινε ο Στουρνάρας να πρέπει να άρει τις αμαρτίες όλων, από τα λεφτά υπάρχουν του Παπανδρέου, τα Ζάππεια του Σαμαρά, τις αντιμνημονιακές κορώνες των υπολοίπων. Η κυβέρνηση και το Υπουργικό Συμβούλιο υποκαταστάθηκαν από τις συναντήσεις των τριών αρχηγών. Επειδή όμως η χώρα κυβερνάται καθημερινά, σιγά-σιγά και αναπόφευκτα το βάρος, οι πιστώσεις και οι χρεώσεις, έπεσαν στην ΝΔ και τον ανανήψαντα, μέχρι πρόσφατα αντιμνημονιακό, Σαμαρά. Και επειδή υπάρχει η αίσθηση ότι η χώρα πέρασε τον κάβο της χρεοκοπίας, η ΝΔ πιστώνεται περισσότερο, ενώ οι διστακτικοί συγκυβερνώντες παίρνουν τον μουντζούρη. Το ορθό επιχείρημα της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ, ότι χωρίς αυτούς δεν υπάρχει κυβέρνηση, δεν έχει πλέον προωθητική δύναμη, ακούγεται σαν γκρίνια και ζήλεια επειδή ο βασικός εταίρος ενισχύεται σε βάρος τους. Το ηθικό δε πλεονέκτημα που είχε η ΔΗΜΑΡ, υποχώρησε αισθητά με την εφαρμογή της αναλογίας 4 , 2 , 1 στη στελέχωση του κυβερνητικού μηχανισμού. Και αυτό γιατί η ΝΔ συγκροτεί κατά τα 4/7 καλαματιανό κράτος, οι δε άλλοι εμφανίζονται όχι μόνο ανήμποροι, αλλά και ως ένα βαθμό συμμέτοχοι στη διατήρηση του πελατειακού κράτους. Όσο δε η ΝΔ ισχυροποιείται, τόσο γλιστράει σε παραδοσιακές δεξιές αντιλήψεις και πρακτικές (μεταναστευτικό και αντιρατσιστικός νόμος). Το αποτέλεσμα, κατά λογικό επακόλουθο, αποτυπώνεται στις μετρήσεις. Με την απουσία εναλλακτικής σοβαρής πρότασης από τον κεντροαριστερό μεταρρυθμιστικό χώρο, όσοι βλέπουν μόνο την ανάγκη άμεσης αποφυγής της χρεοκοπίας και την αποφυγή περιπετειών με τον στρατηγικά διχασμένο ΣΥΡΙΖΑ, στρέφονται προς τον Σαμαρά. Όσοι δε προοδευτικοί πολίτες αναζητούν στην πολιτική αξίες, πολιτισμό, εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα, δεν ικανοποιούνται από τις επιδόσεις της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα είναι, ο μεταρρυθμιστικός χώρος να κατακερματίζεται και να αποδιαρθρώνεται.
Το τι θα έπρεπε να κάνουν τα δύο κόμματα, είναι απλό, όμως όπως όλα τα απλά, αποδεικνύεται και δύσκολο. Δύο πράγματα παραλλήλως. Έπρεπε να μπουν με αποφασιστικότητα στην κυβέρνηση και να αποτελέσουν τη μεταρρυθμιστική εμπροσθοφυλακή της. Και ταυτοχρόνως, από την πρώτη στιγμή, να θέσουν το θέμα της συγκρότησης μιας νέας μεγάλης κεντροαριστεράς, μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής παράταξης πολύ ευρύτερης από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Ως προς τον πρώτο στόχο, τα είπαμε παραπάνω. Ως προς τον δεύτερο, θυμίζω ότι πριν από 6 μήνες φτάσαμε δύο βήματα από την διαμόρφωση μιας ομπρέλας (φόρουμ διαλόγου) που κάτω της δεν θα ήταν μόνο το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, αλλά προσωπικότητες του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού χώρου (όχι μόνο από τον χώρο της κεντροαριστεράς), καθώς και κινήσεις πολιτικού και όχι προσωπικού χαρακτήρα. Το σημαντικό αυτής της υπόθεσης έγκειτο στο ότι υπερέβαινε κατά πολύ το άθροισμα ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ και ότι η πρωτοβουλία κινήσεων και ο κυρίαρχος ρόλος θα περνούσε στα χέρια νέων, άφθαρτων δυνάμεων. Η προσπάθεια απέτυχε γιατί η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ την εγκατέλειψε, με βασικό επιχείρημα ότι δεν θέλει συγχρωτισμό με το ΠΑΣΟΚ. Να δούμε τώρα αν οι εξελίξεις δικαίωσαν αυτήν την γραμμή πλεύσης των δύο κομμάτων. Είναι προφανές από όλες τις αξιόπιστες μετρήσεις του τελευταίου εξαμήνου, ότι και τα δύο κόμματα συρρικνώνονται, το ΠΑΣΟΚ με ταχύτερους ρυθμούς, η ΔΗΜΑΡ με πιο αργούς. Σε κάθε περίπτωση, από την πτώση του ΠΑΣΟΚ δεν επωφελείται η ΔΗΜΑΡ. Τα ποσοστά στις τρεις τελευταίες μετρήσεις του Μαΐου, των εταιριών ALCO, RASS και GPO, δίνουν στο ΠΑΣΟΚ 5,8%, 4,7% και 6,7% και στην ΔΗΜΑΡ 4,1%. 3,8% και 5,1% αντιστοίχως. Περισσότερο όμως από τις μετρήσεις, σημασία έχει η αποκαρδίωση ενός ολόκληρου κόσμου που δεν εκπροσωπείται πλέον, ενώ σε όλες τις μετρήσεις προκύπτει η απαίτησή του για έναν ισχυρό τρίτο πόλο ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ (63% , όπου 35% αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί). Και είναι εύλογη η απαίτηση γιατί ο κόσμος δεν εξαερώθηκε, ούτε μετανάστευσε στο σύνολό του σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ακόμα και αν το έπραξαν αρκετοί, είναι εύκολο να επαναπατριστούν από ένα νέο ελκυστικό σχήμα, που θα ενώσει και θα ανανεώσει το χώρο. Αυτός ο πόλος δεν μπορεί να είναι το σημερινό ΠΑΣΟΚ, ή η σημερινή ΔΗΜΑΡ. Το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει το σημείο μηδέν, πέρα από το οποίο ό,τι και να λέει η ηγεσία του, δεν ακούγεται. Και για να είμαστε δίκαιοι, ούτε το μεγάλο λάθος έχει κάνει, ενώ κάποιες από τις πρωτοβουλίες του άξιζαν μεγαλύτερης προσοχής. Όμως το σημείο μηδέν είναι αμείλικτο. Και αν το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί, το ίδιο και περισσότερο ισχύει για τα πολυάριθμα θραύσματά του, που ενώ δεν διαφοροποιήθηκαν στην ουσία της ακολουθούμενης πολιτικής, εσχάτως παρουσίασαν ελαφρά αντιμνημονιακή ιλαρά. Δεν τους αξίζει μια τέτοια εξέλιξη και πρέπει να την αποφύγουν πριν καταστεί η βλάβη ανήκεστος.
Η ΔΗΜΑΡ, αφού έχασε την ευκαιρία πριν από 6 μήνες να παίξει συσπειρωτικό ρόλο και να αναδειχθεί σε στυλοβάτη της κεντροαριστεράς, επανέρχεται έκτοτε σε κάθε σύνοδο της ΚΕ της, στην ανάγκη συσπείρωσης των δυνάμεων του «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Επειδή αυτή είναι μια παρωχημένη προσέγγιση, η γραμμή της, στην πράξη, συρρικνώνεται σε «ΔΗΜΑΡ-συνεργαζόμενοι» εν όψει ευρωεκλογών και οι μόνοι που ανταποκρίνονται είναι κάποιοι πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κυρίως παπανδρεικής προέλευσης, με βασική ιδιότητα το μίσος τους κατά του Βενιζέλου.
Τι να κάνουμε;
Το παραπάνω ερώτημα που συνήθως συνοδεύεται από την προτροπή «επιτέλους κάντε κάτι», ακούγεται όλο και πιο επίμονα. Επειδή η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται τα κενά, οπωσδήποτε κάτι θα εμφανιστεί. Το θέμα είναι πότε και τι θα είναι αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω ότι τη δεκαετία του ’50, ο κατακερματισμός της δημοκρατικής παράταξης απέβη μοιραίος και παρήγαγε αποτελέσματα που σημάδεψαν την πορεία του τόπου. Ο τόπος χρειάζεται μια νέα και ενιαία μεταρρυθμιστική παράταξη, από τους σοσιαλδημοκράτες και τους λογικούς αριστερούς, μέχρι τους λογικούς φιλελεύθερους και τους λογικούς οικολόγους, ένα Μέτωπο Λογικής – και το χρειάζεται τώρα. Συνθηματοποιώντας, θα έλεγα «στην ενότητα η δύναμη, στην ανανέωση η ελπίδα».
Χρειάζεται ηλικιακή ανανέωση, αλλά αυτή δεν είναι από μόνη της συνταγή επιτυχίας. Το «νέο» έχει πολλές αναγνώσεις. Ο Τσίπρας είναι νέος άνθρωπος με αφόρητα παλιό λόγο. Ο Γκρίλο είναι μια νέα πολιτική παρουσία, ο λαϊκισμός του είναι παλιός και αποκρουστικός. Ο υπερήλικας Ναπολιτάνο ήταν ό,τι πιο φρέσκο είχε να παρουσιάσει η Ιταλία της κρίσης και άνοιξε το δρόμο στον Λέτα. Την ελληνική συνταγή θα την ψάξουμε και θα την βρούμε. Την δοσολογία ανάμεσα στο πραγματικά νέο και το χρήσιμο παλιό, όπου τον τόνο αναπόφευκτα θα δίνει το νέο, επίσης μπορούμε να την βρούμε. Μήνες τώρα ακούω την συμπαθητική έκφραση «με παλιά υλικά, δεν κτίζεις το νέο». Την ακούω, αλλά ταυτοχρόνως ξέρω ότι παρθενογενέσεις υπάρχουν μόνο στη θεολογία. Και ενοχλούμαι με την άνεση που ορισμένοι θεωρούν τον εαυτό τους «νέο» και όλους τους άλλους παλιούς ή στιγματισμένους. Και τους άλλους, βέβαια, να πιστεύουν ακριβώς το ίδιο για τον πρώτο. Όσοι ακολουθούν προσωπικές στρατηγικές και έχουν (συνήθως αδικαιολόγητα) μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που τον τοποθετούν μόνο στην πρώτη θέση, προφανώς δεν έχουν θέση στην προσπάθεια. Όσοι από το παλιό πολιτικό προσωπικό θέλουν, με σεμνότητα και από θέση λίγο πίσω, να συμβάλλουν, πρέπει να είναι ευπρόσδεκτοι γιατί και ο αγριανθρωπισμός δεν μας αρμόζει. Όμως η ανανέωση είναι που πρέπει να υπερισχύσει, γιατί το άθροισμα παλιών κομματιών δεν εμπνέει και χωρίς ενθουσιασμό όλα είναι μάταια. Και με ποιες πολιτικές θέσεις; Εύλογο το ερώτημα, αλλά δεν θα ανακαλύψουμε και την πυρίτιδα. Εν όψει ευρωεκλογών – που αποτελούν την πρώτη αναμέτρηση σε ευνοϊκό για το εγχείρημα έδαφος- υπάρχουν οι θέσεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, οι θέσεις της νέας Προοδευτικής Συμμαχίας, η ατζέντα που προτείνουν με το βιβλίο τους Ξύπνα Ευρώπη, ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και ο Γκι Βέρχοφσταντ. Υπάρχουν στη χώρα μας δυνάμεις που μπορούν να τα συνθέσουν με βάση την ελληνική πραγματικότητα, σε ενιαία πολιτική πλατφόρμα. Μα δεν υπάρχει ο ένας που θα ηγηθεί, είναι η δεύτερη ένσταση. Θα βρεθεί και ο ένας, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχουν οι πενήντα από τον κόσμο της εργασίας, της επιχειρηματικότητας και του πολιτισμού, που θα συνεννοηθούν να ξεκινήσουν με καθαρές θέσεις, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και κέφι. Τι θα γίνει με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ; Κατά τη γνώμη μου, το ΠΑΣΟΚ, για τους λόγους που προανέφερα, δεν μπορεί παρά να χωνευτεί σε αυτή την κίνηση. Η δε ΔΗΜΑΡ, έχει μια τελευταία ευκαιρία να συμβάλλει στη συσπείρωση του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού χώρου, αντί να τσιμπολογάει απελεύθερους Πασόκους, που είναι ζήτημα αν φέρνουν τις ψήφους της οικογένειάς τους. Αν και οι πενήντα και η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ αποδειχθούν κατώτεροι των περιστάσεων, οι ευρωεκλογές θα σημάνουν τον απόλυτο κατακερματισμό και την απαξίωση του ενδιάμεσου μεταρρυθμιστικού χώρου. Θα ενισχυθούν ακραίες και «παλαβές» πολιτικές δυνάμεις και συμπεριφορές. Η καρικατούρα δικομματισμού ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα εδραιωθεί και η Χρυσή Αυγή, ισχυροποιημένη, θα ελλοχεύει. Δεν την βλέπουν όλοι οι κινούμενοι στον ενδιάμεσο μεταρρυθμιστικό χώρο αυτήν την εφιαλτική εξέλιξη; Ακόμα και αν επιβιώσουν, τι ρόλο θα μπορούν να διαδραματίσουν στο μέλλον; Δεν υπάρχει χώρος, ούτε χρόνος για εγωισμούς και μικροκομματικούς υπολογισμούς. Δεν είναι ώρα για ψιλικατζήδες της πολιτικής, είναι ώρα για μεγάλες πρωτοβουλίες. Το φθινόπωρο πρέπει να είμαστε έτοιμοι.
Via : www.metarithmisi.gr