Της Μαρίας Κατσουνάκη
Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν προβλήθηκε η γερμανική ταινία «Το κύμα» («Die welle») του Ντένις Γκάνσελ, προκάλεσε αίσθηση. Περιέγραφε ένα πείραμα που ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις σε γερμανικό Λύκειο, για να εξελιχθεί σε εφιάλτη. Ενας καθηγητής, με αναρχικό παρελθόν και πρωτοποριακές ιδέες για την εκπαίδευση, αναλαμβάνει, στο πλαίσιο του μαθήματος της πολιτικής θεωρίας, να διδάξει τους φοιτητές του για την τυραννία. Επινοεί ένα παιχνίδι ρόλων: ο ίδιος γίνεται ηγέτης και οι μαθητές του ακόλουθοι. Ονομάζουν τη μικρή κοινωνία τους «Το κύμα», πειθαρχούν με χαρά σε μια σειρά κανόνων συμπεριφοράς, ντύνονται ομοιόμορφα με ένα είδος στολής, έχουν κοινό χαιρετισμό, φιλοτεχνούν ένα διακριτό σήμα, μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλο ως μέλη μιας εκλεκτής ομάδας, όπου όλοι είναι ίσοι με όλους. Ο γιος διαλυμένης οικογένειας είναι ίσος με τον πλούσιο συμμαθητή του. Κάποιος που βρισκόταν στο περιθώριο και, καμιά φορά, εκτός νόμου, μπορεί να είναι πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και να αισθάνεται χρήσιμος. Ενας μαθητής τουρκικής καταγωγής είναι ίσος με τον Γερμανό. Όσοι παρακολουθούν το «πείραμα» αρχίζουν να ανησυχούν, να δυσπιστούν, να εκδηλώνουν την αγωνία τους. Όμως το «Κύμα» έχει ήδη μετατραπεί σε τσουνάμι και οι συνέπειες είναι καταστροφικές.
Η ταινία βασίστηκε σε βιβλίο, το οποίο ο συγγραφέας του (Morton Rhue, ψευδώνυμο του Todd Strasser) εμπνεύστηκε από πραγματική ιστορία. Λίγο πριν από το, ανεξέλεγκτα τραγικό, τέλος, ο καθηγητής συμπυκνώνει την ουσία του πειράματος ως εξής:
«Μέσα από την εμπειρία της τελευταίας εβδομάδας, όλοι πήραμε μια γεύση του πώς ήταν να ζεις και να δρας στη ναζιστική Γερμανία. Μάθαμε πώς ήταν το συναίσθημα του να δημιουργείς ένα απόλυτα πειθαρχημένο κοινωνικό σύνολο. Να χτίζεις μια ξεχωριστή κοινωνία. Να υπόσχεσαι πίστη και υπακοή σε αυτή την κοινωνία. Να αντικαθιστάς τη λογική με κανόνες. (…) Ναι, όλοι θα είχαμε φορέσει τη στολή. Θα στρέφαμε το κεφάλι καθώς φίλοι και γείτονες θα καταδικάζονταν και θα καταδιώκονταν. Θα κλειδώναμε τις πόρτες. Θα καίγαμε ιδέες. Ναι, γνωρίζουμε έστω και λίγο πώς είναι να βρίσκεις έναν ήρωα. Το να αρπάζεσαι από την εύκολη λύση. Να νιώθεις πώς είσαι δυνατός και πώς ελέγχεις το πεπρωμένο σου. (..) Είδαμε ότι ο φασισμός δεν είναι απλά κάτι που έκαναν εκείνοι, οι άλλοι. Όχι Βρίσκεται ακριβώς εδώ. Σ’ αυτή την αίθουσα. Στις δικές μας καθημερινές συνήθειες και στον τρόπο ζωής μας. Ξύστε λίγο την επιφάνεια, και εμφανίζεται. Είναι κάτι μέσα σε όλους μας. Το κουβαλάμε σαν αρρώστια».
Στον ελληνικό Τύπο, εδώ και αρκετές μέρες, έχει πάρει διαστάσεις το ιδιότυπο «κατηχητικό» που καλλιεργεί η Χρυσή Αυγή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. «Στην Κυψέλη η Χ.Α. κάνει θραύση», ομολογεί η εκπαιδευτικός στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Στρατολογεί μέλη, πολλές φορές παιδιά που προέρχονται από μεσοαστικά, δημοκρατικά σπίτια. Ο λόγος τους εύκολος, έχει μεγάλη πέραση στους εφήβους: μίσος εναντίον των ξένων. Τα μέλη προκαλούν τεχνητές εντάσεις, τραμπουκισμούς, για να πέφτει ξύλο». Η εκπαιδευτικός ομολογεί επίσης ότι έρχεται αντιμέτωπη με μια πολύ σύνθετη πραγματικότητα. Οτι συμπαθούντες της Χ.Α. υπάρχουν και ανάμεσα σε υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη και σε καθηγητές. Οτι μέσα στην τάξη εμφανίζονται παιδιά με τατουάζ το σήμα της Χ.Α. στο μπράτσο τους. Ότι οι καταγγελτικές ανακοινώσεις των κομμάτων δεν έχουν καμιά πρακτική σημασία. Και ότι το υπουργείο Παιδείας σφυρίζει αδιάφορα, μιλώντας… εν γένει περί σχολικής βίας.
Σα να ξυπνάει αργά, βασανιστικά και με διαρκείς απότομες πτώσεις, η ελληνική κοινωνία. Οσο είμαστε απασχολημένοι με προβλήματα επιβίωσης, με συρρικνωμένους μισθούς και συντάξεις, με σκάνδαλα της πολιτικής και υπεξαιρέσεις δημόσιου χρήματος, η Χ.Α. πλέκει συστηματικά το δικό της κοινωνικό δίκτυο. Με παροχές (ιατρεία, παντοπωλεία), με μαθήματα ιστορίας που καρποφορούν σε εδάφη μαλακά, αδιαμόρφωτα ακόμα από αδιαφορία ή άγνοια, με απλές και κατανοητές «αλήθειες». Τι κι αν ο 15χρονος μαθητής με το τατουάζ απολογήθηκε στην καθηγήτριά του μετά τις τελευταίες εκλογές λέγοντας: «Κυρία, δεν μου αρέσει πια η Χ.Α. Μόνο κατά των ξένων μιλάνε. Δεν αντέχω τόσο μίσος». Αρκεί ο ένας που μεταστρέφεται; «Εδώ που φτάσαμε, ναι, είναι σημαντικό», σχολιάζει η εκπαιδευτικός.
Στο βιβλίο του «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία» ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αναφέρει, στον πρόλογο, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων συγκεντρώνεται στις ηλικίες 25 – 34 (13,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της VPRC). Τι θα προκύψει στις επόμενες εκλογές από εκείνους που θα ασκήσουν για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα; Ο συγγραφέας (και επί χρόνια εκπαιδευτικός) έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι «το εργαλείο της Χ.Α. είναι ο φόβος».
Τρομοκρατημένοι εκπαιδευτικοί που φοβούνται αντίποινα, τρομοκρατημένοι μαθητές που ζουν υπό τον φόβο τραμπουκισμών, τρομοκρατημένοι άνθρωποι που γυρίζουν την πλάτη σε εκφοβισμούς ξένων γιατί αν αναμειχθούν ποιος ξέρει τι τους περιμένει. Πώς θα θρυμματιστεί αυτός ο μεθοδευμένος κύκλος μίσους και βίας; Όταν ριζώνουν στην εκπαίδευση νεοναζιστικές αντιλήψεις, η κοινωνία μένει ανοχύρωτη. Και ο φόβος θερίζει ανεμπόδιστος.
Via : www.kathimerini.gr