του Γιώργου Κυρίτση
Είχαμε από τον παππού μας ένα οικόπεδο και θέλαμε να το κτίσουμε. Δεν τα βρίσκαμε όμως με τον εργολάβο γιατί εμείς σκοπεύαμε να μείνουμε στα σπίτια που θα μας έδινε αντιπαροχή και θέλαμε και πράσινο και κήπο, ενώ αυτός ήθελε να χτίσει πολλά φτηνά και να τα πουλήσει και να πάει γι’ άλλα.
Μην είστε βλάκες, μας έλεγε. Μέχρι να τρυπήσουν τα υδραυλικά, θα ‘χουν περάσει δυο χρόνια, εμείς θα είμαστε τότε αλλού.
Έτσι δεν προχώρησε η δουλειά και το κρατάγαμε το οικόπεδο καβάντζα για καλύτερες μέρες ή για την κακιά την ώρα. Οι καλύτερες μέρες δεν ήρθαν, ήρθε όμως η κακιά η ώρα. Τρεις εργαζόμενοι στην οικογένεια, οι δύο άνεργοι, έπεσε ψωμόλυσσα. Τότε, σαν από μηχανής θεός, τσουπ, ενέσκηψαν και πάλι οι εργολάβοι. Πού το πήραν χαμπάρι; Μα τους το ‘πε ο ενεχυροδανειστής, ότι πήγαμε και ακουμπήσαμε δυο βέρες, ένα σταυρό βαφτιστικό και μια λίρα χρυσή που είχαμε από τον νονό. «Ευκαιρία για επένδυση» σκέφτηκε.
Μετά μάθαμε ότι ο ενεχυροδανειστής και ο επενδυτής για το οικόπεδό μας ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο κυρ – Αντώνης, αλλά αυτό είναι σύμπτωση μία στο εκατομμύριο, οπότε δεν βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα. Έρχεται λοιπόν ο εργολάβος και μας λέει, παιδιά, φέρτε το οικόπεδο να το χτίσω, τι το ‘χετε και το κοιτάτε ενώ είστε άνεργοι και πεινάτε; Οk, λέμε, τι να κάνουμε, αλλά να προσέξεις να είμαστε νόμιμοι, με άδειες και με απ’ όλα, να μην έχουμε τρεχάματα. Μην ανησυχείτε, ρε κορόιδα, μας λέει. Για τους επενδυτές δεν ισχύουν οι νόμοι που ισχύουν για σας, ό,τι θέλουμε θα κάνουμε. Ωραία, λέμε εμείς. Να δούμε πώς θα τα μοιράσουμε: Λοιπόν, παιδιά, είσαστε άνεργοι και βρήκατε δουλειά! Θα σας πάρω εργάτες στην οικοδομή. Ωραία, και τα διαμερίσματα πώς θα τα μοιράσουμε, λέμε εμείς. Τι να μοιράσουμε, ρε λιγούρια, μας λέει, δεν σας φτάνει που σας δίνω μεροκάματο, θέλετε και διαμέρισμα, μας λέει. Πήγαμε λοιπόν και πιάσαμε δουλειά στου κυρ Αντώνη. Α, όλα κι όλα, ο κυρ – Αντώνης, εκτός από καλός άνθρωπος, είναι και πατριώτης. Έδιωξε κάτι μαύρους που τους είχε στο συνεργείο ανασφάλιστους και πήρε εμάς, με τα ίδια λεφτά.
Μάθαμε όμως μια δουλειά να κάνουμε, γιατί στα πανεπιστήμια μόνο μολότωφ διδαχτήκαμε και μείναμε αγράμματοι. Βεβαίως ο ξάδερφος Μπάμπης που πήγε στην Αμερική, μια χαρά καθηγητής έγινε στο πανεπιστήμιο. Φαίνεται ότι ή τους κορόιδεψε ή έχουν ζήτηση οι μολότωφ εκεί. Τεσπά, ο Μπάμπης έφυγε, εμείς μείναμε. Είχαμε μάθει πλέον μια δουλειά. Έτσι, όταν είχαμε πάλι ανάγκη και ο κυρ – Αντώνης μάς έφαγε το σπίτι, πάλι βρήκαμε δουλειά: Μας πλήρωσε και του το βάψαμε το σπίτι μας. Με τον κυρ – Αντώνη δυστυχώς τα χαλάσαμε. Δεν έφταιγε αυτός, ούτε εμείς, ο Μπάμπης ο ξάδερφος φταίει, που τον συνάντησε τον άνθρωπο και του επιτέθηκε στην επιχειρηματικότητά του: «Να ξέρεις, ρε πούστη τοκογλύφε, ότι θα γυρίσει ο τρόχος» του είπε και μας ρεζίλεψε οικογενειακώς ο μαλάκας ο Συριζαίος. Δεν έχουμε μούτρα να τον αντικρίσουμε τον άνθρωπο…
Via : www.avgi.gr