του Βαγγέλη Ιντζίδη*
[1]Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που κάποιοι από εμάς υποδέχτηκαν την πτώση μετεωριτών στη Ρωσία και η διάδοση των πληροφοριών για το τι περνά ή πρόκειται να περάσει ξυστά από τη Γη το 2013. Οι εικόνες που είδαμε από τηλεοράσεως (η μέρα έγινε νύχτα κατά την έκρηξη, οι ειδήσεις για τραυματίες, το ωστικό κύμα και άλλα) πιθανότατα δεν έτυχαν της ίδιας υποδοχής. Στο δικό μου κοινωνικό περιβάλλον η συνιστασμένη των αντιδράσεων υπήρξε η σωτηρία και η ανακούφιση. Η μάνα μου με πήρε τηλέφωνο στην αρχή φοβισμένη και στη συνέχεια μου είπε…»παιδάκι μου σε αγαπώ…στο λέω σε περίπτωση που πέσει επάνω μας…για να το ξέρεις…» και κάνοντας μια παύση επανήλθε λέγοντας » αυτό ήταν…ε άντε γεια…», ξεσπώντας σε λυτρωτικά γέλια. Ένας φίλος μου έμπορος μου είπε: «αν είναι να πέσει στη Γη να μας το πουν να ησυχάσουμε από τα άγχη της εφορίας και των χρεών μας»… Κάποιοι άλλοι σκέφτονταν με ανακούφιση πως η βεβαιότητα ενός ακαριαίου τέλους μιας συμπαντικής σύγκρουσης τους δίνει μερικές ώρες(;) μέρες(;) μήνες(;) ανακούφισης και κυρίως ξεγνοιασιάς. Ακούγοντάς τους και παρακολουθώντας τα δικά μου συναισθήματα συνειδητοποίησα μια μετατόπιση.
[2]Προ κρίσεως – ή και πριν η κρίση ως πολιτική συνέπεια στη ζωή των ανθρώπων αποκτήσει τις τραγικές διαστάσεις του σήμερα – κάτι τέτοιο φάνταζε ως οδύνη. Οι άνθρωποι έλεγαν – οι ίδιοι πάνω κάτω – πως δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν (συζητώντας την μυθολογία περί τέλους του κόσμου, το 2012) ένα τέλος της Γης, ένα τέλος των όσων δημιουργήθηκαν εδώ. Ένα τέλος α κ ό μ η και της σκέψης που έχει παραχθεί στον πλανήτη για την αθανασία, για το θάνατο, για τη μνήμη της ιστορίας κ.ο.κ. Ένιωθαν προ κρίσεως – και οι ίδιοι άνθρωποι – μια ματαίωση, μια προδοσία όλων όσων τους είχαν καθορίσει αλλά και όλων εκείνων που βίωναν ως διαρκή και αντικειμενική διάκριση ανάμεσα στη ζωή που συνεχίζεται αλλά και το θάνατο που βρίσκει τρόπους να παραμένει ενταγμένος και αυτός σε μια συνέχεια μέσω της μνήμης των άλλων, μέσω της θρησκείας, μέσω της φυσικής και ιστορικής συνέχειας.
Μέσα στην ένταση της κρίσης οι άνθρωποι, οι ίδιοι άνθρωποι, ένιωθαν τώρα, με την πτώση των μετεωριτών στη Ρωσία, σχεδόν λυτρωμένοι. Το αδιέξοδο της σύγκρουσης τους φαινόταν ένα διέξοδο στη δική τους εσωτερική πίεση και συμπίεση. Η επιπόλαιη εξήγηση μιας ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγισης, περί της ηδονής της αποσύνθεσης, του θανάτου, σε αυτήν την περίπτωση ηχεί γελοία και αφορά μόνον εκείνους που ακόμα προβάλλουν στην ψυχική συγκρότηση την απουσία κάθε ιστορικής αλληλεπίδρασης, λες και η συγκρότησή μας είναι μετεωρίτες που μας κυβερνούν εκτός του πλανήτη. Αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται πως η υλικότητα της ψυχής δεν αντίκειται στα άυλα χαρακτηριστικά της υλικότητας. Αντιπροτείνω μια περισσότερο κοινωνική παρατήρηση με όλα τα στοιχεία της καθημερινής κατανόησης, που όσο και αν πλέχει στο αυθαίρετο, δεν παύει να υπογραμμίζει πως κάθε αντίπαλος λόγος προϋποθέτει την αυθαιρεσία της τοποθέτησης του παραγωγού του, πριχού μάλιστα υπάρξει ως συγκροτημένη πολιτική τοποθέτηση. Πιστεύω πως είναι περισσότερο παραγωγική η (αντι)πρότασή μου.
Λοιπόν, τι αναδεικνύει αυτή η μεταστροφή των συγκεκριμένων ανθρώπων από την οδύνη στην λυτρωτική, «τρελή», χαρά; Στην δική μου κατανόηση αναδεικνύεται η ύψιστη αρχή (και όχι αξία) της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που παραμένει πάντα ένα ανοιχτό πεδίο ανταγωνιστικών μεταξύ τους ορισμών – προσδιορισμών της – αλλά και πέρα από αυτούς – που αποτελεί μια αρχή, η οποία με τη σειρά της μας συγκροτεί ως υποκειμενικότητες, ως αλληλεπιδράσεις στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική μας δράση. Η ελευθερία ως αξία ενδημεί στην εξήγησή της από τα συστήματα δικαίου αλλά και τα συστήματα στα οποία εξορθολογίζεται και εγγράφεται (λ.χ. κάθε φορά εκείνο ή το άλλο σύστημα δικαιωμάτων). Αυτή η εγγραφή της ιστορίας στο νόμο αναδεικνύει την ελευθερία σε αξία αφού πρώτα την θεμελιώσει σε μια ριζική ανάγκη της συνύπαρξης και της συγκρότησης του κοινωνικού. Αυτό όμως που εμένα βοηθά να κατανοήσω τη συγκεκριμένη μεταστροφή των ανθρώπων γύρω μου είναι η πρόσληψη της ελευθερίας ως αρχής συγκρότησης του είναι, ίδιας έντασης όπως είναι η προϋπόθεση του ήλιου ή του οξυγόνου για την εμφάνιση της ζωής. Η ελευθερία αυτή δεν χρειάζεται να αναδειχθεί σε ριζική ανάγκη για να θεμελιωθεί μετά ένας ανταγωνισμός για τον μετασχηματισμό της σε νομική ή πολιτική αξία. Η ελευθερία αυτή αναδεικνύει μια ελευθερία προϋπόθεση για την όποια αξιακή ελευθερία. Μια αρχή που παράγει τελικά τα γεγονότα αλλά και τα συμβάντα της ιστορίας ανάμεσα στα οποία είναι και οι εκάστοτε προσδιορισμοί της ελευθερίας ως αξίας.
[4]Φαίνεται πως σύμφωνα με αυτή την συγκροτική αρχή οι άνθρωποι μπορούν να αποδεχτούν καταναγκασμούς μέχρις ενός οριακού σημείου πέραν του οποίου αισθάνονται κάθε τέλος πιο κοντά στη ζωή τους, στις εμπειρίες τους. Ένα τέλος που φαίνεται να τους δίνει λυτρωτική χαρά. Αν ο Θούριος του Ρήγα «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή» μας υπενθυμίζει πως η συγκρότηση κάθε επιχειρήματος για όποια απελευθερωτική κίνηση προϋποθέτει μια σχεδόν βιολογική, αναγκαστική αρχή της ελευθερίας, τότε δε μένει να πούμε πως κάθε απόπειρα θεσμικής συγκρότησης κοινωνιών του ελέγχου δεν μπορεί παρά να καταλήγει σε ένα τέλος που η χαρά του αναδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν είναι κρυπτοβίαιος αλλά πως είναι το ακριβώς αντίθετο.
Αναδεικνύει πως ο άνθρωπος, αυτή η βιολογικά και πολιτισμικά συγκροτημένη κίνηση, μπορεί ακόμη και στη φυσική ή κοινωνική βία να αποβλέπει ενδόμυχα στην απαλλαγή του από το πάθος του φόβου και της ελπίδας, δηλαδή από το πάθος της βίας.
Οι άνθρωποι μπορούν να αποβλέπουν σε κάτι που θα μας εκπλήσσει διαρκώς και εμάς αλλά και τη συγκροτητική διαφορά μας, δηλαδή την κάθε φορά αλλότητά μας,δηλαδή αυτούς (εμείς – αυτοί). Αποβλέπουν πέραν κάθε καταναγκασμού, επειδή αναγνωρίζουν ένα όριο στον καταναγκασμό και τον καταναγκασμό καθεαυτό ως όριο. Γιατί πέραν της βίας, πέραν κάθε βίας, βρίσκεται εκείνο που δεν σχετίζεται με τη βία και είναι η αρχή της ελευθερίας. Η βία είτε από τον κυρίαρχο είτε από τον κυριαρχούμενο δεν είναι παρά μια ρητορική άσκηση για τον ανταγωνισμό του προσδιορισμού της ελευθερίας ως αξίας. Είναι μια βία για την αποδοχή και την ένταξή μας στο κοινωνικό.
Οι μετεωρίτες όμως και το τέλος του κόσμου αναδεικνύουν πως κάθε επιχείρημα προϋποθέτει την βασική ανάγκη του ανθρώπου για να ζήσει και την ύψιστη προϋπόθεση της ζωής. Την απαλλαγή του από κάθε φόβο.
Ελεύθερος καθίσταται επομένως όποιος αντέχει να βλέπει την άβυσσο και κυρίως όποιος αντέχει να βλέπει τις αντιφάσεις του. Και όχι όποιος αντέχει να τις ακρωτηριάζει προς όφελος εκείνου ή του άλλου πολιτικού ψεύδους ή εκείνου ή του άλλου πολιτικού φαντασιακού.
Αυτός είναι ο άνθρωπος που συναντά τον πολίτη μέσω των φυσικών αλλά και των συμβολικών μετεωριτών. Ο πολίτης που θυμάται την ελευθερία του όπως το φυσικό περιβάλλον που τον οξυγονώνει. Μια τέτοια αναγνώριση της ελευθερίας ως αρχής μετασχηματίζει κάθε α-νόητη συζήτηση περί βίας ή κάθε συζήτηση περί νεύρωσης ή περί πολιτικής σύγκρουσης μια καθυστέρηση στην αποκάλυψη της γελοιότητας της κάθε εξουσίας.
Το διακύβευμα δεν είναι επομένως να αποκτήσουμε περισσότερα ή λιγότερα μέσα για τη ζωή.
Το διακύβευμα είναι να μην επιβάλλοντα τα όποια μέσα για τη ζωή ή αλλιώς να μην θεωρούνται ποτέ ως «φυσικά» και «αυτονόητα».
*Βαγγέλης Ιντζίδης, Δάσκαλος – Γλωσσολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Αιγαίου