της Εφης Μαρίνου
Ένας καθηγητής της Ρωσικής Ακαδημίας Θεάτρου στην Αθήνα
Ο Λεονίντ Εφίμοβιτς Χέιφιτς, κορυφαία φυσιογνωμία του ρωσικού θεάτρου, δάσκαλος και σκηνοθέτης, είδε στο «Βυρσοδεψείο» μια μαθήτριά του, την Ιώ Βουλγαράκη, να ανεβάζει έργο του Πούσκιν που και οι ίδιοι οι Ρώσοι φοβούνται να ακουμπήσουν.
Ο Λεονίντ Εφίμοβιτς Χέιφιτς είναι Ρώσος σκηνοθέτης, αλλά κυρίως ένας σπουδαίος δάσκαλος. Καθηγητής της Ρωσικής Ακαδημίας Θεάτρου, του περίφημου Gitis, «Εθνικός Καλλιτέχνης» της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σκηνοθέτης και αργότερα διευθυντής του Κεντρικού Θεάτρου Σοβιετικού Στρατού, έχει ανεβάσει πολλές παραστάσεις στα μεγαλύτερα θέατρα της Μόσχας (Θέατρο Τέχνης, Μαγιακόφσκι, Mossovet) αλλά και εκτός Ρωσίας.
Δίδαξε επί χρόνια στην Ανωτάτη Θεατρική Σχολή Σέπκιν και στο Θεατρικό Ινστιτούτο Σόκιν. Μέχρι σήμερα διευθύνει το δικό του έτος στη Ρωσική Ακαδημία Θεάτρου. Στην πολυετή καριέρα του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και βραβεία, με πιο πρόσφατο το διεθνές βραβείο «Στανισλάφσκι», για την προσφορά του στην ανάπτυξη της παιδαγωγικής στο θέατρο.
Προ ημερών βρέθηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει την παράσταση της μαθήτριάς του, Ιούς Βουλγαράκη, «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας» του Α. Πούσκιν στο «Βυρσοδεψείο».
– Είστε δάσκαλος σε μια σπουδαία σχολή. Η Ελλάδα παλεύει επί χρόνια, στα χαρτιά, να δημιουργήσει μια Ακαδημία Θεάτρου.
«Το μεγάλο κατόρθωμα του κομουνισμού στη Ρωσία ήταν η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Στο θέατρο δημιούργησε τέτοια παράδοση που δεν υπάρχει σε άλλη χώρα του κόσμου. Γύρω απ” αυτό το θέμα έχω συζητήσει αρκετά με εκπροσώπους χωρών που ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν Σχολή Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής, όπως η Γαλλία αλλά και η Τουρκία. Πράγματι, η πλειονότητα των χωρών δεν παρέχει εκπαίδευση για σκηνοθέτες – σημαντική προϋπόθεση γιατί εξασφαλίζει ένα μέσο επίπεδο θεάτρου. Κι όμως προκύπτουν συχνά υπέροχες παραστάσεις… χωρίς Γίντις, ευφυών καλλιτεχνών όπως οι Στρέλερ, Μνούσκιν, Μπρουκ. Το πτυχίο ως πιστοποιητικό γνώσεων δεν συνιστά διαβατήριο. Ο συνδυασμός γνώσης μέσω της εκπαίδευσης και η προσωπική διαθεσιμότητα σε κάνουν μάχιμο, δημιουργικό».
– Η Ρωσία, λοιπόν, στάθηκε τυχερή.
«Το παλιό καθεστώς έχτισε στέρεους θεσμούς στην Παιδεία. Ομως πώς να ξεχάσεις τους εξήντα πέντε εκατομμύρια ανθρώπους που πέθαναν στις διώξεις;»
– Πώς επηρεάστηκε η δουλειά και η ζωή σας την περίοδο του «σοσιαλισμού»;
«Αρκετά νεότερος, στην περεστρόικα, θεωρούσα ότι το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να κηρυχτεί εκτός νόμου, όπως το ναζιστικό στη Γερμανία. Στη Σοβιετική Ενωση έζησα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Ομως η πίκρα για τις αγριότητες ήταν μεγάλη. Υπόψη ότι εγώ και οι γονείς μου ήμασταν κομμουνιστές. Αλλά τα πράγματα στην πράξη ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι επιθυμούσαμε εμείς καθώς και οι λαοί που πίστεψαν ότι είχαμε σοσιαλισμό. Επί Στάλιν ήμουν φοιτητής. Μπροστά στα μάτια μου συνέλαβαν έναν ευφυή, αριστούχο συμμαθητή μου, πραγματικό μαρξιστή, στέλνοντάς τον έξι χρόνια στην εξορία. Βρήκαν επιστολή σε φίλο του όπου έγραφε ότι στη χώρα μας δεν έχουμε μαρξισμό. Επέστρεψε επί Χρουστσόφ, έχοντας χάσει από την απόλυτη εξαθλίωση όλα τα δόντια του και την ευκαιρία στη ζωή».
– Δεν γινόταν η κατάρρευση του παλιού να μη συμπαρασύρει σπουδαίες κατακτήσεις, όπως το σύστημα Υγείας ή Παιδείας;
«Αυτή η ερώτηση με πονάει βαθιά. Η απάντηση είναι δύσκολη, σύνθετη. Πάντα με απωθούσε η μετάβαση από το άσπρο στο μαύρο. Υπάρχει ένας ήρωας της επανάστασης που μαθαίνω για τη γενναιότητά του από τα παιδικά μου χρόνια: σε ταινίες, βιβλία, ποιητικά έργα. Μαθαίνω ότι ο εχθρός τον βασάνισε και εκείνος άντεξε ηρωικά. Κι έρχεται μια ωραία μέρα, που μου λένε: “Οχι, αυτός ήταν ο εχθρός και αυτός βασάνισε τους καλούς”… Δεν μπορώ έτσι. Φεύγω, παίρνω απόσταση. Αλλά συμβαίνει και κάτι άλλο που έγκειται στον χαρακτήρα του ρωσικού λαού: η βίαιη αποκοπή. Γκρεμίζουμε το παλιό μέχρι τα θεμέλια, μέχρι το τελευταίο τούβλο κι αρχίζουμε απ’ την αρχή. Δεν υπήρχε ομαλή μετάβαση. Κι αυτό είναι τρομερό».
– Το θέατρο συνδέεται με την πολιτική;
«Αν είσαι εκτός κοινωνίας, απαγορεύεται ακόμα και να αναπνεύσεις στη σκηνή. Το θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ό,τι συμβαίνει έξω απ’ αυτό. Με ρωτούσατε περί παιδαγωγικής. Η εκπαίδευση είναι πολύ δυσκολότερη τέχνη από τη σκηνοθεσία. Παράδειγμα: Ετοιμάζομαι για πρεμιέρα σκηνοθετώντας τον “Βασιλιά Λιρ”, στο σπουδαιότερο θέατρο της ΕΣΣΔ, το Μάλι. Και την ίδια στιγμή, στο Γίντις, έχω δυο μυξιάρικα, μαθητές του πρώτου έτους, όπου αδυνατώ να τους μεταδώσω το έλασσον. Τι είναι δυσκολότερο λοιπόν;»…
– Πώς σας φάνηκε η παράσταση της μαθήτριάς σας;
«Αγαπήσαμε την Ιώ ως μαθήτρια, οι Ελληνες γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη αγάπη. Θα σας πω κάτι και θέλω να το γράψετε. Στη Ρωσία το “Γλέντι στον καιρό της πανούκλας” θεωρείται από τις δυσκολότερες δραματουργίες του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Αν με ρωτούσε πριν το ανεβάσει, θα της έλεγα: “ποτέ στη ζωή σου”! Κι όμως, στην παράσταση γίναμε μάρτυρες μιας πολύ σοβαρής δουλειάς».
– Είναι θέμα γλώσσας;
«Δεν αφορά τα ελληνικά, αλλά οποιαδήποτε γλώσσα. Στους Ρώσους ο Πούσκιν βρίσκεται κάτω από το δέρμα… Γεννιόμαστε και το πρώτο που μαθαίνουμε είναι Πούσκιν. Υπάρχει και παροιμία: “Ο Πούσκιν είναι εμείς. Είναι η Ρωσία”. Στην ελληνική παράσταση, γνωρίζοντας καλά το κείμενο, προσπάθησα να μη χάσω ούτε δευτερόλεπτο, να πιάσω όσο γινόταν το νόημα στις ελληνικές λέξεις. Αλλά εσείς νιώσατε την ποίηση του Πούσκιν στα ελληνικά;»
– Νομίζω ότι, μοιραία, η γλώσσα επιχειρεί να τον κάνει «δικό» μας. Οπως αντίστοιχα μπορεί να συμβεί με τον Σοφοκλή στα ρωσικά. Περισσότερο από τη γλώσσα, η δυσκολία αφορά τη ρώσικη ψυχή που φέρει το έργο.
«Πολύ σωστά. Κι αυτό είναι το μόνιμο πρόβλημά μου με τον Πούσκιν σ’ όλες τις χώρες. Στη Γαλλία ρώτησα έναν φίλο αν υπάρχει καλή μετάφραση του “Ευγένιου Ονιέγκιν”. Μου απάντησε: “Υπάρχει μια εξαιρετική, αλλά μην τη διαβάσεις. Θα πεθάνεις…”. Γι’ αυτό ήρθα με φόβο στην παράσταση της Ιούς. Από το αεροπλάνο ακόμα, θυμόμουν τον στίχο που μιλάει για την ακραία ηδονή στη μάχη ή αυτόν που λέει “ο βίαιος είναι αδύναμος, όχι ο πράος” και ταράχτηκα… Πώς μπορεί να αποδοθεί το ιδιαίτερο πνεύμα κυρίως, και όχι η μετάφραση; Ακόμα και Ρώσοι μαθητές μου στο Γίντις παρουσιάζουν Πούσκιν και θέλω να ξεχάσω τι είδα… Ο Ρίμας Τούμινας ανεβάζει τώρα “Ονιέγκιν” στο Βαχτάνγκοφ και παρόλο που τον αγαπάμε, τρέμουμε…».
– Πώς σας φαίνεται που έχετε την ίδια υπηκοότητα με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ;
«Ο άνθρωπος είναι κλόουν»…
Via : www.efsyn.gr