Τα αποκαλυπτικά στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ απόδομούν το κυβερνητικό αφήγημα περί «βελτίωσης του εισοδήματος», αφού η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων μισθωτών είναι η χειρότερη σε όλη την ΕΕ
Το λες και σατανική σύμπτωση. Την ιδια ημέρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποιούσε την προαναγγελθείσα επίσκεψή του στο υπουργείο Ανάπτυξης – για να υποσχεθεί μαζί με το νέο υπουργό Τάκη Θεοδωρικάκο τη συνέχιση των «μέτρων κατά της ακρίβειας», βγήκε στη δημοσιότητα η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση.
Κι αν αυτά είναι μόνο κάποια από τα βασικά συμπεράσματα που ανατρέπουν την κυβερνητική προπαγάνδα περί «ενίσχυσης του εισοδήματος», στις 200 σελίδες της έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτίθενται πλευρές μιας πραγματικότητας που οι ερευνητές περιγράφουν ως «κρίση κόστους ζωής και αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Η ακρίβεια στα τρόφιμα καλπάζει
Ειδικά για το θέμα της ακρίβειας, την οποία η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι καταπολεμά με την εξάμηνη παράταση μέτρων όπως το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, τα ευρήματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά:
Ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 2022 η κύρια αιτία του πληθωρισμού ήταν η αύξηση της τιμής της ενέργειας, το 2023 η μεγαλύτερη συμβολή στον πληθωρισμό του Ενιαίου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προέρχεται από τα είδη διατροφής. Μάλιστα οι τιμές των τροφίμων συνέχισαν να αυξάνονται, μολονότι ο το κόστος της ενέργειας μειώθηκε κατά 12,4% το 2023.
Χαρακτηριστικά, τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα είχαν μέσο ετήσιο πληθωρισμό 11% (με υψηλότερο πληθωρισμό τον περσινό Ιούλιο, με 15%), ενώ τα επεξεργασμένα είχαν μέσο ετήσιο πληθωρισμό 9,3% (και υψηλότερο Δείκτη τιμών τον Ιανουάριο με 13,8%)
Παρά τη γενική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024, τα τρόφιμα αντιστέκονται σθεναρά: Τα φρέσκα – μη επεξεργασμένα είχαν πληθωρισμό άνω του 9,5% και τα επεξεργασμένα άνω το 4,5%
Πληθωρισμός της απληστίας Made in Greece
Η πιο ενδιαφέρουσα ωστόσο παρατήρηση, αφορά την προέλευση του πληθωριστικού κύματος, αποδομώντας επίσης το κυβερνητικό επιχείρημα ότι η ακρίβεια είναι ένα πρόβλημα που μας έρχεται κυρίως… απ’έξω: «Ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών στην Ελλάδα δεν είναι μόνο εισαγόμενος λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας, αλλά έχει και κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά, καθώς οι επιχειρήσεις επωφελούνται από ένα περιβάλλον συνεχών ανατιμήσεων και αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους τους», σημειώνει η έρευνα, παρουσιάζοντας επιστημονικές αποδείξεις.
Συγκεκριμένα, εξετάζοντας τη συμβολή των συνιστωσών κόστους στον σχηματισμό του γενικού επιπέδου τιμών παρατηρεί τα εξής: «Από το α΄ τρίμηνο του 2020 το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώνεται συστηματικά, παρουσιάζοντας σταθεροποίηση στο 88% της αρχικής του συμβολής από το α΄ τρίμηνο του 2023. Η συμβολή των μοναδιαίων εισαγωγών στο γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2020 μέχρι και το τελευταίο τρίμηνο του 2022, και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, ωστόσο εξακολουθεί να πιέζει τις τιμές. Η συμβολή του μοναδιαίου κέρδους, μετά την αποκλιμάκωση που σημειώνει το 2021, παρουσιάζει ανοδική τάση μετά το α΄ τρίμηνο του 2022». Με απλά λόγια, από τις τρεις βασικές συνιστώσες του κόστους στο σχηματισμό των τιμών, η εργασία γίνεται όλο και πιο «φθηνή», το κόστος εισαγωγών (ενέργεια, πρώτες ύλες) παραμένει υψηλό αλλά έχει αποκλιμακωθεί, ενώ το μοναδιαίο κέρδος των επιχειρήσεων αυξάνεται σταθερά.
Μάλιστα, παρουσιάζοντας στοιχεία για την προσαύξηση του κέρδους σε επιλεγμένες χώρες της ΕΕ των 27, η έρευνα υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα «βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό προσαύξησης κέρδους, ένδειξη της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης της οικονομίας και του περιορισμένου ανταγωνισμού».
Η κατανάλωση αυξάνεται… αλλά όχι από όσους «ζουν απ’ το μισθό τους»
Ένα φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο είναι ότι ενώ το εισόδημα από εργασία μειώνεται, η κατανάλωση αυξάνεται, και μάλιστα συνέβαλε πρωτίστως στη μεγέθυνση της οικονομίας το 2023. Η απάντηση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ βρίσκεται εν μέρει στο γεγονός ότι έχουμε μια μεγάλη αναδιανομή του εισοδήματος, εις βάρος της μισθωτής εργασίας.
‘Όπως σημειώνεται, στην αύξηση της κατανάλωσης συνέβαλαν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα από μη μισθωτή εργασία και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Η αύξηση των μισθών και η συμβολή τους στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πενιχρή.
Με άλλα λόγια, όπως παρατηρεί και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ στον πρόλογο της έρευνας, «η μεταβολή των ονομαστικών μισθών δεν καλύπτει τη διαφορά με τον πληθωρισμό και η μείωση των πραγματικών μισθών συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, αναδιανέμοντας το εισόδημα σε βάρος της εργασίας. Πολλά νοικοκυριά αναγκάζονται να μειώσουν την κατανάλωση βασικών αγαθών, ενώ ταυτόχρονα οι δαπάνες τους αυξάνονται. Δηλαδή ξοδεύουν περισσότερα και καταναλώνουν λιγότερα». Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία των πωλήσεων του λιανεμπορίου, που ενώ αυξάνεται η αξία πωλήσεων, μειώνεται ο όγκος.
Πηγή : https://www.in.gr