Η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η Β’ Πανελλαδική, το «πείραμα» του Συνασπισμού και η ρήξη, το σχίσμα μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι τεκτονικοί σεισμοί μετά την εκλογή Κασσελάκη
Φωτογραφίες: In Time, ΑΠΕ
Το 1968 έχει αποτυπωθεί ως ένα «έτος συμβάν». Παρισινός Μάης, δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έξαρση του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ, «Ανοιξη της Πράγας» και σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Ταυτόχρονα, τον Φεβρουάριο του 1968, σε ένα προάστιο της Βουδαπέστης, το παράνομο στην Ελλάδα ΚΚΕ διασπάται και κατόπιν συγκροτείται το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Η ιστορική αυτή τομή για την ελληνική Αριστερά έμελλε να αποτελέσει την αφετηρία μιας πυκνής ιστορικής διαδρομής. Νέες διασπάσεις, ρήξεις, αμφισβητήσεις, συγκλίσεις και ανακατατάξεις που μέσα από τη βαρύτητα και την ιστορική επίδρασή τους στα γεγονότα της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας οδηγούν αναπόφευκτα στο σήμερα.
Σε ένα νέο κεφάλαιο, ολότελα και ίσως παράδοξα διαφορετικό από τα γεγονότα του 1968, το οποίο έχει ως επίκεντρο και αφορμή την ιστορική καμπή του κομματικού «φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ», μετά τις εκλογικές συντριβές Μαΐου και Ιουνίου, την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και την «ουρανοκατέβατη» προσγείωση του Στέφανου Κασσελάκη στον δημόσιο βίο και δη στα δρώμενα της Αριστεράς.
«Μαχαιριά που αναμενόταν να συμβεί»
Πίσω στο 1968. Εν μέσω της χούντας των συνταγματαρχών, το ΚΚΕ και η ΕΔΑ έχουν περάσει στην παρανομία. Η έδρα του αναγνωρισμένου από τη Σοβιετική ηγεσία ΚΚΕ, με γενικό γραμματέα τον Κ. Κολιγιάννη, βρίσκεται στο Βουκουρέστι, όμως οι φυγόκεντρες τάσεις έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. Ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς, Λεωνίδας Κύρκος, εξηγούσε στους «Νέους Φακέλους» του ΣΚΑΪ πριν από μερικά χρόνια: «Το μεγάλο πρόβλημα: πού ήταν το κέντρο της καθοδήγησης, έξω ή μέσα;»
Τον Φεβρουάριο, με πρωτοβουλία του Κολιγιάννη, συνέρχεται στη Βουδαπέστη η 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Με απόφασή της καθαιρούνται τρία διαφωνούντα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, ενώ στελέχη της ηγεσίας που δρούσαν στο «εσωτερικό» (μεταξύ άλλων οι Μπάμπης Δρακόπουλος, Αντώνης Μπριλλάκης και Τάκης Μπενάς) συντάσσονται με τους διαφωνούντες.
Ο Τάκης Μπενάς, τότε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, περιέγραφε το 2009 στους «Νέους Φακέλους» τον απόηχο της απόφασης της περιβόητης 12ης Ολομέλειας: «Η είδηση ήχησε σαν μαχαιριά αλλά και σαν κάτι που τρόπον τινά αναμενόταν». Επικαλέστηκε, μάλιστα, τη φράση ενός από τα ηγετικά στελέχη του εσωτερικού, ο οποίος φέρεται να είχε πει: «Επιτέλους έσπασε το σπυρί».
Σύμφωνα με τον Αριστείδη Μπαλτά, πρώην υπουργό και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, «η μετέπειτα δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού βρήκε αναδρομικά ιδεολογική και πολιτική στήριξη» στην κριτική που ασκήθηκε από ένα νέο αριστερό ρεύμα –αυτό που ονομάστηκε «ευρωκομμουνισμός»– κατά της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία μετά την «Ανοιξη της Πράγας» («Η Αριστερά ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες», εκδ. Νήσος). Επρόκειτο, δηλαδή, για μια αντίληψη αμφισβήτησης του μαρξιστικού δογματισμού που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην περίφημη φράση του Νίκου Πουλαντζά: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει».
Η ξεχωριστή ιστορία της Β’ Πανελλαδικής
Μετά την πτώση της χούντας, στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης των αρχών της Μεταπολίτευσης, οι δυνάμεις της αριστερής νεολαίας βρήκαν τον πολιτικό χώρο να διευρύνουν την παρέμβαση, την επίδραση και την οργανωτική τους ισχύ. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της δυναμικής εκφράστηκε μέσω της αντιδικτατορικής ΕΚΟΝ – Ρήγας Φεραίος, κατόπιν νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Οπως αναφέρουν πηγές που έζησαν τα γεγονότα της εποχής από πρώτο χέρι, ενώ το ΚΚΕ Εσωτερικού υποχωρούσε εκλογικά στην εσωτερική «μάχη» της ελληνικής Αριστεράς, η Νεολαία του κέρδιζε αποδοχή τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και σε επίπεδο μαζικότητας. Ταυτόχρονα, στο εσωκομματικό πλαίσιο, ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας επέμενε σε μια γραμμή πολιτικών που τόνωναν τον «ριζοσπαστικό» χαρακτήρα του χώρου και απέρριπταν τα «κεντρώα ανοίγματα» της ηγεσίας σε πιο μετριοπαθή και «αστικά ακροατήρια».
Στις εκλογές του 1977, το ΚΚΕ εσωτερικού συμμετέχει στη «Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων» και εκλέγει δύο βουλευτές, τον Ηλία Ηλιού και τον Λεωνίδα Κύρκο. Το ΚΚΕ μοιάζει να έχει οριστικά επικρατήσει ως μεγαλύτερος εκφραστής των κομμουνιστικών ιδεών στην Ελλάδα, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου –υιοθετώντας συνθήματα της Αριστεράς– θεμελιώνει την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την «Αλλαγή» του 1981.
Μετά το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα του 1977, η Νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού, παρά την αντίθεση του κόμματος, συγκροτεί τη δική της οργανωτική συνδιάσκεψη, τη λεγόμενη Β’ Πανελλαδική, με την οποία διαφοροποιείται εξ αριστερών από την ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Η διάσπαση ολοκληρώνεται το 1978, με τις δυνάμεις της Β’ Πανελλαδικής να επηρεάζουν το μεγαλύτερο μέρος των οργανώσεων του «Ρήγα» στη χώρα και ταυτόχρονα να αποτελούν ένα βραχύβιο, αλλά ξεχωριστό, πολιτικό «παράδειγμα». Ενα παράδειγμα στο οποίο συνυπήρχαν φωνές προερχόμενες από το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, άνθρωποι με αναφορές στην άκρα Αριστερά, αλλά και συλλογικότητες που αναδείκνυαν ζητήματα, όπως το φεμινιστικό και το οικολογικό.
Το ΚΚΕ εσωτερικού διασπάται
Οι εκλογικοί θρίαμβοι του ΠΑΣΟΚ το 1981 και το 1985, αλλά και η σταθεροποίηση του ΚΚΕ ως τρίτου πόλου κάτω από τον κραταιό δικομματισμό, φέρνουν το ΚΚΕ Εσωτερικού σε εκλογική σμίκρυνση και σε έναν νέο κύκλο υπαρξιακών διεργασιών.
Ο Λεωνίδας Κύρκος εισηγείται ένα –κατά πολλούς– «άλμα προς τα εμπρός», προτείνοντας τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχήματος της Αριστεράς που θα αφήνει πίσω τη λέξη «κομμουνιστικό» και το σφυροδρέπανο. Κάπως έτσι, το 1986 συντελείται η διάσπαση και του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Ο Κύρκος ιδρύει την ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά), ενώ η λεγόμενη «ομάδα Μπανιά», μαζί με ένα κομμάτι της ΕΚΟΝ – Ρήγας Φεράιος, αλλά και την ομάδα του εμβληματικού περιοδικού «Πολίτης» του Αγγελου Ελεφάντη, αποχωρούν και συγκροτούν το ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα θα μετονομαζόταν σε ΑΚΟΑ και θα αποτελούσε στις αρχές του 21ου αιώνα μία από τις ιδρυτικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. «Τέτοια φτώχεια σε συλλογιστική (σ.σ. των διαφωνούντων με την εισήγησή του) δεν την περίμενα», δήλωνε ο Λεωνίδας Κύρκος –σύμφωνα με δική του αφήγηση– στο τέλος του 4ου Συνεδρίου του ΚΚΕ Εσωτερικού, το 1986, όταν και επισφραγίστηκε η νέα αυτή διάσπαση.
«Τελική εντύπωση από την ομιλία του κ. Κύρκου μένει ότι φιλοδοξία του νέου κόμματος είναι να καταστεί ο υποδοχέας των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. […] Σοσιαλισμός μέσα από τη Δημοκρατία συνιστά το μοντέλο της ανασυντάξεως της Αριστεράς που εξέθεσε χθες ο κ. Λ. Κύρκος», έγραφε για το ιδρυτικό Συνέδριο της ΕΑΡ η «Καθημερινή» στο φύλλο της 22ας Απριλίου του 1987.
Το «πείραμα» του Συνασπισμού και η οριστική ρήξη
Την ίδια περίοδο, σταδιακά, στελέχη της ΕΑΡ και του ΚΚΕ ξεκινούν παρασκηνιακές διαβουλεύσεις προκείμενου να φέρουν κοντά τις δύο μεγάλες προσωπικότητες της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο. Τον Δεκέμβριο του 1988, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, δίνεται στη δημοσιότητα το περίφημο «Κοινό Πόρισμα», το οποίο έμελλε να αποτελέσει την πλατφόρμα συγκρότησης του Συνασπισμού. Αποτέλεσε επίσης ένα κείμενο το οποίο, όπως αναφέρουν άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα, δεν «αγκαλιάστηκε» πότε από το πιο «ορθόδοξο» τμήμα του ΚΚΕ.
Παρ’ όλα αυτά οι Φλωράκης και Κύρκος, ύστερα από χρόνια ανταγωνισμού, συναντώνται πολιτικά. «Δικέφαλο θα είναι τελικά το ηγετικό σχήμα του Συνασπισμού της Αριστεράς, με πρόεδρο το Χ. Φλωράκη και γραμματέα το Λ. Κύρκο», έγραφε η «Κ» στις 7 Απριλίου του 1989.
Υπό αυτές τις συνθήκες και υπό το βάρος των σκανδάλων που καταλογίζονταν στο ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο, ο Συνασπισμός συμμετέχει το 1989 στην κυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και κατόπιν στην οικουμενική κυβέρνηση.
Μέχρι που τον Νοέμβριο του 1989, το Τείχος του Βερολίνου πέφτει, η πορεία για την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκινά και ο κόσμος για τα κομμουνιστικά κόμματα και ευρύτερα για την Αριστερά διεθνώς γυρίζει ανάποδα.
Τον Φεβρουάριο του 1991 λαμβάνει χώρα το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ο Χαρίλαος Φλωράκης αποφασίζει να μείνει «απλό μέλος του κόμματος, πιστός στρατιώτης του», όπως δήλωνε, ενώ η Αλέκα Παπαρήγα –εκπρόσωπος της πιο «δογματικής» τάσης– εκλέγεται από την Κεντρική Επιτροπή γενική γραμματέας του ΚΚΕ, με οριακή διαφορά (57-53) έναντι του Γιάννη Δραγασάκη, τότε εκπροσώπου της ανανεωτικής πτέρυγας και αρκετά χρόνια μετά αντιπροέδρου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
«Ο κ. Χαρίλαος Φλωράκης δήλωσε ότι είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, ενώ σε ερώτηση αν η εκλογή αυτή σημαίνει ρήξη με τον Συνασπισμό, διαφώνησε και είπε ότι, αντιθέτως, θα αποβεί στην πράξη υπέρ της ενίσχυσής του», έγραφε η «Κ» την επομένη του ιστορικού συνεδρίου, έναν μήνα πριν οι Φλωράκης και Κύρκος αποχωρήσουν από την ηγεσία του Συνασπισμού όπως είχαν συμφωνήσει, για να τους διαδεχθεί η Μαρία Δαμανάκη.
Τα λόγια του Φλωράκη επρόκειτο να διαψευσθούν λίγους μήνες αργότερα, όταν ένα μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος (μεταξύ αυτών οι «ανανεωτικοί» Δραγασάκης, Λαφαζάνης και Δαμανάκη) θα αποχωρούσαν από το ΚΚΕ. Τον Ιούνιο του 1991 η διάσπαση είναι οριστική και το ΚΚΕ αποχωρεί από τον Συνασπισμό.
Η Ανανεωτική Πτέρυγα του Κουβέλη αποχωρεί από τον ΣΥΡΙΖΑ
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα βρίσκει το ΚΚΕ στο σταθερό μονοπάτι της αυτόνομης και «καθαρής» πολιτικής του διαδρομής και τον Συνασπισμό σε ζυμώσεις, με σκοπό τη σύμπλευση δυνάμεων προερχόμενων από τη ριζοσπαστική Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα, έως και την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία.
Νέο πολιτικό όχημα, ο πολυτασικός ΣΥΡΙΖΑ
Στο 5ο Συνέδριο του Συνασπισμού –της μεγαλύτερης συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ- τον Φεβρουάριο του 2008, ο Αλέξης Τσίπρας εκλέγεται πρόεδρός του κόμματος, ενώ ο Αλέκος Αλαβάνος παραμένει πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ποσοστό 4,6%, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κατακτά την αυτοδυναμία. Λίγους μήνες μετά, στο 6ο Συνέδριο του Συνασπισμού, η «Ανανεωτική Πτέρυγα», με ηγέτη τον Φώτη Κουβέλη, προτείνει την απεμπλοκή του Συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στελέχη που έζησαν τα γεγονότα εκείνων των ημερών δεν ξεχνούν τη στιγμή που ο Φώτης Κουβέλης, από το βήμα του Συνεδρίου, έδινε το σήμα για την αποχώρηση των «ανανεωτικών» από τις διαδικασίες. «Ο αριστερισμός που αποπνέει ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί πλαίσιο πολιτικής ασφυξίας για τη σύγχρονη, ανανεωτική, δημοκρατική και ριζοσπαστική Αριστερά που φιλοδοξούμε να εκφράσουμε. Ζητήσαμε την απεμπλοκή του Συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ (…). Δεν σας πείσαμε, σεβόμαστε τις επιλογές σας και σας καλούμε να σεβαστείτε κι εσείς τις δικές μας», έλεγε τότε ο κ. Κουβέλης. Αμέσως μετά, μια ομάδα συνέδρων σηκωνόταν και αποχωρούσε από τον χώρο, υπό μια αμήχανη βαβούρα και μερικά αχνά συνθήματα, σε μια αξιομνημόνευτη πολιτική σκηνή.
Θα ακολουθούσε η συγκρότηση της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ), η συμμετοχή της στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και κατόπιν η αποχώρηση και η διάσπασή της.
Η τελευταία μεγάλη διάσπαση μέχρι την επόμενη(;)
Η επέλαση της οικονομικής κρίσης, η αποδυνάμωση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού, η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, οι πλατείες της «Αγανάκτησης», η καινοφανής για τα δεδομένα του χώρου πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για «κυβέρνηση της Αριστεράς» και η αμφιλεγόμενη σύμπλευση με το δεξιό, λαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, φέρνουν το 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση.
Ο πάλαι ποτέ συνασπισμός ετερόκλητων συνιστωσών είχε μεν «προλάβει» να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα, όμως στο εσωτερικό του η ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση της «Αριστερής Πλατφόρμας» –από την οποία προερχόταν και ο ίδιος ο Τσίπρας– επέμενε στην εκδοχή της «ρήξης» κατά το πρώτο εξάμηνο των «διαπραγματεύσεων» με τους δανειστές.
Η υπογραφή του 3ου μνημονίου επισπεύδει τις εξελίξεις. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, σε μια εκδήλωση της ιστοσελίδας iskra, διαμηνύει ότι «το ΟΧΙ δεν ηττήθηκε», προεξαγγέλλοντας τη νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, 25 βουλευτές αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ρήγμα είναι ακόμα μεγαλύτερο στα όργανα και στη βάση του κόμματος. Η πληγή της διάσπασης φαντάζει εκ πρώτης όψεως σημαντική, παρά το γεγονός ότι πηγή που βίωσε στιγμή στιγμή τις εξελίξεις της περιόδου υποστηρίζει σήμερα ότι «η ρήξη ήταν αναπόφευκτη, μια και για καιρό η ομάδα Λαφαζάνη λειτουργούσε σαν κόμμα μέσα στο κόμμα».
Τελικώς, η νεοσύστατη Λαϊκή Ενότητα αποτυγχάνει να εισέλθει στη Βουλή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, την ώρα που οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κερδίζουν εκ νέου τις εκλογές παρά την υπογραφή του μνημονίου. Αργότερα, ο ίδιος ο Π. Λαφαζάνης θα βρεθεί εκτός του κόμματος που ίδρυσε, με τη ΛΑΕ να κατεβαίνει σε κοινό σχήμα με το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη στις εκλογές του 2023, μην καταφέρνοντας να προσεγγίσει το 3%.
Αντί επιλόγου
Αρκεί, άραγε, μια δημοσιογραφική καταγραφή των εν εξελίξει γεγονότων για να αποτυπώσει σε βάθος τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στον ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους μήνες; Αν η διπλή εκλογική συντριβή Μαΐου και Ιουνίου και κατόπιν η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα εκλαμβάνεται από πολλούς δημοσιολογούντες εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ ως το «τέλος ενός ιστορικού κύκλου», η επόμενη μέρα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε να προσομοιάζει με «σουρεαλιστικό απότοκο αυτού του ιστορικού τέλους», όπως σχολιάζει πηγή που έχει ζήσει κρίσιμες καμπές της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση.
Η μάχη διαδοχής του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε με απόλυτο φαβορί, την Εφη Αχτσιόγλου, μετεξελίχθηκε σε ένα πρωτοφανές πολιτικό «γεγονός». Η υποψηφιότητα Κασσελάκη, η αναδιάταξη των εσωκομματικών συσχετισμών, η πρωτοφανούς τοξικότητας διαδικτυακή διαμάχη μελών και στελεχών, η σιωπή του Αλέξη Τσίπρα, ο πόλεμος των τρολ, οι αναφορές σε «υπονομευτές», σε «αριστερά βαρίδια» με στόχο την «Ομπρέλα» αλλά και την πλευρά Αχτσιόγλου, η εντυπωσιακή επικοινωνιακή στρατηγική της «αδιαμεσολάβητης επαφής» του Στέφανου Κασσελάκη με τη βάση του κόμματος μέσω των social media, αλλά και η πρωτόγνωρη μιντιακή κάλυψη της προσωπικής του ζωής, έφεραν στην ηγεσία ενός κόμματος που πρωταγωνίστησε την τελευταία δεκαετία έναν άνθρωπο που λίγες μέρες πριν ανακοινώσει την υποψηφιότητά του δεν είχε καν προλάβει να συμπληρώσει την… αίτηση μέλους.
Εκτοτε, στον ΣΥΡΙΖΑ συγκρούονται δύο «ψυχές», που μοιάζει αδύνατον να συνυπάρξουν. Η δρομολόγηση από την ηγεσία της διαγραφής των «4» (Φίλη, Σκουρλέτη, Βίτσα και Τζουμάκα), ο καθημερινός πόλεμος δηλώσεων μεταξύ «νεοπροεδρικών» και «διαφωνούντων», το ιδεολογικό, πολιτικό ακόμη και αισθητικό χάσμα των δύο πλευρών οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ σε τροχιά μιας μάλλον αναπόφευκτης νέας διάσπασης. «Λυπάμαι, θεωρώ πια εξαιρετικά δύσκολο να υπάρχει αυτή η αριστερή περηφάνια σε αυτό το κόμμα», κατέληγε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην ομιλία του στην εκδήλωση της εφημερίδας «Εποχή» τη Δευτέρα 6/11, με τον χρόνο, πλέον, να μετράει αντίστροφα για την επόμενη, ίσως οριστική, κίνηση ρήξης της «Ομπρέλας» με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή : https://www.kathimerini.gr