– Τι ομάδα είσαι;
– ΑΕΚ είπα, αβίαστα. Πάντα μου την έσπαγε να είμαι με τους πολλούς. Όλη η τάξη Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός. Ανήκω πλέον σε μια τιμημένη μειονότητα. Το κουδούνι χτυπά και κατεβαίνουμε στο προαύλιο. Οι μισοί από την μεριά του τοίχου και οι άλλοι τέρμα στον πλάτανο. Για μπάλα ένα καπάκι από πορτοκαλάδα. Με παρότρυνση του προπονητή, που μελετά συστήματα στα σχετικά κόμιξ, τρέχουμε όλοι, ακόμη και ο τερματοφύλακας, σε σχήμα πυραμίδας στο αντίπαλο τέρμα. Άμα βρίσκεις το καπάκι το κλοτσάς προς τα μπρος και πιθανολογείς γκολ. Συνήθως με βάση την δυναμικότητα της ομάδας γράφεις σκορ: 10 – 2 ή 5 – 0. Είναι μια ανακοίνωση που αρέσει και όσες σφαλιάρες και αν πέφτουν στο τέλος, κανείς δεν σε πείθει ότι έχασες. Όλοι κερδισμένοι και η μπάλα πατημένη κάπου στην πίσω αυλή ή πάνω στα κεραμίδια, στο σπιτάκι της καθαρίστριας. Φυσικά στο επόμενο διάλειμμα στηνόμαστε μπροστά από το κυλικείο και περιμένουμε τον τυχερό.
– Το θες το καπάκι; Ρωτάμε με ευγένεια. Αν δεν το δίνει του προτείνουμε θέση επιθετικού στην ομάδα και σε περίπτωση άρνησης κεφαλοκλείδωμα και αρπαγή. Είναι θέμα άθλησης και κανείς δεν μπορεί να μας την στερήσει. Ατελείωτοι αγώνες λοιπόν. Πολλοί από τους παίχτες έκαναν καριέρα στις κατοπινές τάξεις. Άλλοι έφυγαν μεταγραφή σε άλλα σχολεία, κάποιοι οι πιο ταλαντούχοι ταξίδεψαν στην Αμερική και άλλοι ασχολήθηκαν από μικροί με διοικητικές υποθέσεις όπως ΠΡΟΠΟ. Οι τελευταίοι πήγαν από μικροί στο γήπεδο. Εκεί επιμορφώθηκαν ουσιαστικά και μπήκαν στον κόσμο του αληθινού ποδοσφαίρου από νωρίς. Έμαθαν να βρίζουν, να κλωτσάνε τους άλλους, να πετάνε πράματα στον αγωνιστικό χώρο, να δείχνουν τα γεννητικά τους όργανα σε περίπτωση τσαμπουκά. Επιπλέον το ότι είχαν δει από κοντά τους ποδοσφαιρικούς άσσους τους καθιστούσε ειδήμονες. Ήταν γκολ ή πέναλτι, μόνο αυτοί μπορούσαν να αποφανθούν. Το έκαναν με την διάθεση των μεγάλων και γι’ αυτό όλοι επιθυμούσαμε να τους έχουμε συμπαίχτες. Εγγύηση. Άμα είχες στην ομάδα τέτοια αστέρια δεν έχανες με τίποτα. Αφού μια φορά, ενώ κατεβήκαμε στο γήπεδο, δεν χρειάστηκε να παίξουμε καν. Οι δύο αρχηγοί είχαν καταλήξει στο σκορ, από τις τουαλέτες και η όποια κούραση ήταν περιττή. Στο λάθος μου να εκτονωθώ φωνάζοντας γκολ μετά από ένα αριστοτεχνικό σουτ ευθεία στο αντίπαλο τέρμα, αποβλήθηκα από τον αγώνα. Μετά από ένα λεπτό και με εντολή του προπονητή άνοιξε η άμυνα, σαν την ερυθρά θάλασσα και οι αντίπαλοι φώναζαν γκολ προτού ο Μάκης σουτάρει. Μόνο εγώ τόλμησα να φωνάξω άουτ και έπεσαν οι δυνατοί να με φάνε. Ήμουν και στον πάγκο και δεν συνέχισα.
Μετά μπήκαμε στις τάξεις και εκεί ανάμεσα στην αριθμητική και την πλαστελίνη κατάλαβα ότι έτσι παίζεται το ποδόσφαιρο. Ο Μάκης με βοήθησε αρκετά. Μου έμαθε και την λέξη σικέ και από το επόμενο διάλειμμα αποφάσισα να μην ξανασχοληθώ με το άθλημα. Άλλωστε η εποχή του καπακιού είχε αρχίσει να φεύγει.
Στο σχολείο εμφανίστηκαν πλαστικές μπάλες με τα σύμβολα των ομάδων και γενικά το σπορ απαιτούσε σιγά – σιγά ειδικά παπούτσια, σορτσάκια, κάλτσες, πράμα δύσκολο για τα οικογενειακά μας εισοδήματα. Ασχολήθηκα λοιπόν με τον κλασσικό αθλητισμό. Έκανα άλμα στο σκάμμα και αργότερα επί κοντό με την βοήθεια πλαστικής ταινίας, ως πήχη, δεμένη σε δύο καλάμια. Παρέμεινα οπαδός της Ένωσης αν και ποτέ δεν πήγα στο γήπεδο.
Στο γυμνάσιο υπήρχε η μόδα του μπάσκετ και αργότερα ο ποδόγυρος. Εκεί δοξαστήκαμε όλοι. Άκουγες απίστευτα πράγματα σαν να παίζαμε σοβαρό ποδόσφαιρο και μάλιστα επαγγελματικό. Κάτι σκορ: πέντε φορές, δέκα φορές σε μια νύχτα.
Μετά στο λύκειο, ασχοληθήκαμε όλοι με την πολιτική. Ομάδες και εκεί. Όσο πιο αριστερά τόσο πιο αρεστός στις παρέες. Το παιχνίδι έμοιαζε στην αρχή με το καπάκι. Απαιτούσε ιδιαίτερη φαντασία και τόλμη. Ο στόχος ήταν να αλλάξουμε τον κόσμο και τύποι σαν και μένα ήταν καλοί επιθετικοί. Φυσικά πάλι επέλεξα να μην πάω με τους πολλούς. Το αποτέλεσμα, μπακότερμα σε μικρό κόμμα. Πώς να αποδόσεις; Πολύ γρήγορα βρέθηκα στον πάγκο και ο Μάκης με ενημέρωσε για τους κανόνες. Σικέ και εδώ και όπως αποδείχθηκε στημένο.
Αφού λοιπόν σταμάτησα τις πορείες, είπα να πάω στη Φιλαδέλφεια. Αξέχαστο. Όλο το πρώτο ημίχρονο ήμασταν μέσα σε αιθαλομίχλη από καπνογόνα και στο δεύτερο αγκαλιά με τον Μάκη κοιτούσαμε τον τοίχο της σκεπαστής φωνάζοντας: «Δικέφαλε…εμπρός αητέ».Στην αποχώρηση έγινε μάχη αληθινή με τους αντιπάλους και μετά φάγαμε κεμπάπ. Δεν ξαναπήγα.
Τα χρόνια πέρασαν και σπάνια παίζαμε πια. Και αυτό κατά μόνας. Μπροστά σε μια οθόνη, πίσω από τους τοίχους του γραφείου και συνήθως για λογαριασμό άλλων. Το σκορ λεγότανε παραγωγικότητα και όλοι χάναμε όσο περνούσε ο χρόνος.
Βρεθήκαμε ξανά με τον Μάκη στο ταμείο ανεργίας. Πήραμε τον μισθό και πήγαμε Σύνταγμα. Εκεί βρήκαμε πολλούς φίλους και ακούσαμε νέα. Παίξαμε και καπάκι. Πασούλες, να περάσει η ώρα. Το σκορ έμεινε χαμηλό και γυρίσαμε με τα πόδια στην γειτονιά.
– Τι ομάδα είναι ο γιος σου; με ρώτησε.
– Τεσσάρων χρονών; Του απάντησα. Άσε που για ποδόσφαιρο δεν γίνεται κουβένταστο σπίτι.
Ανέβηκα στον τέταρτο. Ξεκλείδωσα και άκουσα φωνές από το παιδικό δωμάτιο. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε η γυναίκα μου ξελιγωμένη στα γέλια. Είχε πάει να αγοράσει παγουράκι για την κόρη. Ήταν απαραίτητο στο νηπιαγωγείο. Ο μικρός για να μην ζηλέψει πήρε και αυτός. Όσο κι αν του έταζε ο μαγαζάτορας δεν υποχωρούσε, ήθελε κάτι συγκεκριμένο.
– Τι; Ρώτησα με έκπληξη.
– Της ΑΕΚ, απάντησε η γυναίκα μου.
Πήρα τον Μάκη τηλέφωνο. «Γεννιέσαι τελικά» του δήλωσα και άφησα τα λεφτά στο κομοδίνο. «ΑΕΚ, με χιόνια και βροχές…» τραγούδησα και ευτυχισμένος πήγα να δω τον Κυριάκο, φανατικό Ολυμπιακό και κυβερνητικό, μπας και άκουσε τίποτα για καμιά δουλειά
*Ο Δημήτρης Μαγριπλής είναι συγγραφέας: