«Ο φασισμός είναι ένας μεταλλασσόμενος ιός. Δεν πέθανε ποτέ. Δεν τον σκοτώσαμε ποτέ. Και τώρα επέστρεψε, μεταλλαγμένος» (Αντρέα Καμιλέρι).
Λευτέρης Στουκογεώργος*
Οι ελληνικές εκλογές ήταν και είναι στο επίκεντρο της προοδευτικής Ευρώπης, δεδομένου του ειδικού βάρους του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και του ρόλου του ως «γέφυρα» των προοδευτικών οικογενειών, της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Πράσινων. Αλλά και για ένα ακόμα πολύ σοβαρό λόγο: την ανάσχεση του «μαύρου-μπλε» κύματος, αυτή την σύνθεση δεξιάς-ακροδεξιάς που στοχεύει στην κυριαρχία του μίγματος νεοφιλελευθερισμού και «μαύρης αντίδρασης» στην Ευρώπη με στόχο την αυταρχική δημοκρατία.
Στις ευρωεκλογές του 2024 είναι φανερό ότι η ακροδεξιά θα διεκδικήσει τη δεύτερη θέση, πίσω από τη δεξιά.
Διάφοροι ακροδεξιοί και μεταφασιστικοί σχηματισμοί φιλοδοξούν να κυβερνήσουν, αξιοποιώντας τους φόβους και τις αντιφάσεις ενός εκλογικού σώματος που βιώνει την 15ετή ευρωπαϊκή κρίση. Τον αρχικό ευρωπαϊκό ακροδεξιό πυρήνα αποτελούσαν τα κόμματα Rassemblement National της Λεπέν, Fratellid’ Italia της Μελόνι και Lega του Σαλβίνι, Alternativefür Deutschland (AfD) στη Γερμανία, Fideszτου Όρμπαν, FPÖ στην Αυστρία (πρώτο στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις) και PiS στην Πολωνία (σε πλήρη συμμαχία με την συντηρητική πολωνική καθολική εκκλησία).
Ήταν όμως η κυβέρνηση ακροδεξιάς-δεξιάς (Μελόνι-Σαλβίνι-Μπερλουσκόνι) στην Ιταλία που σηματοδότησε τις επικίνδυνες αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρώπη.
Η Σκανδιναβία ακολούθησε το 2023, με τις «μπλε- μαύρες» συμμαχίες που δημιουργήθηκαν. Η δεξιά κυβέρνηση της Σουηδίας του Κρίστερσον είναι όμηρος της ακροδεξιάς των Σουηδών Δημοκρατών(Sd), ενός ευρωσκεπτικιστικού, ακροδεξιού κόμματος που εκτοξεύτηκε στη δεύτερη θέση (21%) στις τελευταίες εκλογές. Οι Sd επέλεξαν να δώσουν εξωτερική στήριξη στην δεξιά κυβέρνηση αλλά κατέχουν το 40% της κυβερνητικής πλειοψηφίας με τους 73 βουλευτές του. Συνεπώς είναι ουσιαστική η επιρροή τους στην δεξιά κυβέρνηση- Μετριοπαθών, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων- που ήδη κινείται δεξιότερα. Ακόμα χειρότερα στη διπλανή Φινλανδία, το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών του Πούρρα ήρθε οριακά δεύτερο με ιστορικό ρεκόρ (20,1%), αλλά συμμετέχει και στο δεξιό κυβερνητικό σχήμα του Όρπο μαζί με Χριστιανοδημοκράτες και το Κόμμα της σουηδικής μειονότητας. Μια κυβέρνηση που ξεκινά τη θητεία της με στόχο 6 δις περικοπές στο κοινωνικό κράτος. Τα τελευταία χρόνια η ακροδεξιά έχει ριζοσπαστικοποιήσει το ξενοφοβικό μήνυμά της, όπως κατά του υγειονομικού προσωπικού μη φινλανδικής καταγωγής γιατί «κάνει τους ασθενείς ανασφαλείς».
H Ιταλία της Μελόνι και του Σαλβίνι είναι το πρωτοποριακό εργαστήρι της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Το «αδελφό» κόμμα της Μελόνι, το Βοξ του Αμπασκάλ στην Ισπανία, ήδη τρίτη δύναμη, είναι έτοιμο να συγκυβερνήσει με την δεξιά του Λαϊκού Κόμματος, στην περίπτωση που ηττηθεί η προοδευτική κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Αριστεράς στις επερχόμενες εκλογές. Ο Σαλβίνι έχει στρατηγικές σχέσεις με το RassemblementNational.Η Λεπέν, που στις προεδρικές εμφανίστηκε ως ήρεμη δύναμη σε σχέση με τον επίσης ακροδεξιό Ζεμούρ, φαίνεται ότι εισπράττει το μεγαλύτερο κομμάτι της δυσαρέσκειας από τις κινητοποιήσεις στη Γαλλία. Η θητεία Μακρόν θα τελειώσει το ‘27 και είναι φανερή η αμηχανία της γαλλικής ελίτ να βρει τον αντικαταστάτη του. Προς το παρών ο μόνος αντίπαλος της Λεπέν είναι η αριστερά της NUPES.Μελόνι και Σαλβίνι έχουν επίσης στενές σχέσεις με το ακροδεξιό Chega (εθνικισμός και ξενοφοβία) στην Πορτογαλία που στις εκλογές του ’19 ήταν στο 1,3%, στις προεδρικές ο υποψήφιος του Βεντούρα πήρε 11%, ενώ δημοσκοπικά πλέον βρίσκεται στην τρίτη θέση με 13%.
Πώς όμως φτάσαμε σε αυτή την άνοδο της ακροδεξιάς;
Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται κυρίως στη μακροχρόνια λιτότητα και στις καταστροφικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που διέλυσαν τον κοινωνικό ιστό, αυξάνοντας την φτωχοποίηση ως τα μεσοστρώματα. Η αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, η ξενοφοβία, η αδυναμία ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ροών, η αίσθηση των ανατολικοευρωπαίων ότι είναι ευρωπαίοι β’ διαλογής, ο ισχυρός εθνικισμός, η φαντασιακή αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η αρχιτεκτονική απόκλισης αντί για σύγκλισης στην ΕΕ, εντός της μεγαλύτερης ιστορικά κρίσης, είναι οι βασικοί παράγοντες αύξησης της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Ο πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος και η πολιτική του εκμετάλλευση ανατροφοδότησε στο μέγιστο την ανασφάλεια του κόσμου και ο φόβος είναι το «ψωμί» της ακροδεξιάς. Η επιτυχία της έγκειται περισσότερο στην αποτελεσματική χρήση των μέσων ενημέρωσης και των τεχνικών επικοινωνίας, παρά στο μήνυμα, που είναι άδειο. Ξέρει πώς να δημιουργεί και να εκμεταλλεύεται τον φόβο, παρουσιάζοντας την ακροδεξιά ως προπύργιο ενάντια στους εχθρούς που απειλούν τους «απλούς ανθρώπους», όπως η παγκοσμιοποίηση, το Ισλάμ, η μετανάστευση, η τρομοκρατία.
Η ευθυγράμμιση της σοσιαλδημοκρατίας με τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση (ΤΙΝΑ),η επιφανειακή πολιτική των Πράσινων, το στρατηγικό έλλειμμα της Αριστεράς και η υποχώρηση των κινημάτων έδωσαν χώρο στην ακροδεξιά να αποκτήσει ένα είδος μονοπωλίου κριτικής στο «σύστημα», χωρίς καν να χρειάζεται να φανεί ανατρεπτική, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί κυρίαρχο ρόλο στο ίδιο «σύστημα». Όμως την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει η δεξιά που, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την ακροδεξιά, αλλά συμμαχεί και συγκυβερνά μαζί της.
Αυτά σε μια χώρα που πριν την κρίση ήταν στη 30η θέση παγκοσμίως στην Ελευθερία του Τύπου, τώρα είναι στην χειρότερη ευρωπαϊκή και στην 107η θέση παγκοσμίως και, αν δεν αλλάξει κάτι στις εκλογές, τα χειρότερα επακολουθούν.
(1). Δείτε ΕΔΩ
*(Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος)
Πηγή : https://www.ieidiseis.gr