Oι δηλώσεις έγιναν ξανά viral τον περασμένο Φεβρουάριο. Πριν την καταδίκη του Νίκου Παππά από το Ειδικό Δικαστήριο, πριν το μπες βγες του Πολάκη από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, πριν το δάνειο του Παπαθανάση, πριν προκηρυχθούν οι εκλογές κι αρχίσει ο προεκλογικός αγώνας της «βίλας του απέναντι», και πριν, φυσικά, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών που επισκίασε όλα τα προηγούμενα (πιθανώς και τα επόμενα). Ο μέγας μαέστρος του shit-stirring, Άδωνις Γεωργιάδης, ξέθαψε ένα κείμενο του Νίκου Πορτοκάλογλου από το 2017 (σκέψεις πάνω σε βιβλίο του Στάθη Καλύβα που είχαν αναπαραχθεί ως πολύτιμη παρακαταθήκη από όλο το τόξο του «δεν περάσαμε διαφωτισμό»), πόσταρε ένα απόσπασμα στο Twitter, η αντίπερα όχθη τσίμπησε (…πού να δεις τι Νεφέλη Μεγκ σου χω για μετά…), για 2-3 μέρες τα σόσιαλ έτρεφαν την αντιπαράθεσή τους με σχετικά μπαγιάτικο ψωμί.
Να τα συζητήσουμε όλα αυτά, φυσικά και περιέχουν αλήθεια. Να τα βάλουμε σε ένα σωστό και ειλικρινές context, όμως, όχι σε εκείνο που ικανοποιεί τον ακροκεντρώο ναρκισσισμό των δήθεν «σκληρών αντιδημοφιλών απόψεων». Να τα εξετάσουμε, όχι όμως ως πρώτη ύλη στο νιοστό διχαστικό παραλήρημα του Άδωνι. Γιατί και πάνω από τις δυνατότητές μας ζήσαμε, κι ευημερία περάσαμε παρά το ανύπαρκτο παραγωγικό μοντέλο, και την υπερβολή που έχουμε στο μεδούλι μας την ικανοποιήσαμε σε κοινή ευρωπαϊκή θέα
Ναι σε όλα. Αλλά το πληρώσαμε.
Η ιστορία της περιόδου της κρίσης δεν είναι ότι «οι αγανακτισμένοι έγιναν διορισμένοι», όπως λέει ένας άλλος αφορισμός του Πορτοκάλογλου που ανασύρεται πότε πότε. Είναι ότι μειώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια το ΑΕΠ κατά 25%, η ανεργία πλήσίασε το 30% (στους νέους ακόμα μεγαλύτερο το ποσοστό), έκλεισαν 250.000 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Συνέβη μια φτωχοποίηση άνευ προηγουμένου στη μεταπολεμική Ευρώπη, με την εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που ακόμα κι αυτοί που τα επέβαλλαν εκ των υστέρων τα χαρακτήρισαν λανθασμένα κι ανεφάρμοστα. Στην πραγματικότητα ήταν απλά απάνθρωπα και μετέτρεψαν την Ελλάδα σε πειραματόζωο, δεν έφεραν ποτέ (λόγω και της απροθυμίας των ελληνικών πολιτικών κομμάτων) τις περίφημες μεταρρυθμίσεις, ευνόησαν (όπως παντού, μόνο που εδώ λίγο παραπάνω) την ακροδεξιά κι εκκόλαψαν τον φασισμό, ανέτρεψαν πλήρως το πολιτικό σκηνικό. Δημιούργησαν έναν νέο δικομματισμό που εναλλάσσεται σε ένα περιβάλλον στάσιμης παρακμής, με υποδομές ξεχαρβαλωμένες λόγω και των περικοπών όπως είδαμε στον σιδηρόδρομο.
Αυτή θα μπορούσε να είναι η επίσημη ιστορία της ελληνικής κρίσης. Να λέγαμε, «τέλος πάντων, αφού φτάσαμε ως εδώ, πάμε παρακάτω». Θα μπορούσε, αλλά δεν είναι. Γιατί επιβιώνει αυτή η μανία, η επίσημη ιστορία της ελληνικής κρίσης να είναι μια ιστορία «ατομικής ευθύνης»…
… Που παίρνει διαφορετικές, κάθε φορά, εκφράσεις: Από το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου μέχρι τον Καμμένο ως αυτοφωράκια του Τσίπρα να κατηγορεί τους κατοίκους στο Μάτι για την αυθαίρετη δόμηση. Κι από το 112 που η τωρινή κυβέρνηση στέλνει σε βροχές, χιόνια, πυρκαγιές κι ανέμους κάθε για να νίψει μετά τας χείρας της, μέχρι την πανδημία που έγινε «υπόθεση ανεμβολίαστων», «τι έξω τι μέσα στη ΜΕΘ» με δραματικά νούμερα τελικά σε απώλειες. Τώρα τελευταία, μάλιστα, η «ατομική ευθύνη» μοιάζει να είναι πανάκεια, θεραπεία γιά κάθε κρίση. Πολλές «ατομικές ευθύνες» γίνονται μία, «συλλογική ευθύνη, η συνεχής επίκλησή της γίνεται σιγά σιγά «κουλτούρα».
Είναι ο Πρωθυπουργός που μιλάει από την πρώτη στιγμή για «ανθρώπινο λάθος» στα Τέμπη, δίνοντας το έναυσμα για την επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης (Καθόλου καλά δεν πήγε αυτό.). Είναι δηλώσεις, σαν κι αυτές του σκηνοθέτη Σωτήρη Τσαφούλια, ότι οι νεκροί στα Τέμπη πλήρωσαν «τις παθογένειες αυτού του κράτους και όλων μας», και το δυστύχημα «είναι μια στιγμή που για μένα χρειάζεται να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας» – θα ήταν ίσως ασήμαντες αν δε γίνονταν viral στον πολλαπλασιαστή των σόσιαλ και μετατόπιζαν την κουβέντα προς τα εκεί..
Είναι ότι η «ατομική ευθύνη», χώρεσε ακόμα και στην υπόθεση των σινεμά της Αθήνας που κλείνουν: το Ιντεάλ (ένας κινηματογράφος 102 ετών), το Άστορ (μια από τις πιο υγιείς και δραστήριες αίθουσες της πόλης) αλλά και η Ίριδα (με το ανεκτίμητο έργο δεκαετιών στην κινηματογραφική διαπαιδαγώγηση των φοιτητών) κλείνουν, λέει, «γιατί εμείς δεν πηγαίνουμε πια σινεμά και καθόμαστε σπίτι να βλέπουμε τρέιλερ στο Netfllix» ή γιατί «δε νοιαζόμαστε για την πόλη μας κι έτσι τη χαρίζουμε στα τουριστικά συμφέροντα» ή «για το Αττικόν και τον Απόλλωνα, γιατί δε λέτε τίποτα;».
Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ δυσκολεύομαι να νιώσω προσωπικά υπεύθυνος που εν έτει 2023, δύο τρένα κινούνται στην ίδια τροχιά επί 12 λεπτά και δεν υπάρχουν οι δικλείδες, πέραν ενός σταθμάρχη, αυτό να διαπιστωθει και αποφευχθεί το κακό. (Κι αν μου το λέει κάποιος πολιτικός, τότε η ευθύνη μου είναι ότι τον ψήφισα.) Ούτε, μπορώ να αισθανθώ υπεύθυνος που δεν υπάρχει η στοιχειώδης πολιτική πρόβλεψη στο πλαίσιο της υπερτουριστικοποίησης της Αθήνας (που, όπως παντού, είναι αναπόφευκτη, μην κλαίμε πάνω από αυτο το χυμένο γάλα), να διατηρηθεί η χρήση 2-3 κτιρίων. Κι όταν φτάσουμε στο παρά πέντε, δεν είμαι υπεύθυνος εγώ κι ούτε εσείς, υποψιάζομαι, που δεν υπάρχει το πολιτικό ανάστημα να μπει μια υπογραφή για να λήξει η ιστορία.
Σε τελική ανάλυση, πάει πολύ, να υπενθυμίζεται διαρκώς το πόσο «φταίμε όλοι για όλα», ενώ καθιερώνεται το «ακαταδίωκτο» οπουδηποτε κάνει τζιζ. Στα τραπεζικά στελέχη, στα μέλη των επιτροπών διαχείρισης της πανδημίας, στα μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα Τέμπη…
Πηγή : https://www.news247.gr