του Βασίλη Παπαστεργίου *
Φαίνεται ότι απέχουμε λιγότερους από δύο μήνες, ίσως μόλις 43 μέρες, από τις εκλογές.
Δεν ξέρουμε ακόμα επισήμως την ημερομηνία των εκλογών, πράγμα που σίγουρα δεν δείχνει ακριβώς θεσμική συνέπεια από την πλευρά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Αλλά αυτό ίσως να είναι η μικρότερη από τις θεσμικές παρασπονδίες τους.
Επί της ουσίας, η εικόνα μοιάζει παράδοξη. Παρά τις πολύ κακές επιδόσεις της παρούσας κυβέρνησης σχεδόν σε όλα τα επίπεδα και ιδίως στα ζητήματα της δημοκρατίας, ωστόσο δημοσκοπικά φαίνεται να αντέχει.
Το δε συνολικό κλίμα δεν φαίνεται να παραπέμπει σε κάποια μεγάλη ανατροπή.
Τα ερωτήματα τα οποία τίθενται επομένως είναι
Α. Είναι αξιόπιστες οι δημοσκοπήσεις;
Β. Αν ναι, γιατί αντέχει ο Μητσοτάκης;
Γ. Γιατί παρά τα πρωτοφανή θεσμικά και άλλα ατοπήματά του, δεν αμφισβητήθηκε από τον χώρο του και δεν υποχρεώθηκε σε απόσυρση για να δώσει την θέση του σε κάποιον/α που δεν θα φέρει το βάρος της εκτροπής που συντελέστηκε;
Δ. Και το κυριότερο: υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορεί να υπάρξει εκλογική ανατροπή της κατάστασης;
Ας τα πάρω ένα-ένα.
Α. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στην ΝΔ ένα προβάδισμα περί τις 6-7 μονάδες. Είναι αρκετά μακριά από τις θηριώδεις διαφορές του 2020, αλλά είναι σημαντικό.
Πρόσφατα με αφορμή τις εκλογές σε δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χώρες, την Βραζιλία και την Κύπρο, υπήρξε μεγάλη συζήτηση για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων. Και στις δύο περιπτώσεις – την μία σε μια χώρα με 155 εκατομμύρια εκλογείς και την άλλη σε μια χώρα με 560.000 – οι δημοσκοπήσεις είχαν μεν μεγάλη απόκλιση από το αποτέλεσμα, αλλά ωστόσο προέβλεψαν τον τελικό νικητή. Επιτυχία ή αποτυχία λοιπόν;
Γενικότερα, οι δημοσκοπήσεις παγκοσμίως – και στην χώρα μας – τα τελευταία χρόνια αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν και υποτιμούν την αντισυστημική ψήφο.
Πέρα από τις περιπτώσεις του σκόπιμου λάθους, που δυστυχώς στην χώρα μας σε κάποιες περιπτώσεις δεν πρέπει να αποκλειστεί, φαίνεται ότι παρά την στάθμιση του δείγματος της έρευνας, κάποια ρεύματα (κυρίως η νεολαία και τα πιο πληβειακά στρώματα) συστηματικά περνούν κάτω από τα ραντάρ των ερευνών.
Με αυτά τα δεδομένα, αλλά και από την προσωπική μου αίσθηση, πιστεύω ότι η διαφορά στην Ελλάδα σήμερα είναι μικρότερη, αλλά ότι η ΝΔ είναι πράγματι μπροστά.
Υπάρχει ωστόσο ένας κρίσιμος πληθυσμός, που δεν είναι το προνομιακό ακροατήριο της ΝΔ και δεν έχει καθορίσει την στάση του στην κάλπη ταλαντευόμενο πρωτίστως μεταξύ συμμετοχής και αποχής.
Αυτή είναι μια εκτίμηση που με κάνει εν μέρει απαισιόδοξο (γιατί το προβάδισμα της ΝΔ μου φαίνεται μια αφόρητη κατάσταση), αλλά και εν μέρει αισιόδοξο (γιατί πιστεύω ότι υπό όρους μπορεί να ανατραπεί).
Β. Ο Μητσοτάκης αντέχει (παρ’όλο που έχει απώλειες) για μια σειρά από λόγους.
Προφανώς κάθε μονοσήμαντη ερμηνεία θα ήταν μερική και ελλιπής.
Σχηματοποιώντας, θα έλεγα ότι ο Μητσοτάκης ενισχύεται από πέντε διακριτά ρεύματα ψηφοφόρων.
Το πρώτο είναι το ισχυρότερο. Είναι το πολιτικό ρεύμα του παραδοσιακού Ελληνικού συντηρητισμού.
Πρόκειται για την κατηγορία των συμπολιτών μας που έλκονται από τον νόμο και την τάξη, τον πολιτικό αυταρχισμό και τις παραδοσιακές αξίες. Μιλάω για την «βαθιά Ελλάδα», τον κόσμο της εκκλησίας, την πλειοψηφία των ενστόλων και τις οικογένειές τους, τους ανθρώπους άνω των 65 ιδίως στην ύπαιθρο.
Για ένα κόσμο με κλειστούς ορίζοντες, πλειοψηφικά ξενοφοβικό, εχθρικό απέναντι στις μειονότητες, τις ετερότητες και τις διεκδικήσεις τους, εχθρικό ακόμα και απέναντι στα ρεύματα εκσυγχρονισμού του 20ου αιώνα, όπως ο φεμινισμός..
Ο Μάρκο Ρεβέλι στην πρόσφατη συνέντευξή του που αναδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών της 19-2-2023 παρατήρησε ότι η «η Δεξιά, καλώς ή κακώς, περιστρέφεται, εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα, γύρω από το τρίπτυχο «Θεός, Πατρίδα και Οικογένεια». Που, αν το σκεφτείς, λειτουργεί αποτελεσματικά από τον Μουσολίνι ως τη Μελόνι.»
Δεν είναι μακριά και από την εγχώρια πραγματικότητα αυτή η διαπίστωση.
Το δεύτερο ρεύμα είναι αυτό που ο Χρήστος Λάσκος έχει ευφυώς αποκαλέσει «ο λαός της ιδιοκτησίας» (Εφημερίδα των Συντακτών 15/12/2022)
Η ανατομία της ψήφου στην Αττική, τα συντριπτικά ποσοστά της ΝΔ στα εύπορα προάστια, τα 70-80% στην Κηφισιά, το Ψυχικό και την Γλυφάδα, αλλά και τα υψηλά ποσοστά στα άλλα μεσοαστικά προάστια, δείχνουν ότι υπάρχει ένα σημαντικό μερίδα συμπολιτών μας που έχουν σημαντικούς λόγους να ψηφίζουν Δεξιά.
Ένα μικρό παράδειγμα εδώ: η κατάργηση του φόρου κληρονομίας για περιουσίες ύψους 800.000 ευρώ απάλλαξε αυτά τα στρώματα από την ελάχιστη κοινωνική υποχρέωση κοινωνικής συνεισφοράς για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν άκοπα. Αυτή την βοήθεια από την σημερινή κυβέρνηση αυτός ο κόσμος – που δεν είναι τόσο λίγος – θα την θυμάται και θα την τιμήσει εκλογικά.
Και μια παρένθετη σκέψη: τον 19ο αιώνα η Αριστερά προβληματιζόταν και τσακωνόταν για την εν γένει νομιμότητα του θεσμού της κληρονομίας.
Στην συζήτηση έμπαινε – και είχε πολλούς οπαδούς – η πιθανότητα πλήρους απαγόρευσης της κληρονομίας.
Σίγουρα ακραία σκέψη, αλλά ενδεικτική ενός προβληματισμού για το δίκαιο ή το άδικο της κληρονομικής μεταβίβασης της περιουσίας.
Σήμερα η απαλλαγή της κληρονομίας πρακτικά από κάθε φορολογία γίνεται αποδεκτή ως μια περίπου φυσιολογική ιδέα ακόμα και από την Αριστερά.
Το τρίτο ρεύμα, συναφές με το δεύτερο, είναι πολίτες της μεσαίας τάξης που με την μείωση της φορολογίας στο εισόδημα και τις ασφαλιστικές εισφορές για το ύψος των δικών τους εισοδημάτων, είδαν μια βελτίωση – και όχι πάντως επιδείνωση – της οικονομικής τους θέσης κατά την τετραετία Μητσοτάκη.
Η κατηγορία αυτή είναι μικρή, αλλά υπαρκτή και ίσως κρίσιμη.
Το τέταρτο ρεύμα είναι οι τρόφιμοι του πελατειακού κράτους της τελευταίας τετραετίας.
Ευνοημένοι από συμβάσεις, φίλοι και παρατρεχάμενοι τοπικών πολιτευτών, ένας γαλάζιος μικρόκοσμος που ατομικά κέρδισε σε μια συγκυρία που ο έλεγχος στην διαχείριση του δημόσιου χρήματος έγινε (πολύ πιο) χαλαρός, που όλοι οι κανόνες διαφάνειας, χρηστής διαχείρισης και λογοδοσίας παραβιάστηκαν.
Τέλος, το πέμπτο ρεύμα είναι αυτό των δικαιούχων των κάθε είδους επιδομάτων που δόθηκαν την τελευταία τετραετία.
Μοιάζει να είναι ιστορικό παράδοξο ότι μια κυβέρνηση που αυτοσυστήθηκε σαν φιλελεύθερη διακηρύσσοντας την απέχθειά της προς την επιδοματική πολιτική, πολιτεύτηκε επί 4 χρόνια διαχειριζόμενη αυτό κυρίως το οποίο διακηρυκτικά απεχθανόταν: τα επιδόματα.
Επιστρεπτέες προκαταβολές, διάφορα pass, επιδόματα παιδιών, επιδότηση της θέρμανσης και του ηλεκτρικού ρεύματος.
Θετικά μέτρα, αν και μη συνεπή προς την ιδεολογία του Μητσοτάκη και των περί αυτόν.
Παρά την κραυγαλέα ανακολουθία, οι ωφέλειες μιας τέτοιας τακτικές είναι προφανείς, καθώς μάλιστα οι ωφελούμενοι είναι αρκετοί. Μαγαζάτορες, μικροί επιχειρηματίες, αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι και μεσαίοι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Ο κόσμος αυτός ένιωσε ότι τα 4 τελευταία χρόνια ότι δεν θα πρέπει να φοβάται τόσο μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που σε μια συνθήκη κρίσης άπλωσε ένα δίχτυ ασφαλείας.
Σε όλα τα παραπάνω, θα ήταν λάθος να μην προσθέσουμε ένα βασικό λόγο της δημοσκοπικής αντοχής της ΝΔ. Την αντοχή των αρνητικών συναισθημάτων ιδίως απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν θα επεκταθώ σε αυτό το ζήτημα. Θα πω μόνο επιγραμματικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συζήτησε πολύ πλημμελώς – επί της ουσίας δεν συζήτησε δηλαδή – την εμπειρία της διακυβέρνησής του και την αιτία της εκλογικής του ήττας. Για σημαντικές αποτυχίες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν διατυπώνεται καν μια δημόσια αυτοκριτική, πόσο μάλλον μια συγγνώμη, ενώ πρόσωπα με σταθερά αρνητική αποτίμηση παραμένουν στην πρώτη γραμμή κινητοποιώντας αρνητικά συναισθήματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα την διάσωση μιας κυβέρνησης που – πέρα από την ακραία υπονόμευση των θεσμών – καταγράφει αποτυχίες σε μια σειρά από τομείς.
Είναι λυπηρό, αλλά δεν μπορεί να μην έχει κάποια εξήγηση όλο αυτό.
Γ. Γιατί διασώθηκε ο Μητσοτάκης;
Πως είναι νοητό ένας πολιτικός με φανερά πολύ προβληματικά στοιχεία (ακραία τοξικότητα, προνεωτερικές απόψεις για την ισότητα και την δημοκρατία, προκλητική εξαίρεση του ίδιου και των συνεργατών του από κάθε κανόνα), που συνελήφθη επ’αυτοφώρω να παρακολουθεί συνεργάτες, αντιπάλους, δημοσιογράφους αλλά και την ίδια την ηγεσία του στρατεύματος, παραμένει στην θέση του; Γιατί δεν αμφισβητήθηκε και δεν αποκαθηλώθηκε από το κόμμα του; Δεν αντιλαμβάνονται οι βουλευτές και τα στελέχη της ΝΔ ότι η παραμονή του στην πολιτική ευτελίζει την χώρα και βάζει σε κίνδυνο την ομαλότητα;
Νομίζω ότι το καταλαβαίνουν. Αλλά – είναι κακό αυτό που λέω, αλλά το πιστεύω – θεωρώ ότι όλα τα παραπάνω για την πλειοψηφία της στελέχωσης αυτής της παράταξης θεωρούνται δευτερεύοντα. Εξαιρώ βέβαια – γιατί υπάρχουν και αυτοί – κάποιους συντηρητικούς και φιλελεύθερους συμπολίτες μας, οπαδούς της ΝΔ, που ενοχλούνται πραγματικά με την ιστορία των υποκλοπών και την εν γένει εν εξελίξει εκτροπή.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε αυτή την ανορθογραφία, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ο Μητσοτάκης δεν υπήρξε μια τυχαία επιλογή το 2016 για την ηγεσία της ΝΔ. Η κατασκευή του προϊόντος «Κυριάκος Μητσοτάκης» υπήρξε καρπός μακράς διαδικασίας και εκφράζει ένα κρίσιμο σημείο ισορροπίας του οικοσυστήματος της Ελληνικής Δεξιάς.
Ήταν μια επιλογή διάσωσης της κύριας παράταξης του αστισμού που εκείνη την εποχή περνούσε βαθιά κρίση, καθώς είχε την ικανότητα να συνενώσει διαφορετικές ψυχές της παράταξης. Επί της ουσίας ο Μητσοτάκης έκανε το λεγόμενο rebrand για την ΝΔ και πρέπει να ομολογήσω ότι το έκανε – τουλάχιστο έως το 2019 – πετυχημένα.
Όταν είχε εκλεγεί Πρόεδρος της ΝΔ τον Γενάρη του 2016 είχα γράψει εδώ ότι «… η νίκη Μητσοτάκη (μια συμμαχία των νεοφιλελεύθερων με την ακροδεξιά του Βορίδη και του Γεωργιάδη) φαίνεται ότι δίνει μια δυναμική στη ΝΔ και αφαιρεί κάθε πρόσχημα αυτόνομης ύπαρξης από τα τους φορείς του εγχώριου φιλελευθερισμού, όπως το Ποτάμι, που λογικά πάνε αργά ή γρήγορα για λουκέτο. Η ΝΔ του Μητσοτάκη, καθώς μπορεί να εκφράσει το μέτωπο του ΝΑΙ, δηλαδή τη σύζευξη οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και πολιτικού αυταρχισμού, θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο και την αυτόνομη παρουσία της κεντροαριστεράς, καθώς πλέον οι πολιτικές αναφορές αυτού του χώρου κινούνται στο πλαίσιο του πολιτικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού χωρίς σαφή σύνορα προς την κεντροδεξιά. Από αυτή τη σκοπιά, νομίζω ότι η σημερινή εκλογή κατευθύνει τα πράγματα πιο κοντά σε ένα διπολισμό (μετά τον κατακερματισμό των τελευταίων ετών). Μάλιστα αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει σε αυτή τη ρότα (και φοβάμαι ότι έτσι θα πάει η δουλειά) σύντομα θα είναι ο αδύνατος πόλος.»
Νομίζω ότι δεν έπεσα πολύ έξω. Όπως τότε, έτσι και τώρα ο Μητσοτάκης μπορεί πιο αποτελεσματικά και αυθεντικά να εκφράσει αυτόν τον συνδυασμό, δηλαδή τον οικονομικό φιλελευθερισμό (την εύνοια προς τους πλούσιους δηλαδή) με τον πολιτικό αυταρχισμό.
Κάνοντας τομές με την καραμανλική παράδοση, αναδεικνύοντας ακραίους νεοφιλελεύθερους και πατεντάτους ακροδεξιούς σε υπουργικές θέσεις, ο Μητσοτάκης κατάφερε να επανενώσει την δεξιά πολυκατοικία. Αυτή η ικανότητα δεν είναι αυτονόητη.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι επιχειρείται να διασωθεί ακόμα και μετά από όσα αδιανόητα βγήκαν στην φόρα.
Δεν θα είναι βέβαια το ίδιο μετά από ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα. Εξάλλου πλέον έχει αναδειχθεί ένας τουλάχιστο ικανός – και πολύ υπέρτερος σε πολλά επίπεδα – διάδοχος, ο Δένδιας. Αλλά αυτά είναι ακόμα μακρινά ενδεχόμενα.
δ. Τι μπορεί να γίνει τώρα;
Το προβάδισμα της ΝΔ είναι υπαρκτό, αλλά βασίζεται πάνω σε μια και μόνο υπόθεση: ότι η δεύτερη Κυριακή είναι δεδομένη. Πράγματι, αν υπάρξει δεύτερη Κυριακή, η πιθανότητα αυτοδυναμίας του Μητσοτάκη είναι υπαρκτή και η πρωτιά του πολύ πιθανή, καθώς οι δεξαμενές των (ακρο)δεξιών μορφωμάτων είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές του Κέντρου και της Αριστεράς και σχεδόν μετά βεβαιότητας θα τον τροφοδοτήσουν χωρίς μεγάλη αντίσταση. Εν όψει εξάλλου αυτών βγήκε εκ νέου στο μεϊντάνι και ο βετεράνος του χώρου Γιώργος Καρατζαφέρης.
Σε αυτές τις συνθήκες, η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ είναι όχι αδύνατη, αλλά σίγουρα πολύ δύσκολη. Και εξάλλου το όφελός της θα είναι αμφίβολο. Όπως είδαμε και το 2015-2019, αλλά και σήμερα, μια αυτοδύναμη κυβέρνηση βασισμένη σε ένα 37% θα έχει εξ ορισμού πολύ μικρή λαϊκή νομιμοποίηση πέρα από τις εύλογες ενστάσεις που προκαλεί η εν γένει προσαρμοστική νέα κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως το καίριο ζήτημα είναι να υπάρξει λύση από την πρώτη Κυριακή. Και με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο να δοθεί μια λύση στο σημερινό σοβαρό πολιτικό πρόβλημα της χώρας, αλλά και να τιμηθεί η απλή αναλογική.
Η απλή αναλογική εν προκειμένω είναι το κρίσιμο στοιχείο.
Για τον Μητσοτάκη είναι παγίδα, «βόμβα στα θεμέλια της ομαλότητας» και άλλα τέτοια. Για κάθε συνεπή δημοκράτη δεν μπορεί παρά να είναι το μόνο δίκαιο και αποδεκτό εκλογικό σύστημα. Εν προκειμένω, η απλή αναλογική είναι σε θέση όχι μόνο να μας απαλλάξει από μια κούρσα τοξικότητας στην δεύτερη αναμέτρηση με έπαθλο μια πολύ μειωμένης νομιμοποίησης αυτοδυναμία, αλλά κυρίως να μας απαλλάξει από το σημερινό πολιτικό πρόβλημα.
Αυτό νομίζω ότι είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια ένας ορατός και εφικτός πολιτικός στόχος.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη λοιπόν, αυτός θα ήταν ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης της Αριστεράς και του Κέντρου, δηλαδή μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΜΕΡΑ 25. Καθώς όμως δυστυχώς το ΚΚΕ έχει αυτοεξαιρεθεί, ο εφικτός στόχος είναι το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΜΕΡΑ25 να ξεπερνά το άθροισμα ΝΔ-Ελληνική Λύση-ΚΚΕ, δηλαδή αυτό των κομμάτων που δεν θα στηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση.
Η συγκεκριμένη λύση θεωρώ ότι είναι εφικτή, και μάλλον η καλύτερη σε αυτή την συγκυρία. Το πρόσθετο πλεονέκτημα είναι ότι επιτρέπει στα τρία αυτά κόμματα να αναπτύξουν την εκλογική τους τακτική χωρίς έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους, καθώς κάθε ψήφος σε οποιοδήποτε από αυτά, αντικειμενικά προσμετράται υπέρ της κυβέρνησης συνεργασίας.
Βεβαίως η λύση αυτή έχει να αναμετρηθεί με μια σειρά από δικαιολογημένες ή μη ενστάσεις και περιορισμούς.
Κατ’αρχάς έχει να αναμετρηθεί με την λανθασμένη θεωρία ότι μια κυβέρνηση με κορμό το δεύτερο κόμμα είναι μια «κυβέρνηση ηττημένων», άρα μη επιθυμητή.
Αυτό είναι μεγάλο και σοβαρό λάθος και δυστυχώς και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πέσει σε αυτή την παγίδα. Ας ειπωθεί λοιπόν καθαρά ότι μια κυβέρνηση κομμάτων με πλειοψηφικό άθροισμα δεν είναι κυβέρνηση ηττημένων, αλλά μια κυβέρνηση νικητών. Μια ματιά στις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες πχ στις χώρες της Σκανδιναβίας δείχνει ότι ο κανόνας είναι ακριβώς αυτός, δηλαδή ο σχηματισμός μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με προγραμματικά χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από το αν σε αυτή περιλαμβάνεται ή όχι το πρώτο κόμμα.
Η λύση αυτή έχει να αναμετρηθεί επίσης με την έλλειψη ουσιαστικής προετοιμασίας για μια τέτοια κυβέρνηση. Το ΜΕΡΑ25 έχει σωστά επισημάνει ότι μια τέτοια επιλογή απαιτεί προγραμματική συζήτηση και συμφωνία πριν την κάλπη, καθώς στην συνέχεια οι ασφυκτικές προθεσμίες των διερευνητικών εντολών περιορίζουν την πιθανότητα σοβαρής συζήτησης. Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι μια φανερή αδυναμία του ισχύοντος Συντάγματος που περιορίζει την δυνατότητα σοβαρής προγραμματικής συζήτησης για την συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας. Αν και το ΜΕΡΑ25 δεν έχει υπηρετήσει αυτή την πρόταση με απόλυτη συνέπεια, ωστόσο στην βάση της είναι σωστή και επιβάλλεται – έστω και τώρα – να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα προσπάθεια Να ξεκινήσει δηλαδή τώρα (και όχι πχ την Μεγάλη Τετάρτη ή την Μεγάλη Παρασκευή) η συζήτηση για το προγραμματικό πλαίσιο μιας κυβέρνησης που θα βάλει τέλος στο σημερινό αδιέξοδο
Έχει να αναμετρηθεί επίσης αυτή η λύση με το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι δεσμευμένο σε αυτή την προοπτική και εξακολουθεί να διεξάγει έναν σταθερό και κατ’εμέ ακατανόητο διμέτωπο αγώνα. Με εκλογικό κόστος βέβαια, όπως φαίνεται. Για να είμαστε έντιμοι, αυτός ο διμέτωπος αντανακλά τις διαθέσεις της εκλογικής του βάσης. Μάλιστα φαίνεται ότι – ακόμα και τώρα – το αντιΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο στις τάξεις των ψηφοφόρων του υπερτερεί ακόμα και τώρα αυτού της απόρριψης της σημερινής κυβέρνησης. Ωστόσο το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν είναι άμοιρο ευθυνών για αυτή την εξέλιξη. Το ΠΑΣΟΚ από το 2010 και μετά (θα έλεγα επί της ουσίας από το 1996 και μετά) διαπαιδαγώγησε την βάση του κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι διαχωριστικές γραμμές με την Δεξιά να υποχωρήσουν και ο φιλελευθερισμός να προβάλλει ως η μόνη – χωρίς εναλλακτική – απάντηση. Τέλος, υποδαύλισε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με αποκορύφωμα βέβαια την στάση του απέναντι στις Πρέσπες.
Με την τυφλή αυτή τακτική το ΠΑΣΟΚ έσκαψε τον ίδιο του τον λάκκο. Στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, ο Μητσοτάκης ήταν η απολύτως ηγεμονική δύναμη με αποτέλεσμα να καρπωθεί ο ίδιος όλη την φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνεχείς προσχωρήσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην ΝΔ δεν είναι κάποιο αποτέλεσμα προδοσίας, αλλά η φυσική απόληξη αυτής της τακτικής τόσων ετών. Και δυστυχώς δεν βλέπω αυτό να γίνεται κατανοητό ούτε τώρα. Τα όσα λέει ο Ανδρουλάκης περί σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης από την πρώτη Κυριακή αποτελούν ένα άλμα λογικής, καθώς ο νέος αρχηγός μπορεί σίγουρα να αλλάξει πολλά, αλλά όχι να καταργήσει και την απλή αριθμητική. Υπάρχουν βέβαια φωνές μέσα στο ΠΑΣΟΚ που καλούν σε μια αλλαγή πορείας και ελπίζω να ακουστούν. Ως τότε, το ΠΑΣΟΚ θα παραμένει το αδύνατο στοιχείο της αναγκαίας εξίσωσης.
Η λύση αυτή θα πρέπει τέλος να αναμετρηθεί με την εξ αριστερών κριτική. Είναι μια κριτική σε μεγάλο βαθμό βάσιμη. Θα είναι σε θέση μια τέτοιου τύπου κυβέρνηση να βελτιώσει την θέση της πλειοψηφίας των εργαζομένων ή θα είναι μια κυβέρνηση σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης; Με το χέρι στην καρδιά, το δεύτερο είναι το πολύ πιθανότερο σενάριο.
Ωστόσο, θα πρέπει ο κόσμος και οι πολιτικές δυνάμεις της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς να εκτιμήσουν αν η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί μια απλή δεξιά διακυβέρνηση που δεν απαιτεί κάποια ειδική αντιμετώπιση. Και αν οι ίδιες μπορούν να αναμετρηθούν με την αδυναμία να απαντηθεί με όρους άλλης πολιτικής πρότασης το αίτημα «να φύγει ο Μητσοτάκης».
Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μια επιχείρηση ιδιαίτερης αυταρχοποίησης της διακυβέρνησης σε συνδυασμό με στοιχεία έντονου ιδεολογικού αναθεωρητισμού. Αυτό που επιχειρεί είναι μια «δεξιά μεταπολίτευση», δηλαδή μια αλλαγή παραδείγματος με έντονα τα στοιχεία της ιδεολογικής κριτικής τ]στην μεταπολιτευτική κουλτούρα της εισόδου του λαικού παράγοντα στην πολιτική.
Όσο και αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΜΕΡΑ25 προκαλεί προβληματισμό, νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε ότι και για επόμενα 4 χρόνια ό,τι κινητοποιείται θα δέρνεται, όσοι χρωστάνε θα πετιούνται στον δρόμο, όσοι επιχειρούν να ζητήσουν άσυλο θα επαναπροωθούνται και τέλος όλοι μαζί θα παρακολουθούνται από τους μηχανισμούς του επιτελικού παρακράτους.
Είναι ακόμα απολύτως αναγκαία μια αποκατάσταση στοιχειωδών κανόνων σε μια σειρά από τομείς. Διερεύνηση και ποινική αντιμετώπιση του άγους των υποκλοπών, εκδημοκρατισμός της ΕΥΠ, λύση στο τεράστιο κοινωνικό ζήτημα του ιδιωτικού χρέους και των πλειστηριασμών, τερματισμός της απαράδεκτης κατάστασης που επικρατεί στα μέσα ενημέρωσης, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων στις εργασιακές σχέσεις, τέλος του γαλάζιου πάρτυ των αναθέσεων και της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, τέλος στην ντροπή των επαναπροωθήσεων, έλεγχος της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας.
Ακόμα και αν το μητρώο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ δεν είναι λευκό σε σχέση με τα παραπάνω, ακόμα και αν και οι σημερινές τους απαντήσεις είναι ανεπαρκείς, ωστόσο στην προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας και με την πίεση του λαϊκού παράγοντα, τα ζητήματα αυτά μπορούν να τεθούν ξανά με άλλους όρους.
Αν συμφωνούμε ότι μια δεύτερη θητεία Μητσοτάκη θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη είτε υπό την εκδοχή της αυτοδυναμίας είτε υπό την εκδοχή της συμμαχίας με αποστάτες βουλευτές ή ακόμα χειρότερα με δυνάμεις σαν το Βελλόπουλο, η εναλλακτική λύση απαιτεί υπερβάσεις. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις δεν γίνονται με δυνάμεις και ανθρώπους που αναγκαία συμπαθούμε, ενίοτε δε μπορεί και να τις/τους αντιπαθούμε σφοδρά.
Τα παραδείγματα των συμμαχικών κυβερνήσεων στην Ισπανία και της Πορτογαλία αντανακλούν υπαρκτές δυνατότητες. Οι κυβερνήσεις αυτές σίγουρα έχουν σοβαρά προβλήματα. Ενίοτε δε, διαπράττουν ακόμα και εγκλήματα, όπως η Ισπανική κυβέρνηση σε βάρος των Αφρικανών μεταναστών και προσφύγων. Αλλά ταυτόχρονα οι πολιτικές τους για την στέγη, τον έλεγχο των τιμών των βασικών αγαθών, την τιμή της ενέργειας αποτελούν στοιχεία για ένα άλλο υπόδειγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ριζοσπαστική κριτική είναι πολύτιμη και αναγκαία, όμως θα πρέπει να απαντά και στην αγωνία του κόσμου για την επόμενη ημέρα.
Μπροστά στον κίνδυνο μιας δεύτερης θητείας Μητσοτάκη, δεν βλέπω κάποιον άλλο δρόμο. Οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες μπορεί να στηριχθεί αυτή η προοπτική είναι δεδομένες: οι μισθωτοί του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, οι νέοι επιστήμονες, οι άνεργοι, ο κόσμος της απειλούμενης μικρής ιδιοκτησίας, η νεολαία που ασφυκτιά από τον εντεινόμενο αυταρχισμό, ο κόσμος των κινημάτων και των δικαιωμάτων
Η ριζοσπαστική αριστερά – εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ – έχει ρόλο σε αυτή την προοπτική. Δεν είναι εύκολο και έχει υπαρκτούς κινδύνους. Αλλά προσωπικά δεν βλέπω άλλη λύση για να αναστρέψουμε τον πεσιμισμό, την ηττοπάθεια, την μοιρολατρεία.
Έγραψα στην αρχή ότι ίσως μένουν 43 μέρες έως τις εκλογές. Έχουμε περάσει 43 μήνες με κυβέρνηση Μητσοτάκη και η ΝΔ φαίνεται ότι συνεχίζει να υπερέχει. Μπορεί ο πολιτικός χρόνος να πυκνώσει τόσο ώστε να ανατραπεί ένα εμπεδωμένο προβάδισμα σε τόσο λίγο χρόνο; Είναι δύσκολο, αλλά θεωρώ ότι είναι απολύτως εφικτό. Ας σκεφτούμε ότι το 2012 (σε ένα πιο ρευστό σκηνικό βέβαια) μια ευφυής πολιτική τακτική είχε ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να τριπλασιάσει την δύναμή του μέσα με 20 μέρες και να περάσει από την πέμπτη στην δεύτερη θέση.
Όσοι και όσες είναι σε θέσεις ευθύνης, ας κάνουν αυτό που πρέπει.
*Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι Δικηγόρος Αθηνών