Χαράλαμπος Γεωργούλας
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, όποτε οι δυνάμεις του πολιτικού κέντρου έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, το έκαναν σε αντιπαράθεση με την κάθε φορά Δεξιά. Από τότε που μας διαιρούσε η τομή βενιζελικών/βασιλικών μέχρι τις απαρχές του 21ου αιώνα. Ακόμα και μετά την «απειλητική» εμφάνιση της πολιτικά οργανωμένης Αριστεράς, όταν χρειάζονταν να την αντιμετωπίσουν σαν ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο, η αντιπαλότητα με τη Δεξιά δεν μειωνόταν. Εξακολουθούσε να αποτελεί το κύριο μέλημα και το χαρακτηριστικό της τοποθέτησης στο Κέντρο.
Μια λεπτομερέστερη ανάλυση των πολιτικών περιόδων θα εντόπιζε σίγουρα σημαντικές διακυμάνσεις αυτής της αντιπαλότητας ανάλογα με τα επίδικα κάθε εποχής. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ανέτρεπε το αρχικό συμπέρασμα, ακόμα κι όταν η διαιρετική τομή άρχιζε πια να μετατοπίζεται μέχρι να μετατραπεί σε Αριστερά/Δεξιά. Για να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο το πολιτικό Κέντρο, είχε πάντοτε ανάγκη να διατηρήσει ανοιχτό το μέτωπό του με τη Δεξιά. Οι σημαντικότερες εκλογικές νίκες του καταγράφηκαν με αναπεπταμένη τη σημαία της μάχης κατά της Δεξιάς. Με τις επιλογές αυτές, μάλιστα, παρά την ισχυρή παρουσία της Αριστεράς και τον σημαντικό ρόλο της στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής, κατόρθωσε να κυριαρχήσει τόσο στον «ανένδοτο αγώνα» προδικτατορικά, όσο και στη μάχη για την «απαλλαγή από τη Δεξιά» στη μεταπολίτευση. Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση μπόρεσε να ενσωματώσει σ’ αυτή την πολιτική επιχείρηση και σημαντικές δυνάμεις της Αριστεράς με τη νέα μορφή του που υπερίσχυσε μεταπολιτευτικά ως «κεντροαριστερά».
Ευδιάκριτο για τους άλλους, δυσδιάκριτο για το ΠΑΣΟΚ;
Αυτό που αντιλαμβάνεται όποιος κάνει ένα απλό φυλλομέτρημα της νεότερης πολιτικής ιστορίας, δεν το αντιλαμβάνεται, άραγε, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ; Αν το αντιλαμβάνεται, πώς εξηγείται τότε η διακήρυξη της φιλοδοξίας της να παίξει αυτόνομο πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις με την ταυτόχρονη ατολμία της να διατηρήσει ένα σαφές μέτωπο απέναντι σε μια ΝΔ με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Και για να μην αποδράσουμε από την επικαιρότητα, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η ταύτισή της με την κυβερνητική πλειοψηφία στην τροπολογία για τον αποκλεισμό από τη συγκρότηση εκλογικών συνδυασμών με τα απόνερα της Χρυσής Αυγής; Και μάλιστα μία μέρα μετά την εσκεμμένη παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας από τον κ. Μητσοτάκη, που χαρακτήρισε διχαστική τη δράση του ΕΑΜ, διαγράφοντας με μια μονοκοντυλιά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, μια πολιτική πράξη η οποία πιστώνεται αναμφισβήτητα στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου. Γιατί απέφυγε να αξιοποιήσει την οδό διαφυγής που πρόσφερε η παρέμβαση Αλιβιζάτου–Κοντιάδη για μια αξιοπρεπή και σύμφωνη με το σύνταγμα της χώρας, πλην αντίθετη με τις πολιτικές επιδιώξεις του Μαξίμου, επίλυση το νομικού ζητήματος;
Η προφανής απάντηση στο ερώτημα είναι πως άλλο πράγμα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ του 2022 και άλλο πράγμα το ΠΑΣΟΚ του 1982. Ο σημερινός πολιτικός σχηματισμός είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκος της μεταστροφής που ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία Σημίτη, δηλαδή της αποδοχής των προταγμάτων της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με τους περίφημους «μονόδρομους» του σημιτισμού. Κατάληξη της οποίας υπήρξε και η ανάδειξη επιφανών εκπροσώπων του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μεταστροφή τις συνέπειες της οποίας έχει βιώσει, αλλά δεν έχει αποτιμήσει πολιτικά η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Και γι’ αυτό δεν μπορεί να καταλήξει στο προφανές συμπέρασμα ότι πρωταγωνιστικός ρόλος από τη θέση του Κέντρου δεν γίνεται να διεκδικηθεί στον πολιτικό στίβο, χωρίς να σχεδιαστεί ευκρινές πολιτικό μέτωπο με τη Δεξιά.
Οι δυνατότητες και οι ευθύνες της αριστεράς
Από τη στιγμή που η Αριστερά, ερμηνεύοντας σωστά τις αλλαγές που συντελούνταν στο εκλογικό και το κοινωνικό σώμα, διεκδίκησε την κυβερνητική εξουσία και ανέδειξε τη διαχωριστική γραμμή Αριστερά/Δεξιά στις πολιτικές επιλογές, το πολιτικό κέντρο είναι υποχρεωμένο να επιλέξει. Ακόμα κι αν επιδιώκει να κερδίσει τη θέση του τρίτου ισότιμου παίκτη, πράγμα δύσκολο ως φαίνεται, δεν μπορεί να το κάνει μη επιλέγοντας. Και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να το κάνει επιλέγοντας τη συμπόρευση με τη Δεξιά. Έτσι οδηγείται σε εντελώς υποτακτικό ρόλο σε σχέση με τη ΝΔ και τελικά στην πολιτική εξουδετέρωση. Καμιά σύγκριση, δηλαδή, με τον ρόλο του ισότιμου εταίρου, έστω και μη ισοδύναμου, σε μια προοδευτική συμμαχία.
Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι εύκολη με τους υπάρχοντες αμφίσημους συσχετισμούς στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και την ιστορία των δύο τελευταίων δεκαετιών που το ακολουθεί. Ούτε ψύλλος στον κόρφο της ηγεσίας του. Όμως δεν μπορεί να πάει μακριά αποφεύγοντας την επιλογή, πολύ περισσότερο πλησιάζοντας τη ΝΔ. Αυτή είναι η μοίρα και ταυτόχρονα η ιστορική ευθύνη.
Δεν είναι, ωστόσο, άμοιρη μιας ανάλογης ευθύνης και η Αριστερά και η ηγεσία της. Η πολιτική συμμαχιών απέναντι στις όμορες δυνάμεις χρειάζεται να έχει στρατηγικό βάθος και δυναμισμό. Να ευνοεί, να ενθαρρύνει, να ωθεί σε προγραμματικές συγκλίσεις προς τα αριστερά. Η εξέλιξη των πραγμάτων δεν είναι μοιραία ούτε προδιαγεγραμμένη, ιδίως όταν πρόκειται για δυνάμεις αμφιταλαντευόμενες, όπως οι δυνάμεις του πολιτικού και του κοινωνικού Κέντρου. Η διεκδίκηση της ηγεμονίας απαιτεί επίμονες προσπάθειες, σταθερό προσανατολισμό. Όχι ασύνδετες και αντιφατικές τακτικές κινήσεις ή αυτοεκπληρούμενες αρνητικές προφητείες. Αλλά για όλα αυτά θα χρειαζόταν περισσότερος χώρος και χρόνος. Και, κυρίως, αποτελεσματική συζήτηση, όχι μονόλογοι.
Πηγή : https://www.epohi.gr