Ο μοναδικός θεσμικός παράγοντας που βρήκε το σθένος να αντιταχθεί στην απροκάλυπτη κυβερνητική επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου υποκλοπών, υπερασπιζόμενος τον ρόλο μιας ανεξάρτητης αρχής που βάλλεται από παντού, έχει δείξει προ πολλού την ευαισθησία και την ακεραιότητά του απέναντι σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που καίνε.
Ο Χρήστος Ράμμος υπηρέτησε το ΣτΕ επί 38 χρόνια. Στη θέση του επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία (20 στις 25 ψήφους) στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, τον Μάιο του 2016. Είναι γνωστή η κοινή πορεία του σε κρίσιμα θέματα του ΣτΕ με τη σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. «Δεν άργησε να δημιουργηθεί μεταξύ μας μια στενή προσωπική φιλία. Ανθρωποι ισχυρών πεποιθήσεων και οι δυο μας είχαμε και αρκετές διαφωνίες που κάποιες φορές κατέληξαν και σε συγκρούσεις. Ομως η ίδια δεν είναι μνησίκακη. Διατηρεί πάντα μια εφηβική πίστη στον θεσμό της φιλίας» έγραφε το 2020, σχολιάζοντας ότι «η πιο ωραία μας κοινή στιγμή ήταν τον Οκτώβριο του 2016 σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για το Δικαστήριο, όταν αυτό εμφανίστηκε να μην έχει το απαιτούμενο σθένος να προχωρήσει τη διάσκεψη στη δίκη για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών.
Τότε παραιτηθήκαμε από την Ενωση Δικαστικών Λειτουργών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη θλιβερή εκείνη κατάσταση. Πώς ήταν δυνατόν το δικαστήριο που αψήφησε τη δικτατορία να μην μπορεί να βρει τη νηφαλιότητα να δικάσει την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών;» Οταν ο πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου περιόρισε αυθαίρετα τα μέλη της Ολομέλειας του ΣτΕ σε μείζον ζήτημα, ο κ. Ράμμος και άλλοι 17 δικαστές του ΣτΕ απέστειλαν επιστολή λέγοντας ότι «για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις της χώρας αντιμετωπίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, τη θρησκευτική ελευθερία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών κ.λπ. δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται αποφάσεις με τόσο περιορισμένο αριθμό δικαστών και με πλειοψηφία μίας μόλις ψήφου σε αντίθεση με την απόφαση της πλήρους Ολομέλειας (35 μέλη) για τις ταυτότητες».
Το 2019 (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) ο κ. Ράμμος και η ΑΔΑΕ έκριναν αντισυνταγματική και αντίθετη με την ΕΣΔΑ τη διάταξη που θέσπιζε δυνατότητα χρήσης παρανόμως αποκτηθέντος υλικού από τους εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς για τη διαλεύκανση υποθέσεων.
● «Πολύ σημαντική είναι η πρωτιά της Ελλάδας στην καθιέρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια που θεωρείται μία από τις ωριμότερες κατακτήσεις του παγκόσμιου συνταγματισμού. Ενας θεσμός που εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει τυραννία της πλειοψηφίας και ότι ο υπέρτατος νόμος της χώρας, το Σύνταγμά της, δεν είναι ένα απλό ευχολόγιο, αλλά δεσμευτικός κανόνας δικαίου, τον οποίο ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται, με συνέπειες αν δεν το κάνει. Είναι η συμπύκνωση των διδαγμάτων του Διαφωτισμού και του τι σημαίνει δικαιοκρατούμενη δημοκρατία που δεν εξαντλείται με την αρχή της πλειοψηφίας, όπως πολλοί οπαδοί της μη φιλελεύθερης δημοκρατίας και των λαϊκισμών αρέσκονται να πιστεύουν και να διακηρύσσουν, αλλά επιδιώκει να προστατεύσει τις μειοψηφίες».
● «Ο νικητής των εκλογών θεωρεί ότι δικαιούται να τα παίρνει όλα (Winner takes all). Μια τάση υποτίμησης των αντιβάρων εξουσίας ή πάντως δυσπιστίας απέναντί τους, είτε αυτά είναι μια συνταγματική ή κοινή δικαιοσύνη που έχει τη δυνατότητα να ακυρώνει επιλογές κυβερνώντων οι οποίοι διαθέτουν τη λαϊκή πλειοψηφία, είτε είναι ένας τύπος ζωντανός, ερευνητικός και αντικομφορμιστικός απέναντι στην εξουσία, είτε -τέλος- είναι οι ανεξάρτητες αρχές».
● «Η νομολογία του Αρείου Πάγου χαρακτηριζόταν πάντα από έναν νομικό επαρχιωτισμό και μια συστηματική άρνηση να υιοθετήσει σύγχρονη αντίληψη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και όταν υπήρχε καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ. Ο πιο χαρακτηριστικός τομέας είναι ο τομέας της θρησκευτικής ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε η πίεση του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ θα είχαμε ακόμη μείνει μια κλειστή, φοβική, συντηρητική και επαρχιώτικη κοινωνία, με τη Δικαιοσύνη και φυσικά με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να αντανακλούν και να απηχούν αυτές τις αξίες».
● «Δημοκρατική υποχρέωση η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. […] Οι γηγενείς αισθάνονται ότι απειλείται η εθνική τους ταυτότητα, φοβούνται ότι στο μέλλον μπορεί και να γίνουν μειοψηφία στις πατρίδες τους και βλέπουν τους νεοεισερχόμενους ως ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας και στην άντληση κρατικών οικονομικών πόρων. Οι φόβοι αυτοί, είτε είναι δικαιολογημένοι είτε υπάρχει σ’ αυτούς κάποιο στοιχείο υπερβολής, είναι υπαρκτοί και αποτελούν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από πολλούς δημαγωγούς ή λαϊκιστές πολιτικούς, που έχουν στηρίξει την πολιτική τους σταδιοδρομία κυρίως στην εκμετάλλευση αυτή. Ετσι, και λόγω της πρωτόγνωρης μαζικότητας και της ταχύτητας, δίκην βίαιου φυσικού φαινομένου, του προσφυγικομεταναστευτικού προβλήματος, βρίσκονται σε διαρκή αμυντική υποχώρηση οι φωνές οι οποίες υπενθυμίζουν την ιστορική αξία της αρχής της χορήγησης ασύλου, που πρέπει να χορηγείται σε κάθε διωκόμενο του οποίου κινδυνεύουν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα, ως κορυφαία αξία του ευρωπαϊκού (και του “δυτικού”) νομικού πολιτισμού».
Γιατί τον επιλέξαμε
Είναι αναμφισβήτητα το πρόσωπο της επικαιρότητας μιας και αποτελεί τη μοναδική περίπτωση θεσμικού παράγοντα που αντιτάχτηκε, υπερασπιζόμενος τον ρόλο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, στην κυβερνητική προσπάθεια συγκάλυψης ενός τερατώδους σκανδάλου που απειλεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, αυτό του απορρήτου των επικοινωνιών.
Πηγή : https://www.efsyn.gr