Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η τελευταία ημέρα του χρόνου. Η ημέρα που γίνεται ο απολογισμός. Το μέτρημα. Μετράμε όλοι τις χαρές, τις λύπες, τις στιγμές…
Μετράμε τις στιγμές. Που χάσαμε. Που ζήσαμε. Είμαι ένας άνθρωπος φύσει αισιόδοξος. Με πολλά σκοτάδια μεν, αλλά πάντα στο βάθος βλέπω το φως. Κάθε ημέρα που περνάει, καλή ή κακή, νιώθω ευγνωμοσύνη. Για το καθετί. Και το λέω ειλικρινά. Ακόμα και για αυτά που χάνω. Αλλά κυρίως γι’ αυτά που έχω. Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο στη ζωή μου. Ακόμα και τις πιο μεγάλες μου σταθερές. Όπως είναι οι φίλοι μου και η οικογένεια μου. Κάθε χρόνο, λοιπόν, την τελευταία ημέρα του χρόνου νιώθω χαρούμενη που είμαι υγιής και έκανα ότι περνάει από το χέρι μου για να είμαι καλά και να χαμογελάω εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι.
Το 2022 φεύγει, και μαζί του πήρε έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να γράψω νωρίτερα ένα κείμενο για τον Αλέξανδρο. Ούτε τώρα είμαι για να πω την αλήθεια. Και ποτέ δεν θα είμαι, γιατί είναι από τις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν λέξεις για να χωρέσεις όλα όσα θέλεις να πεις. Όλα όσα νιώθεις. Η ελληνική είναι η πιο πλούσια γλώσσα. Αλλά εγώ δεν βρήκα, όσες λέξεις θα ήθελα. Ξέρω επίσης πως μικρή σημασία έχει το πως νιώθω. Αλλά ίσως έχει αξία να αναφέρω το πως επηρέασε τη δική μου ζωή. Αλλά κυρίως τη σημαντικότητά του στο κοινωνικό σύνολο.
Ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης δεν ήταν μόνο ο σπουδαίος αθλητής που συμμετείχε σε τέσσερις Ολυμπιάδες. Τέσσερις Ολυμπιάδες. Δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί από μόνο του αυτό ως γεγονός. Ανεξάρτητα από το αν κατέκτησε ή όχι μετάλλια. Τέσσερις Ολυμπιάδες σημαίνει 16 χρόνια στο ύψιστο επίπεδο. Με άλλα τόσα χρόνια προσπάθειας, θυσίας. Στερήσεων. Αγώνων. Με αντιπάλους αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Νομίζω πως οποιοσδήποτε ασχολήθηκε έστω και για μία μικρή περίοδο της ζωής του με τον αθλητισμό, ακόμα και ερασιτεχνικά, μπορεί να αντιληφθεί τη δυσκολία. Το ακατόρθωτο στο δικό μας μυαλό, που έγινε εφικτό στο δικό του.
Ναι, ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης κέρδισε δύο Ολυμπιακά μετάλλια. Το 2004 και το 2008. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει με λυγμούς όταν ανέβηκε στο βάθρο. Όχι γιατί, δεν το περίμενα. Αλλά γιατί στα αυτιά μου ηχούσε πάντα η φωνή του, το 2000 στο Σίδνεϊ: “Έσπασε, μαμά, έσπασε..” Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν πίστεψαν πως αυτός ο άνθρωπος θα συνέχιζε μετά από αυτό. Ξέρετε, αθλητές υπάρχουν πολλοί. Το ταλέντο είναι θείο δώρο. Άλλες φορές αξιοποιείται και άλλες όχι. Η στόφα του χαρακτήρα όμως και η προσωπικότητα δεν χαρίζονται. Και ο Αλέξανδρος ήταν υπεραθλητής, γιατί ήταν ολοκληρωμένος. Αυτό μ΄ έκανε σε πρώτη φάση να τον “εκτιμήσω”. Γιατί μου έμαθε, πως πίσω από όλη τη δουλειά και την προσπάθεια που κάνει κάποιος με το σώμα του, χρειάζεται να δουλεύει ακόμα περισσότερο το μυαλό του.
Ο Αλέξανδρος μετρούσε δεκατρία χειρουργεία. Πριν από αυτά που αναγκάστηκε να κάνει για την πουτάνα την αρρώστια. Δεκατρία χειρουργεία. Χειρουργείο για έναν αθλητή, δεν είναι η στιγμή που ξαπλώνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ούτε ο πόνος που τραβάει πριν και μετά. Χειρουργείο για έναν αθλητή σημαίνει διαχείριση όλων των παραπάνω, και η μάχη κυρίως με τον εαυτό του, για να μπορέσει να επανέλθει σε αυτό που αγάπα. Και σε αυτό που είναι ταγμένος. Η ψυχολογική διαδικασία που περνάει είναι δύσκολα αντιληπτή από τον οποιονδήποτε από εμάς. Έχω κάνει σχεδόν δέκα χειρουργεία. Χωρίς να έχω στόχο την Ολυμπιάδα. Κάθε φορά που περνούσα το κατώφλι του νοσοκομείο σκεφτόμουν εκείνον. Και να σας πω την αλήθεια; Χαμογελούσα.
Ο Αλέξανδρος στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, μπήκε στο στάδιο με τη σημαία της Ελλάδας. Γνώριζα πολύ καλά τι σημαίνει για εκείνον αυτή η στιγμή, σε μία δική του πολύ δύσκολη περίοδο από πολλές απόψεις. Βλέποντας τον να μπαίνει στο στάδιο, ένιωσα πως αγάπησα την Ελλάδα λίγο περισσότερο. Γιατί στο πρόσωπό του, αντικατοπτριζόταν η υπερηφάνεια. Η δύναμη. Η ευαισθησία. Η αγάπη…
Ο Αλέξανδρος ήταν η αγάπη. Ήταν η αγκαλιά. Τους χωρούσε όλους. Είμαι πεπεισμένη πως μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας μας, φιλίας μας έχω την τιμή να λέω, η δύναμη του Αλέξανδρου, στα πόδια, στα χέρια, στο σώμα, ήταν η αγάπη. Αγαπούσε τους ανθρώπους. Ήταν αλληλέγγυος. Νοιαζόταν για το πως περνάει ο διπλανός του. Πως νιώθει. Αν χαμογελάει. Αν έχει να φάει. Λάτρευε τα παιδιά. Τον έβλεπες να τους κάνει προπόνηση και φώτιζε το πρόσωπό του. Τα παιδιά κοιτούσαν τον “γίγαντα” δάσκαλό τους σαν τον γίγαντα από τα παραμύθια που τους μάθαινε ο παππούς και η γιαγιά. Μπροστά στα μάτια τους, το παραμύθι του αγαθού γίγαντα πήρε σάρκα και οστά. Ο Αλέξανδρος ήταν δυνατός, γιατί ήταν ευαίσθητος. Γι’ αυτό τον αγάπησα, περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα.
Δεν θέλω να σταθώ καθόλου στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κανείς μας δεν τα ξέρει. Μόνο εκείνος. Και η Δώρα. Αυτό το φωτεινό πλάσμα. Αυτό το σπουδαίο “δώρο”, όπως εκείνος τη χαρακτήριζε. Θέλω να σταθώ στη συνέχεια της “ζωής” του…
Ο Αλέξανδρος άφησε μια σπάνια κληρονομιά. Μας υπενθύμισε φεύγοντας, τι έχει πραγματική αξία. Οι αγώνες, οι νίκες, τα μετάλλια, το βάθρο, η αποθέωση, η ηρωοποίηση. Ναι, είναι σπουδαία. Όμως οι κατακτήσεις στη ζωή είναι πολλών ειδών. Και η πιο σπουδαία κατάκτηση, είναι να έχεις συμβάλει στο να μη χαθεί η ελπίδα. Ο Αλέξανδρος μας χάρισε την ελπίδα…
“Αν ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή για κάποιο σκοπό, εγώ έχω αποφασίσει ποιος θα είναι αυτός. Να προσφέρω ελπίδα μέσα από όσα κατάφερα στη ζωή μου. Από τα όμορφα μέχρι τα άσχημα”.
Η επιθυμία του πρέπει να γίνει πραγματικότητα. Και το όραμά του πρέπει να συνεχιστεί.
“Για να σωθεί έστω κι ένα παιδί…”
Γορίλλα, συνέχισε να σκορπίζεις αστερόσκονη και είμαι σίγουρη πως ο κόσμος θα γίνει όπως τον είχες ονειρευτεί…
Πηγή : https://sportal.gr